''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Δεν θέλει την εξομολόγηση ο διάβολος – Κοινωνάμε, αλλά δεν κοινωνάμε!

Μιά δαι­μο­νι­σμέ­νη ο­μο­λο­γού­σε: “Ό­ταν ή­μουν 13 χρο­νών, έ­βο­σκα τα γε­λά­δια σε μιά ρε­μα­τιά και ε­κεί βλαστή­μη­σα τον Χρι­στό και τον αν­τί­χρι­στο και δαι­μο­νί­στη­κα, μπή­κε μέ­σα μου δαί­μο­νας. Α­πό τό­τε δεν είμαι κα­λά. Παν­τρεύ­τη­κα και με πή­γε ο άν­τρας μου στην Αγ­γλί­α, στην Γερ­μα­νί­α, σε ό­λους τους για­τρούς. Οι για­τροί δεν βρή­καν τί­πο­τα.

Δεν ξέ­ρουν ό­τι έ­χω δαί­μο­να. Τώ­ρα, με έ­φε­ρε και σε σέ­να”.
Τούς εί­πα, “ε­ξο­μο­λό­γη­ση και θεί­α Κοι­νω­νί­α” και φώ­να­ξε το δαι­μό­νιο: “Ε­σύ δεν τα λές κα­λά! Ε­κεί­νος ο άλ­λος ο πα­πάς (έ­νας άλ­λος Ι­ε­ρέ­ας εξ εγ­γά­μων που εί­χαν πά­ει πρω­τύ­τε­ρα) τα λέ­ει κα­λύ­τε­ρα. Μό­νο μεταλα­βιά (θεί­α Κοι­νω­νί­α), δεν χρει­ά­ζον­ται δι­α­βά­σμα­τα (ε­ξο­μο­λό­γη­ση) “.Εί­δα­τε, α­δελ­φοί μου, πως δεν την θέ­λει την ε­ξο­μο­λό­γη­ση ο δι­ά­βο­λος και ό­τι η θεί­α Κοι­νω­νί­α δί­χως ε­ξομο­λό­γη­ση δεν ω­φε­λεί σε τί­πο­τα».

«Κοινωνάμε, αλλά δεν κοινωνάμε»

Μιά κυ­ρί­α α­πό έ­να χω­ριό, ήρ­θε πρίν με­ρι­κά χρόνια να με δή. Μου εί­πε ό­τι ήρ­θε στις Ρο­βι­ές στο πανηγύρι και κα­τά το έ­θος κοι­νώ­νη­σε. Όμως, ε­νώ κα­τά­πι­ε το “ζμί” (ζουμί–αί­μα Κυ­ρί­ου), το “κοψί­δι” (ψίχα–σώ­μα Κυ­ρί­ου) έ­μει­νε κά­τω α­πό την γλώσσα και δεν μπο­ρού­σε να το κα­τα­πι­ή. Πή­γα­νε σε έ­να σπίτι, τους κέ­ρα­σαν κα­φέ και πα­ξι­μά­δι, τα έ­φα­γε, αλ­λά το κομ­μα­τά­κι δεν κα­τέ­βαι­νε. Το εί­πε στην γειτόνισ­σα και την πα­ρα­κά­λε­σε να το σκουν­τή­ση με το χέ­ρι της. Φύ­γα­νε α­πό τις Ρο­βι­ές. Στον δρό­μο είχα­νε ψω­μί και τυ­ρί και φά­γα­νε σε μιά πη­γή που στα­μα­τή­σα­νε. Αι­σθάν­θη­κε ό­τι εί­ναι α­κό­μα ε­κεί το ψιχου­λά­κι και αι­σθα­νό­ταν ό­τι μο­σχο­βο­λά­ει. Έ­βα­λε το δά­κτυ­λο και το σκουν­τού­σε και αυ­τό έ­βγαι­νε έ­ξω πά­λι στην γλώσ­σα της.Τι ή­ταν αυ­τό, π. Ι­ά­κω­βε; με ρώ­τη­σε.

Μή­πως εί­χες κα­νέ­να α­μάρ­τη­μα και πή­γες να κοι­νω­νή­σης και δεν ή­σουν ά­ξια και ι­κα­νή να πάς να κοινω­νή­σης; Μή­πως με καμ­μιά σου γει­τό­νισ­σα τα εί­χες χα­λά­σει;

Ναί, πα­πά μου! Ήρ­θε η κότ­τα της γει­τό­νισσας στην αυ­λή μου και την έ­δι­ω­ξα λέ­γον­τας “ί­σου! να φάς την νοι­κο­κυ­ρά σου, να ψο­φή­ση η νοι­κο­κυ­ρά σου!”. Και ύ­στε­ρα σαν να με φώ­τι­σε ο Θε­ός το βράδυ και μου εί­πε: “Δέν πάς να πά­ρης συγ­χώ­ρη­ση α­πό την γει­τό­νισ­σα;”. “Νά πά­ω”, εί­πα. Στον δρό­μο ό­μως που πή­γαι­να, μου εί­πε ο λο­γι­σμός: “Έ! δεν εί­ναι τί­πο­τα. Και η δι­κή μου πά­ει σε αυ­τήν και αυ­τής έρ­χε­ται σε μέ­να”.»Βλέ­πε­τε τι της εί­πε ο δι­ά­βο­λος; Και ε­νώ πή­γε να κοι­νω­νή­ση, δεν κοι­νώ­νη­σε, δι­ό­τι εί­χε κα­τα­ρα­στή την γει­τό­νισ­σά της».

«Καί μιά άλ­λη φο­ρά, έ­να παλ­λη­κά­ρι ήρ­θε να κοι­νω­νή­ση και δί­στα­ζα λί­γο μέ­σα μου να το κοι­νω­νή­σω. Φαί­νε­ται θα εί­χε κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κό κώ­λυμα. Ό­ταν, λοι­πόν, το κοι­νω­νού­σα, έ­νας πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος μονα­χός, α­ρε­τής άν­θρω­πος, εί­δε να φεύ­γη από την α­γί­α Λα­βί­δα μιά χρυ­σή λάμ­ψη, να περ­νά πά­νω α­πό το κε­φά­λι μου και να πά­η πά­νω στην α­γί­α Τράπε­ζα και κά­θησε ε­κεί. Με­τά την α­κο­λου­θί­α, μου το εί­πε ο μο­να­χός και μου εί­πε ό­τι το έ­βλε­πε (τό παλ­λη­κά­ρι) μαύ­ρο στο πρό­σω­πο.»Βλέ­πε­τε; Κοι­νω­νά­με αλ­λά δεν κοι­νω­νά­με!

Γι᾽ αυ­τό και οι μά­γοι και οι αι­ρε­τι­κοί με­ρι­κές φο­ρές συ­νι­στούν και θεί­α Κοι­νω­νί­α, αλ­λά φρον­τί­ζουν να μην (μάς αφήσουν νά) σκε­φτού­με (γιά) να προ­ε­τοι­μα­στού­με σωστά».

πηγή: https://www.elromio.gr , https://sfa-cryptochristian.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου