''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

«Χαίρετε»: Ένα ελληνικό σώμα στρατού στο Γκαίρλιτς

Το Δ΄ Σώμα Στρατού που εγκατέλειψε τη Δράμα και παραδόθηκε αμαχητί στους Γερμανούς, τον Αύγουστο του 1916, μεταφέρθηκε στο Γκέρλιτς (Goerlitz) της Γερμανίας όπου και παρέμεινε υπό επιτήρηση για το υπόλοιπο του πολέμου.
Το Δ΄ Σώμα Στρατού που εγκατέλειψε τη Δράμα και παραδόθηκε αμαχητί στους Γερμανούς, τον Αύγουστο του 1916, μεταφέρθηκε στο Γκέρλιτς (Goerlitz) της Γερμανίας όπου και παρέμεινε υπό επιτήρηση για το υπόλοιπο του πολέμου.

του κ. Γεράσιμου Αλεξάτου* (η εργασία αναδημοσιεύεται χάρις την γραπτή άδεια του συγγραφέα τον οποίο και ευχαριστούμε ιδιαίτερα)
πρώτη αναδημοσίευση: http://argolikivivliothiki.gr 

«Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η παραμονή τον Σώματος στη Γερμανία ήταν πράγματι ένα επεισόδιο εξαιρετικής σημασίας για τις ελληνογερμανικές σχέσεις και η σπορά που σκορπίστηκε… απέδωσε ήδη πλούσιους καρπούς».
Αρχαιολόγος καθηγητής Paul Jacobsthal, 1-2-1921.[1]
Είναι αδύνατο να ασχοληθεί κανείς με τις πολυτάραχες ελληνο-γερμανικές σχέσεις κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, χωρίς να σκοντάφτει διαρκώς στο όνομα μιας μικρής, συνοριακής και διχοτομημένης σήμερα πόλης της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, το Γκαίρλιτς (Görlitz). Το καλοκαίρι του 1916 – μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου – 7.000 Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί μεταφέρθηκαν εκεί, εκόντες άκοντες και κάτω από δραματικές συνθήκες, όπου και παρέμειναν επί δυόμισι χρόνια υπό το ιδιότυπο καθεστώς του αιχμάλωτου – φιλοξενούμενου του Κάιζερ. Η υπόθεση αυτή της μικρής αλλά ιστορικής πόλης της πάλαι ποτέ πρωσικής επαρχίας της Σιλεσίας, αποτελεί μια από τις τραγικότερες περιπλοκές της περιόδου εκείνης, που βιώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στην Ελλάδα, καθώς η αμείλικτη διαμάχη του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο σχετικά με τη στάση της χώρας απέναντι στα στρατόπεδα των αντιμαχομένων, οδήγησε στον πρώτο μεγάλο εσωτερικό διχασμό. [2]
Όμως οι σχέσεις του Γκαίρλιτς με την Ελλάδα δεν σταματούν εκεί. Το 1949, μετά το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου στην Ελλάδα, 14.000 πολιτικοί πρόσφυγες μαζί με τα παιδιά τους, κατά μια παράδοξη ιστορική σύμπτωση, θα καταφύγουν στην ίδια ακριβώς πόλη. Το Γκαίρλιτς εν τω μεταξύ είχε διχοτομηθεί μετά το 1945, και οι ανατολικές συνοικίες του – εκεί όπου βρισκόταν 30 περίπου χρόνια νωρίτερα το ελληνικό στρατόπεδο – είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία με το όνομα Ζγκορζέλετς (Zgorzelec). Έτσι στη χωρισμένη στα δύο πόλη θα βρεθούν στις απέναντι όχθες του συνοριακού πλέον ποταμού Νάισε, Έλληνες δύο διαφορετικών γενεών – θύματα των μεγάλων συγκρούσεων του πρώτου μισού του 20ού Αιώνα – που για πολλά χρόνια ούτε καν θα υποψιάζονται την ύπαρξη συμπατριωτών τους στην αντίπερα όχθη.

Όλα ξεκίνησαν στις 18 Αυγούστου του 1916, όταν βουλγαρικός στρατός, έχοντας εξασφαλίσει το πράσινο φως της συμμαχικής γερμανικής ηγεσίας, εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην ανατολική Μακεδονία, την ίδια ακριβώς ημέρα που οι πρέσβεις της Γερμανίας και της Βουλγαρίας επέδιδαν ταυτόσημες επίσημες διακοινώσεις στη φιλοβασιλική – μετά την αποπομπή του Βενιζέλου – κυβέρνηση των Αθηνών. [3] Σε αυτές παρέχονταν διαβεβαιώσεις για το σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της χώρας: η στρατιωτική επιχείρηση δεν στρεφόταν εναντίον του ελληνικού στρατού και πληθυσμού και θα άφηνε άθικτες τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις, Σέρρες, Δράμα και Καβάλα. Στο στόχαστρο – σύμφωνα με τις παρεχόμενες εγγυήσεις – ήταν αποκλειστικά οι δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες από τον προηγούμενο ήδη χρόνο στρατοπέδευαν στην κεντρική και δυτική Μακεδονία, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. [4] Το γεγονός αυτό, που έφερε τους εμπολέμους στα εδάφη της επισήμως «ουδέτερης» ακόμα Ελλάδας, είχε αποτελέσει ένα από τα κεντρικά σημεία διαφωνίας των δύο κέντρων εξουσίας της χώρας και είχε οδηγήσει στην υποχρεωτική παραίτηση του εκλεγμένου πρωθυπουργού, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην όξυνση της διαμάχης.

Οι γερμανικές διαβεβαιώσεις καθησύχασαν τον Κωνσταντίνο και το επιτελείο του. Δόθηκε λοιπόν εντολή στο εγκατεστημένο στην ανατολική Μακεδονία Δ ́ Σώμα Στρατού να μην προβάλει καμία αντίσταση και, αφού υποχωρήσει από τα συνοριακά φυλάκια, να αποσυρθεί στις τρεις πόλεις αναμένοντας νεότερες διαταγές. Ας αναφερθεί ότι επρόκειτο για τα υπολείμματα του Σώματος, καθώς λίγες μόλις εβδομάδες νωρίτερα είχε υποχρεωθεί με εντολή της Αντάντ να απολύσει όλες τις εφεδρείες του. [5] Τα γεγονότα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά. Από την πρώτη στιγμή έγινε με πολύ οδυνηρό τρόπο αντιληπτό από τους κατοίκους και τους υπερασπιστές της περιοχής, ότι ο πραγματικός στόχος των εισβολέων δεν ήταν παρά η αιχμαλωσία του στρατού, η εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού και των τοπικών αρχών και η μόνιμη εγκατάσταση σε μακεδονικά εδάφη. [6] Μόλις οι ραγδαίες αυτές και απρόσμενες εξελίξεις έγιναν γνωστές στην Ελλάδα προκάλεσαν θύελλα αγανάκτησης, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί εσπευσμένα το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη και να αποκτήσει ο Εθνικός Διχασμός και γεωγραφική υπόσταση. [7]
Η είσοδος του στρατοπέδου Γκαίρλιτς . Διακρίνεται πλήθος επισήμων και η φρουρά της πόλης για να υποδεχτεί τον ελληνικό στρατό. Υπάρχει μια μεγάλη επιγραφή στα ελληνικά που γράφει "ΧΑΙΡΕΤΕ" . Η φωτογραφία προέρχεται από το γαλλικό εβδομαδιαίο περιοδικό Le Miroir, τεύχος 153, 29 Οκτωβρίου 1916 και ο τίτλος της φωτογραφίας αποτυπώνει ανάγλυφα τα συναισθήματα των συμμάχων για την παράδοση του ελληνικού στρατεύματος, καθώς τιτλοφορείται «οι προδότες της Καβάλας εορτάζονται στη Γερμανία». Πηγή: Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.
 Η είσοδος του στρατοπέδου Γκαίρλιτς . Διακρίνεται πλήθος επισήμων και η φρουρά της πόλης για να υποδεχτεί τον ελληνικό στρατό. Υπάρχει μια μεγάλη επιγραφή στα ελληνικά που γράφει «ΧΑΙΡΕΤΕ» . Η φωτογραφία προέρχεται από το γαλλικό εβδομαδιαίο περιοδικό Le Miroir, τεύχος 153, 29 Οκτωβρίου 1916 και ο τίτλος της φωτογραφίας αποτυπώνει ανάγλυφα τα συναισθήματα των συμμάχων για την παράδοση του ελληνικού στρατεύματος, καθώς τιτλοφορείται «οι προδότες της Καβάλας εορτάζονται στη Γερμανία». Πηγή: Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.

Από τις αρχές Σεπτεμβρίου ο κλοιός γύρω από τις πόλεις άρχισε να σφίγγει και η κατάσταση να χειροτερεύει δραματικά. Χιλιάδες πρόσφυγες κατέκλυζαν την Καβάλα, προσπαθώντας να μεταβούν απέναντι στη Θάσο, ενώ ο προσωρινός διοικητής του Σώματος συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος – οι στρατηγοί ήταν όλοι (!) απόντες – με απεγνωσμένες καθημερινές εκκλήσεις προς το εθνικό κέντρο, το οποίο προκλητικά κώφευε, αναζητούσε τρόπους να εξασφαλίσει τρόφιμα στους πανικόβλητους κατοίκους και να προστατεύσει τους περικυκλωμένους στρατιώτες. [8] Η σκλήρυνση αυτή της βουλγαρικής στάσης οφειλόταν στην αλλαγή της στρατιωτικής ηγεσίας στο Βερολίνο, καθώς το υπό τους Hindenburg και Ludendorff νέο επιτελείο θεωρούσε πλέον την Ελλάδα «χαμένη υπόθεση», δίνοντας το πράσινο φως για την κατάληψη της Καβάλας και ολόκληρης της περιοχής, παρά τις προ τριών μόλις εβδομάδων παρασχεθείσες εγγυήσεις. [9]
Και ενώ η Αντάντ από την άλλη πλευρά, θεωρώντας ότι επρόκειτο για συμπαιγνία Αθηνών Βερολίνου, απέκλειε το λιμάνι της Καβάλας και κατάσχεσε την πιο κρίσιμη στιγμή – «για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού» – το μοναδικό ασύρματο της ελληνικής διοίκησης, ο Χατζόπουλος, πλήρως αποκομμένος, πιεζόταν αφόρητα από το Γερμανό αξιωματικό – τον κομιστή των αποφάσεων του Γερμανού στρατάρχη– να εγκαταλείψει πάραυτα την πόλη, χωρίς να του επιτραπεί να συνεννοηθεί με τους προϊσταμένους του, καθώς «σε περίπτωση άρνησης» θα ανοιγόταν «αμέσως πυρ εναντίον της Καβάλας». [10] Ο Έλληνας διοικητής τότε, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της βουλγαρικής αιχμαλωσίας, απευθύνθηκε προσωπικά στον ίδιο τον Hindenburg, ζητώντας τη μεταφορά του Σώματος μαζί με τον εξοπλισμό του στη Γερμανία, όπου και ως «ουδέτερο» θα παρέμενε φιλοξενούμενο μέχρι το τέλος του πολέμου. [11]

Αναμένοντας τη γερμανική απάντηση, αποτάθηκε ταυτόχρονα και στους Άγγλους, ύστερα από εσπευσμένη σύγκληση του πολεμικού συμβουλίου του Σώματος, το οποίο προέκρινε την παράδοση στους Συμμάχους, υπό την προϋπόθεση ότι οι μονάδες θα μεταφέρονταν με πλοία σε λιμάνι της Παλαιάς Ελλάδας. [12] Έτσι το βράδυ της ίδιας ημέρας ολόκληρη η φρουρά της Καβάλας με πλήρη εξάρτυση και έχοντας εντολή επιβίβασης, συγκεντρώθηκε στο λιμάνι. Μόλις όμως έκαναν την εμφάνισή τους τα συμμαχικά πλοία, έντονοι διαπληκτισμοί μεταξύ του φιλοβασιλικού Χατζόπουλου, αξιωματικών της Εθνικής Αμύνης που τα συνόδευαν και του Βρετανού πλοιάρχου, που επέτρεπε την επιβίβαση μόνο σε εθελοντές του κινήματος της Θεσσαλονίκης, οδήγησαν τελικά στην υπαναχώρηση του διοικητή και στη ματαίωση του εγχειρήματος την τελευταία στιγμή. [13] Ο Χατζόπουλος, όταν βρέθηκε την κρίσιμη στιγμή μπροστά στο δίλημμα να παραδοθεί στους Γερμανούς, με ευνοϊκούς έστω όρους, ή να προσχωρήσει παρά τη θέλησή του στη βενιζελική Εθνική Άμυνα, προτίμησε το πρώτο.
Και ενώ μετά το θετικό τηλεγράφημα του Γερμανού στρατάρχη, ξεκινούσε υπό αφόρητη χρονική πίεση, «για να μην υπάρξει περιθώριο επικοινωνίας», [14] η πορεία των μονάδων προς τη Δράμα, τον πρώτο σταθμό του μεγάλου ταξιδιού, η Αθήνα – ειδοποιημένη από τους Άγγλους – τότε μόλις ξυπνούσε από το λήθαργο και φοβούμενη εσωτερικές και διεθνείς επιπτώσεις, διέτασσε – μέσω των Βρετανών – τη μεταγωγή των δυνάμεων στο Βόλο. Ήταν όμως πολύ αργά. Η πορεία είχε ήδη ξεκινήσει. [15]
Φωτογραφία από τις ηχογραφήσεις στο στρατόπεδο Γκαίρλιτς. Ο 23χρονος λυράρης και βιολάτορας Μιχάλης Πολυχρονάκης πραγματοποιεί μία από τις παλιότερες ηχογραφήσεις κρητικής μουσικής παγκοσμίως.

 Φωτογραφία από τις ηχογραφήσεις στο στρατόπεδο Γκαίρλιτς. Ο 23χρονος λυράρης και βιολάτορας Μιχάλης Πολυχρονάκης πραγματοποιεί μία από τις παλιότερες ηχογραφήσεις κρητικής μουσικής παγκοσμίως.
Η μεταφορά σε γερμανικό έδαφος ενός σημαντικού τμήματος του στρατού μιας ουδέτερης χώρας προκάλεσε τον αποτροπιασμό της Αντάντ και του ουδέτερου κόσμου, ενώ έγινε φυσικά αποδεκτή με διθυραμβικά σχόλια από το σύνολο του γερμανικού Τύπου. Ο Ludendorff – παρά την εκφρασμένη αντίθετη επιθυμία του Χατζόπουλου – έδωσε διαταγή για επίσημη παλλαϊκή υποδοχή (παρελάσεις, στρατιωτικές μπάντες, επιγραφή «ΧΑΙΡΕΤΕ» και γιρλάντες στο ανακαινισμένο στρατόπεδο), «για να διαδοθεί στην Ελλάδα κατανόηση και συμπάθεια για τη γερμανική υπόθεση». [16] Αλλά με πραγματικό και γνήσιο ενθουσιασμό υποδέχτηκαν τη χαρμόσυνη είδηση οι ισχυροί τότε κύκλοι των φιλελλήνων. «Ο πόλεμος έφερε την Ελλάδα αιφνίδια και ορμητικά στο επίκεντρο του γερμανικού ενδιαφέροντος», [17] διαπίστωνε ο διάσημος τότε βυζαντινολόγος καθηγητής August Heisenberg, πυροδοτώντας την αναβίωση ενός – βραχύβιου έστω – κλίματος φιλελληνισμού, έναν πραγματικό «μήνα του μέλιτος» στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις. Μεταξύ άλλων έκανε την εμφάνισή της και η πρώτη ημιεπίσημη οδηγία – με τον ενδεικτικό τίτλο «Εμπρός για τη Ελλάδα» – υπέρ του ανύπαρκτου τότε ελληνικού τουρισμού! [18]
Το στρατόπεδο Γκαίρλιτς
Το στρατόπεδο Γκαίρλιτς
Βεβαίως, η επίσημα προβαλλόμενη εικόνα της Ελλάδας ήταν εξαιρετικά μονόπλευρη και επιλεκτική: Οι «φίλοι» μας «κωνσταντινικοί» από τη μια, και οι αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι «ραδιούργοι βενιζελικοί» από την άλλη. Εικόνα που επρόκειτο να διατηρηθεί αμετάβλητη επί πολλές δεκαετίες, μέχρι τη γερμανική κατοχή. [19] Κατακλύστηκε τότε η μικρή πόλη της Σιλεσίας από κορυφαίους καθηγητές, ελληνομαθείς διπλωμάτες και εμπόρους, που κατέφθαναν από όλα τα μήκη και πλάτη της Γερμανίας με ποικίλα κίνητρα και αποστολές. [20] Μοναδική ήταν εξάλλου η ευκαιρία για τη διενέργεια ερευνών σε ελληνικού ενδιαφέροντος αντικείμενα, καθώς για πρώτη φορά υπήρχε έμψυχο υλικό άφθονο, συγκεντρωμένο και πρόθυμο στην υπηρεσία των αναπτυσσόμενων την εποχή εκείνη νεοελληνικών σπουδών. Έτσι – εν μέσω του φονικότερου πολέμου που είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα – στο ελληνικό στρατόπεδο πραγματοποιήθηκαν μελέτες, διατριβές και μοναδικές ηχογραφήσεις μουσικής και διαλέκτων από όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου, που μόλις σήμερα βγαίνουν σταδιακά στο φως, προκαλώντας το ζωηρό ενδιαφέρον των ειδικών και όχι μόνο. Μεταξύ των καταγραφών ανακαλύφθηκε και η πρώτη εγγραφή ρεμπέτικου με συνοδεία μπουζουκιού παγκοσμίως. [21]

Θετική και μακροχρόνια επίδραση είχαν τα μαθήματα γερμανικών για αξιωματικούς και για 700 εγγράμματους στρατιώτες, συγκροτημένα συστηματικά και με υψηλότατο επίπεδο διδασκαλίας, όπου συμμετείχε η αφρόκρεμα των νεοελληνιστών καθηγητών. [22] Ένας από αυτούς, ο αρχαιολόγος Jacobsthal, σε περιοδεία του ανά την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, έψαχνε παντού για «Γκορλιτσιώτες», όπως ονομάζονταν τότε οι επανακάμψαντες, προκειμένου να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τους «πλούσιους καρπούς», που είχε αποδώσει η μακρόχρονη παραμονή του Σώματος και κυρίως το σχολείο γερμανικών στις αμοιβαίες σχέσεις.

Καρτ - ποστάλ με 3 στιγμιότυπα από την άφιξη του 4ου σώματος στρατού στο Γκέρλιτς, το Σεπτέμβριο του 1916.
Καρτ – ποστάλ με 3 στιγμιότυπα από την άφιξη του 4ου σώματος στρατού στο Γκέρλιτς, το Σεπτέμβριο του 1916.


Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Νέα του Γκέρλιτς (Goerlitz)», στις 3 Νοεμβρίου 1916, που εκδιδόταν στην ομώνυμη πόλη όπου είχαν μεταφερθεί οι περίπου 7.000 άνδρες του Δ΄ Σώματος Στρατού.Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Νέα του Γκέρλιτς (Goerlitz)», στις 3 Νοεμβρίου 1916, που εκδιδόταν στην ομώνυμη πόλη όπου είχαν μεταφερθεί οι περίπου 7.000 άνδρες του Δ΄ Σώματος Στρατού.
Το ξεχασμένο σήμερα επεισόδιο του Γκαίρλιτς επηρέασε και διαμόρφωσε την εικόνα πολλών Ελλήνων για τη γερμανική κοινωνία της εποχής. Σε αυτό συνέβαλαν και οι λιγοστοί μεν αλλά εξαιρετικά φιλόδοξοι νεαροί Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενοι, που βρέθηκαν τυχαία – ως απλοί στρατιώτες ή αξιωματικοί – στο απομονωμένο στρατόπεδο της Γερμανίας. Διάσημοι πολλοί από αυτούς αργότερα – όπως ο σπουδαίος άνθρωπος του θεάτρου Βασίλης Ρώτας – έδωσαν εκεί τα πρώτα δείγματα γραφής της τέχνης τους, δεχόμενοι ταυτόχρονα επιρροές στη μετέπειτα πορεία τους. [23] Εκεί εκδόθηκαν οι πρώτες ποιητικές συλλογές τους, δοκίμια και χρονογραφήματα βγαλμένα από την πένα τους είδαν το φως της δημοσιότητας, ενώ σημαντικά έργα ζωγραφικής ξεπέρασαν κατά πολύ τα όρια της μικρής πόλης. [24] Σημείο αναφοράς και χώρος συνάντησης ήταν η μικρή ελληνική καθημερινή εφημερίδα (Τα Νέα του Görlitz αρχικά, τα Ελληνικά Φύλλα στη συνέχεια). [25] Κυρίως το πρώτο διάστημα, προτού η εξέλιξη των γεγονότων στην Ελλάδα και το βάθεμα του διχασμού βάλει φρένο στη δημιουργική προσπάθεια. Μπορούμε ίσως να μιλήσουμε για μια ιδιόμορφη προσέγγιση υπό τη σκιά του φοβερού πολέμου και στο πεδίο του πολιτισμού.
Αμέτρητα ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς. Δύσκολη και αντιφατική ωστόσο η σχέση με τους απλούς ανθρώπους του Γκαίρλιτς, καθώς δύο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους και τόσο διαφορετικοί, προσέγγιζαν για πρώτη φορά ο ένας τον άλλο υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Η παρουσία χιλιάδων νέων ανθρώπων σε μια πόλη των 90.000 κατοίκων γινόταν ιδιαιτέρως αισθητή και της έδινε ασυνήθιστη ζωντάνια. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων το κέντρο της πόλης με τα στέκια των στρατιωτών και τις πάμπολλες ελληνικές επιγραφές, παρουσίαζε όψη ελληνικής επαρχιακής πόλης. Ωστόσο, τα πράγματα πίσω από τη βιτρίνα δεν ήταν καθόλου ειδυλλιακά. Ο ασυνήθιστα βαρύς χειμώνας σε συνδυασμό με τη μονόπλευρη, ελλιπέστατη και ασυμβίβαστη με ελληνικές γεύσεις διατροφή, προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία τους. [26] Μεγάλη ήταν εξάλλου η δυσαρέσκεια του τοπικού πληθυσμού, που έβλεπε με ανησυχία τους αξιωματικούς που, με τους μισθούς που εξακολουθούσαν να εισπράττουν άδειαζαν τα καταστήματα από το λιγοστό εμπόρευμα, ανεβάζοντας τις τιμές στα ύψη. Αλλά και το βραδινό «σουλατσάρισμα» στους δρόμους, πριν από τις αθρόες αποστολές εργασίας, δεν δημιουργούσε πάντα φιλικά συναισθήματα.

Έλληνες στρατιώτες στο Γκαίρλιτς. Αρχείο: Κατσαρού-Νασιάκου Μαρία.
Έλληνες στρατιώτες στο Γκαίρλιτς. Αρχείο: Κατσαρού-Νασιάκου Μαρία.

Το γεγονός όμως που δημιούργησε τις μεγαλύτερες αντιζηλίες ήταν η εντυπωσιακή επιτυχία των Ελλήνων στο γυναικείο πληθυσμό. Σε καιρούς λειψανδρίας το αυξημένο ενδιαφέρον των γυναικών προς τους «εξωτικούς» τότε και ηλιοκαμένους νέους του νότου, εκδηλωνόταν ποικιλοτρόπως. Το ζήτημα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Γινόταν λόγος ακόμα και για αρνητικές επιπτώσεις στο ηθικό των Γερμανών στρατιωτών στο μέτωπο. Τίποτε δεν μπόρεσε ωστόσο να ανακόψει τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των αρραβώνων και γάμων και εκατοντάδες οι γυναίκες του Γκαίρλιτς, που όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής, ήταν έτοιμες και αποφασισμένες να ζήσουν τον ελληνικό τους «μύθο». Οι δυσκολίες όμως που συνάντησαν στη γεμάτη καχυποψία και μίσος εποχή ήταν ανυπέρβλητες. Οι περισσότερες γύρισαν πίσω αποκαρδιωμένες. [27]

Στιγμές καθημερινής ζωής στο Γκαίρλιτς. Αρχείο: Κατσαρού-Νασιάκου Μαρία.
Στιγμές καθημερινής ζωής στο Γκαίρλιτς. Αρχείο: Κατσαρού-Νασιάκου 

Ο Μιλτιάδης Χατζής, του Αποστόλου και της Αικατερίνης, ο οποίος γεννήθηκε στους Σοφάδες Καρδίτσας το 1893 (αριθμός μητρώου αρρένων Νο. 24)υπηρέτησε ως υπολοχαγός και στη συνέχεια ως λοχαγός, σε διάφορα μέτωπα της Ελλάδος, ξεκινώντας από τα Τρίκαλα, τον Μάιο του 1913, με κατεύθυνση τη Μακεδονία. Το 1916, οδηγήθηκε ως αιχμάλωτος στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας, πιθανότατα ως στρατιώτης του Δ΄ Σώματος Στρατού Καβάλας, το οποίο παραδόθηκε αύτανδρο στους Γερμανούς. Η Κα Κατσαρού – Νασιάκου προσκόμισε φωτογραφίες από το πατρικό της σπίτι, τις οποίες είχε στείλει ο Μιλτιάδης Χατζής (αδελφός της μητέρας της) στους γονείς του, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του στο Γκαίρλιτς. Οι φωτογραφίες αυτές απεικονίζουν σκηνές εργασίας και διασκέδασης από την καθημερινή ζωή των στρατιωτών, όπως τις εργασίες των αξιωματικών στην τοπική εφημερίδα και βαρκάδα στον ποταμό Νάισε. Αλλού, παρουσιάζονται να παίζουν όργανα μουσικής (κιθάρα, ακορντεόν και βιολί). Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κυρίας Κατσαρού – Νασιάκου, στο Γκαίρλιτς έγιναν ηχογραφήσεις μουσικών οργάνων και, για πρώτη φορά παγκοσμίως, έλαβε χώρα η ηχογράφηση ενός μπουζουκιού, τον Ιούλιο του 1917. Μετά το Γκαίρλιτς, ο Μιλτιάδης Χατζής επέστρεψε στην Ελλάδα, πιθανότατα στα Χανιά, ωστόσο, δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για την τύχη του.
Ο Μιλτιάδης Χατζής, του Αποστόλου και της Αικατερίνης, ο οποίος γεννήθηκε στους Σοφάδες Καρδίτσας το 1893 (αριθμός μητρώου αρρένων Νο. 24)υπηρέτησε ως υπολοχαγός και στη συνέχεια ως λοχαγός, σε διάφορα μέτωπα της Ελλάδος, ξεκινώντας από τα Τρίκαλα, τον Μάιο του 1913, με κατεύθυνση τη Μακεδονία. Το 1916, οδηγήθηκε ως αιχμάλωτος στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας, πιθανότατα ως στρατιώτης του Δ΄ Σώματος Στρατού Καβάλας, το οποίο παραδόθηκε αύτανδρο στους Γερμανούς. Η Κα Κατσαρού – Νασιάκου προσκόμισε φωτογραφίες από το πατρικό της σπίτι, τις οποίες είχε στείλει ο Μιλτιάδης Χατζής (αδελφός της μητέρας της) στους γονείς του, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του στο Γκαίρλιτς. Οι φωτογραφίες αυτές απεικονίζουν σκηνές εργασίας και διασκέδασης από την καθημερινή ζωή των στρατιωτών, όπως τις εργασίες των αξιωματικών στην τοπική εφημερίδα και βαρκάδα στον ποταμό Νάισε. Αλλού, παρουσιάζονται να παίζουν όργανα  μουσικής (κιθάρα, ακορντεόν και βιολί). Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κυρίας Κατσαρού – Νασιάκου, στο Γκαίρλιτς έγιναν ηχογραφήσεις μουσικών οργάνων και, για πρώτη φορά παγκοσμίως, έλαβε χώρα η ηχογράφηση ενός μπουζουκιού, τον Ιούλιο του 1917. Μετά το Γκαίρλιτς, ο Μιλτιάδης Χατζής επέστρεψε στην Ελλάδα, πιθανότατα στα Χανιά, ωστόσο, δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για την τύχη του.

Παρά το ειρηνικό περιβάλλον, οι ανθρώπινες απώλειες στο στρατόπεδο ήταν σημαντικές. Η φυματίωση και προς το τέλος η ισπανική γρίπη θέρισαν κυριολεκτικά τους εξασθενημένους από τις στερήσεις και το ασυνήθιστο ψύχος άνδρες. Τετρακόσιοι [28] περίπου άφησαν την τελευταία τους πνοή στη Γερμανία, ενώ βαθιά συγκίνηση προξένησε και ο αιφνίδιος θάνατος του σεβαστού στους στρατιώτες Χατζόπουλου.

Με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την εγκατάστασή του στην Ελβετία (Ιούνιος του 1917), η εποχή του ελληνο-γερμανικού ειδυλλίου παρήλθε οριστικά. Η συμμετοχή της επίσημης Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αλλά και η ύπαρξη ισχυρής μερίδας βενιζελικών στο Γκαίρλιτς, που άρχισαν πλέον να εκδηλώνονται, άλλαξε άρδην τα δεδομένα και μετέτρεψε την υπόθεση του «εχθρικού» πλέον στρατοπέδου σε διαρκή πονοκέφαλο.
Ταυτόχρονα, οι έως τότε επαρχιακοί στρατώνες μεταβλήθηκαν σε πανευρωπαϊκής εμβέλειας κέντρο επεμβάσεων και συνωμοσιών του εξόριστου βασιλικού περιβάλλοντος, που αδημονούσε για δράση. Μετά όμως την παταγώδη – και εν μέρει αιματηρή – [29] αποτυχία των βασιλικών σχεδίων, οι Γερμανοί ιθύνοντες απαίτησαν πλέον από τους Έλληνες την προσφορά παραγωγικής εργασίας, καθώς και εγγυήσεις για την πάταξη κάθε εχθρικής φιλοβενιζελικής δράσης. [30] Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν: 36 Έλληνες αξιωματικοί οδηγήθηκαν με την κατηγορία του βενιζελικού προπαγανδιστή σε «κανονικό» στρατόπεδο αιχμαλώτων στο
Βερλ της Βεστφαλίας (Ιανουάριος 1918), ενώ 5.000 στρατιώτες, ενταγμένοι σε πολυάριθμες εργατικές αποστολές, διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, προσφέροντας την εργατική τους δύναμη μέχρι το τέλος του πολέμου στην πολεμική κυρίως βιομηχανία. [31]

Ενθύμιο από το Γκαίρλιτς
Ενθύμιο από το Γκαίρλιτς
Ενθύμιο από το Γκαίρλιτς
Ενθύμιο από το Γκαίρλιτς

Στα παράδοξα του Γκαίρλιτς ανήκει και η αθρόα συμμετοχή των Ελλήνων στρατιωτών στη γερμανική επανάσταση των σπαρτακιστών το Νοέμβριο του 1918. Επηρεασμένοι από το διάχυτα ανατρεπτικό κλίμα της εποχής, αλλά και για δικούς τους ειδικούς λόγους, ήρθαν με ιδιαίτερη βιαιότητα σε ρήξη με τους αξιωματικούς, καθαίρεσαν το διοικητή και εξέλεξαν στρατιωτικά συμβούλια («ελληνικά «σοβιέτ» [32] του Γκαίρλιτς» θα ονομαστούν αργότερα), με κορυφαίο αίτημα την άμεση επιστροφή στην πατρίδα. Πρωτοφανή γεγονότα στα ελληνικά στρατιωτικά χρονικά, «φωτεινό παράδειγμα για τους φαντάρους, τους ναύτες και όλους τους εργαζόμενους της χώρας», θα γράψει ο Ριζοσπάστης 14 χρόνια αργότερα. [33] Γεγονότα όμως που, μετά τη διένεξη με τις γερμανικές αρχές, είχαν θλιβερή κατάληξη και έριξαν βαριά τη σκιά τους στην τελευταία πράξη του επεισοδίου, οδηγώντας τον κύριο όγκο των ανδρών σε άτακτη και περιπετειώδη φυγή. Χιλιάδες στρατιώτες εγκατέλειψαν άρον άρον τους στρατώνες και τους τόπους εργασίας, πασχίζοντας να διαφύγουν με κάθε μέσο, ακόμα και με τα πόδια, ατομικά πια ο καθένας ή σε μικρές ομάδες, προς τα πλησιέστερα σύνορα και από εκεί με οποιοδήποτε μέσο για την Ελλάδα. [34]

Οι ελληνικές δυνάμεις παρελαύνουν στο κέντρο της πόλης ενώ πλήθος κόσμου παρακολουθεί. Φωτογραφία από το εβδομαδιαίο περιοδικό Le Miroir, τεύχος 153, 29 Οκτωβρίου 1916. Πηγή: Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.
Οι ελληνικές δυνάμεις παρελαύνουν στο κέντρο της πόλης ενώ πλήθος κόσμου παρακολουθεί. Φωτογραφία από το εβδομαδιαίο περιοδικό Le Miroir, τεύχος 153, 29 Οκτωβρίου 1916. Πηγή: Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.

Αλλά η «Οδύσσεια» των ανδρών του Σώματος θα συνεχιστεί και μετά την πολυπόθητη παλιννόστηση. Βαρύς θα πέσει επί δικαίων και αδίκων ο πέλεκυς των διώξεων, οξύνοντας στο έπακρο τα πάθη του Εθνικού Διχασμού κατά τη διάρκεια μάλιστα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. [35]. Αποστρατείες, ανακρίσεις και εγκλεισμός σε ειδικό στρατόπεδο τους ανέμεναν άμα τη αφίξει τους, αλλά και εξορίες, εκτοπίσεις ακόμα και θανατικές καταδίκες, καθώς πολλοί κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν ως ριψάσπιδες. [36] Έτσι δημιουργήθηκε εκ των υστέρων ο μύθος του Γκαίρλιτς ως συνώνυμο εθνοπροδοσίας, που απεδείχθη μακροβιότατος και απετέλεσε σημείο έντονης διαμάχης των αντιμαχόμενων παρατάξεων κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Έκτοτε τα συμβάντα στη μακρινή Σιλεσία παραδόθηκαν στη λήθη. Δεν αποτελούσαν εξάλλου σελίδα δόξας για πολλούς από τους ιθύνοντες της εποχής. Για τους άνδρες όμως του Σώματος – θύματα και αυτοί της ατασθαλίας των τότε κυβερνώντων, όπως και όλοι οι κάτοικοι της ανατολικής Μακεδονίας – αλλά και για πολλούς από τους απογόνους τους, δεν επήλθε ποτέ η πολυπόθητη «κάθαρση» από την άδικη κατηγορία της προδοσίας. Ας ελπίσουμε ότι η παρούσα μελέτη, έναν περίπου αιώνα μετά τα συμβάντα, θα συμβάλει σε μια περισσότερο ψύχραιμη και νηφάλια επανεξέταση μιας από τις τραγικές πτυχές των προεκτάσεων του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα.

Ο κ. Γεράσιμος Αλεξάτος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.  Τη δεκαετία του 80 εργάσθηκε σε διευθυντικές θέσεις σε ελληνικές βιομηχανίες. Από το 1988 μέχρι πρόσφατα εργαζόταν ως ερευνητής-ελεγκτής εφευρέσεων στο Ευρωπαικό Κέντρο  Ευρεσιτεχνών στο Βερολίνο. Παράλληλα ασχολήθηκε  εντατικά και επί πολλά χρόνια με τη μελέτη, έρευνα, διαλέξεις και δημοσιεύσεις σε ειδικά ιστορικά θέματα ελληνογερμανικού ενδιαφέροντος. "Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919" είναι το πρώτο του βιβλίο. 

Υποσημειώσεις


[1] Politisches Archiv Auswärtiges Amt (PA AA), φάκελος R63156, εμπιστευτική επιστολή καθηγητού Γιάκομπσταλ προς το Σύλλογο για τους Γερμανούς του Εξωτερικού (Verein für das Deutschtum im Ausland), 1.2.1921·βλ. επίσης το άρθρο του ιδίου «Gorlitzioten» στην περιοδική έκδοση Hellas, Organ der Deutsch-Griechischen Gesellschaft, αρ. 1, 1921.
[2] Για περισσότερα βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΙΕΕ), τόμ. ΙΕ ́, Αθήνα 2000, σ. 8-55· Leon G., Greece and the Great Powers 1914-1917, Θεσσαλονίκη 1974·Theodoulou C., Greece and the Entente, Θεσσαλονίκη 1971 κ.τ.λ.
[3] PA AA, φάκελος R22197, 14.8.1916.
[4] Leon G., Greece and the Great Powers, σ. 380.
[5] Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, τόμ. Α’, σ. 133-136· Κυρομάνος (εκδ.), Η ιστορία τον Εθνικού Διχασμού κατά την αρθρογραφία των Ε. Βενιζέλον και I. Μεταξά, Αθήνα 2007, σ. 295-296.
[6] ΡΑ ΑΑ, φάκελος R22201, «Αναφορά περί της αναχωρήσεως των ελληνικών στρατευμάτων από την Καβάλα…» (αναφορά Χατζόπουλου), σ. 1· ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλ­κάνια, σ. 323-325.
[7] ΙΕΕ, σ. 37,40-41.
[8] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, σ. 145-146. ΡΑ ΑΑ, φάκελος R22201, αναφορά Χατζόπουλου, σ. 4.
[9] ΡΑ ΑΑ, φάκελος R22201,7.9.1916, 8.9.1916.
[10] Ό.π., 8.9.1916.
[11] Ό.π., αναφορά Χατζόπουλου, σ. 8-9.
[12] ΓΕΣ/ΔΙΣ, φάκελος 380/Δ/3, Πρωτόκολλον συνταχθέν εν Καβάλα 28.8/10.9.1916.
[13] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Υπόμνημα υπολ. πυροβολικού Βακά Δημητρίου επί των γεγονότων παραδόσεως της Καβάλας και λοιπής Ανατολικής Μακεδονίας εις Γερμανοβουλγάρους, σ. 33·PA AA, R22201, Αναφορά Χατζόπουλου, σ. 10-11·Κυρομάνος, Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού, σ. 306-311·Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα 1931, σ. 191-195·Στρατηγού Παγκάλου, Απομνημονεύματα, τόμ. Β ́, 1959, σ. 114-115.
[14] PAAA, R22201, 8.9.1916.
[15] Leon G., Greece and the Great Powers, σ. 400·Theodoulou C., Greece and the Entente, σ. 300. Όπως αναγράφεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΙΕΕ, τόμ. ΙΕ ́, σ. 82), ο ελληνικός πληθυσμός της Ανατολικής Μακεδονίας διώχθηκε συστηματικά, προκειμένου να επιτευχθεί ο εκβουλγαρισμός της περιοχής. Ας αναφερθεί ότι από τους 36.000 άνδρες κάθε ηλικίας που εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία, μόνο 17.000 κατάφεραν να επιζήσουν. Τέλη του 1918, όταν ο πόλεμος τελείωσε, επανήλθαν, πραγματικά ράκη, στις εστίες τους.
[16] PA AA, R22201, 22.9.1916.
[17] Heisenberg A., Neugriechenland, Leipzig 1919, σ. 3.
[18] Άρθρο του Dr. Dernburg B., Staatssekretär a.D. με τον τίτλο «Nach Griechenland» στην εφημερίδα Vossische Zeitung, 22.9.1916.
[19] Fleischer H., «Post Bellum, Das deutsche Venizelos-Bild nach dem 1. Weltkrieg» στο Gunnar Hering (εκδ.), Dimensionen griechischer Literatur und Geschichte, Φρανκφούρτη 2003, σ. 210-211.
[20] Εκτός από τους Heinsenberg και Jacobsthal στο Γκαίρλις εγκαταστάθηκαν τότε ο αρχαιολόγος Koch, ο βυζαντινολόγος Soyter, ο θεολόγος Weigel, ο ζωγράφος Schneiderfranken και πολλοί άλλοι. Ziebarth E., «Griechen in Deutschland», Hellas-Jahrbuch, 1937, σ. 73-74·Irmscher J., «Die Internierung des IV. Griechischen Armeekorps in Görlitz 1916-1918», στο Balcanica Posnaniensia, Πόζναν 1993, σ.154.
[21] Kratz D., Griechen in Görlitz 1916-1919. Studien zu akustischen Aufnahmen des Lautarchivs der Humboldt-Universität Berlin, διπλωματική εργασία, 8.3.2005. Bayerische Akademie der Wissenschaften (BΑdW), VII 466, φύλλο 4, συμφωνία μεταξύ Ακαδημιών Επιστημών Μονάχου και Βερολίνου.
[22] PA AA, φάκελος 72678, φύλλο 5, Kommandatur Görlitz, Griechen-Unterkunft, 30 Ιουνίου 1917.
[23] Εκτός από το Ρώτα, μεταξύ των «αιχμαλώτων-φιλοξενουμένων» βρέθηκαν ο επίσης ποιητής και άνθρωπος του Θεάτρου Λέων Κουκούλας, ο αργότερα δημοφιλής ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος, ο διάσημος στην Ιταλία ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης και άλλοι. Κατάλογος: Münchener Kunstausstellung, 1918, Kgl. Glaspalast, σ. 55.
[24] Στο Γκαίρλιτς, εκτός από την πρώτη ποιητική συλλογή του Ρώτα, εμφανίστηκε και το πρώτο από τα κατόπιν δημοφιλή «καραγκιόζικα» έργα του, που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους στρατιώτες. Δαμιανάκου Β. (επιμ.), Βίος και πολιτεία του Βασίλη Ρώτα, Αθήνα 1980, σ. 9·Καραγιάννης Θ., Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους, Αθήνα 2007, σ. 97·Χρονογράφημα «Καραγκιόζης», Νέα του Görlitz, αρ. 123, 17/30.3.1917.
[25] Στην έκδοση των εφημερίδων, αλλά και των φιλολογικού περιεχομένου Ημερολογίων και του δεκαπενθήμερου περιοδικού Εικονογραφημένη, καθοριστική ήταν η συμβολή του Λέοντα Κουκούλα, ο οποίος διεύρυνε εκεί σημαντικά τους μεταφραστικούς του ορίζοντες, εκδίδοντας και το πρώτο του δοκίμιο (Γράμματα από τη Γερμανία). Ζήρας Α. (εισαγ. -επιμ.), Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι, Αθήνα 1999, σ. 114-121.
[26] Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το εξής απόσπασμα από τη βιογραφία του Schneiderfranken: «Η κακή διατροφή που ήταν υποχρεωμένος (ο τότε διερμηνέας Schneiderfranken) να μοιράζεται με τους εγκλείστους (Έλληνες στρατιώτες) –αλεύρι αναμεμειγμένο με ξυλάλευρα– έγινε η αιτία μιας στομαχοεντερικής πάθησης που τον βασάνιζε σε όλη του τη ζωή», Lienert O., Bô Yin Râ 1876-1943, Lehre und Biographie, Βέρνη 1994, σ. 43. Αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τη διατροφή –με κάποια διάθεση ωραιοποίησης– στο αδημοσίευτο πόνημα του Helmut Scheffel, Das IV. Griechische Armeekorps, 15. Juli 1920, Ratsarchiv Görlitz (RatArch, Rep. II S. 227 No. 4 Reg.21 F54), σ. 17-22.
[27] Beck C. (εκδ.), «Die schönen Griechen von Görlitz», στο Die Frau und die Kriegsgefangenen, Νυρεμβέργη 1919, τόμ. Β ́, σ. 67-75.
[28] Ο ακριβής αριθμός δεν είναι γνωστός εξαιτίας της άτακτης και περιπετειώδους φυγής των περισσότερων στρατιωτών. Οι εκτιμήσεις των συγχρόνων τους κυμαίνονταν από 270 έως 400 (Scheffel, Das IV. griechische Armeekorps, σ. 30). Βλ. επίσης καταθέσεις μαρτύρων στη δίκη του Γκαίρλιτς, π.χ. Πατρίς και Εμπρός, 20.5/2.6.1920. Από την πρόσφατη εργασία του κ. Θεοδώρου Νημά – του επιμελητή του βιβλίου μου (Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919, εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2010) – προέκυψε πίνακας θανόντων με 317 ονόματα, χωρίς όμως να είναι ολοκληρωμένος.
[29] Το Φεβρουάριο του 1918 απεστάλησαν μυστικά στην Ελλάδα δύο ζεύγη έμπιστων και προσεκτικά επιλεγμένων – από απεσταλμένο της Ελβετίας – αξιωματικών του Γκαίρλιτς, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πελοπόννησο με γερμανικό υποβρύχιο. Αποστολή τους ήταν η μεταφορά οδηγιών του εξόριστου Κωνσταντίνου σε ανθρώπους του στο εσωτερικό και η συλλογή πληροφοριών. Η επιχείρηση όμως έληξε σύντομα και άδοξα. Το πρώτο ζεύγος συνελήφθη γρήγορα, καταδικάστηκε σε θάνατο επί κατασκοπία και εκτελέστηκε, ενώ οι άλλοι δύο κρύβονταν διαρκώς μέχρι το Νοέμβριο του 1920. PΑ ΑΑ, R22198, 10.9.1917. Ενεπεκίδης Π., Η δόξα και ο διχασμός, 31992, σ. 706-724.
[30] Bundesarchiv Berlin Berlin-Zehlendorf (BArch), R901/86713, Αναφορά Γκρότε προς τους προϊσταμένους του, 2.7.1917.
[31] BAdW, VII 466, φύλλα 23,24, 8.1.1918. BArch, R901/84665, 28.2.1918. ΕφημερίδαΕμπρός, 23.6/6.7.1920.
[32] Έθνος, 17/30.12.1918.
[33] Ριζοσπάστης, 23.7.1932.
[34] Ratsarchiv Görlitz (RatArch), Akten des Arbeiter- und Soldatenrates der Stadt Görlitz betr. 4. griechisches Armeekorps, nach Wenzel: S. 74 (Nr. 334), Rep. III, S. 219, Nr. 14, από αρ. φύλλου 1 (12.11.1918) έως αρ. 226 (10.12.1918). Stinas A., Mémoires. Un révolutionaire dans la Grèce du XX. Siècle, Montreuil 1990, σ. 37. Εφημερίδα Ελληνικά Φύλλα, αρ. 241, 13.11.1918. Εφημερίδα Vorwärts, 20.11.1918.
[35] Όπως αναφέρει ο τότε ο στενός συνεργάτης του Βενιζέλου και διοικητής της μεραρχίας Σμύρνης, στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν στα Απομνημονεύματά του (Αθήνα 1948, σ. 267-268), μόλις πληροφορήθηκε ότι οι επανελθόντες αξιωματικοί του Γκαίρλιτς «εκρατούντο εις ένα ξερόνησον (στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας) υποφέροντες παντοειδείς στερήσεις», ζήτησε αμέσως να τους εντάξει στη μεραρχία του. Όμως δεν εισακούστηκε. Δέχτηκε μάλιστα παρατηρήσεις, επειδή είχε προβιβάσει «μερικούς οπλίτας, έχοντας τα νενομισμένα προσόντα, και οι οποίοι ανήκον εις το σώμα του Γκαίρλιτς. Ως εκεί έφθανε η εμπάθεια».
[36] Η δίκη των αξιωματικών του Γκαίρλιτς διήρκεσε οχτώ εβδομάδες (9/22.5 έως 30.6/13.7.1920) και έληξε με οχτώ θανατικές καταδίκες, οι οποίες όμως δεν εκτελέστηκαν. Βλ. καθημερινά δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής.
 
Από:  istorikathemata.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου