''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Η Απόλυτη απάντηση για όσους κατηγορούν την εκκλησία για την ''περιουσία'' της

                                           ΟΔΗΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΜΩΣΗΣ


Εὐάγγελος Π. Λέκκος
θεολόγος, νομικός

Ἡ ἀλήθεια
γιά τήν περιουσία, τή φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας
καί τή μισθοδοσία τῶν κληρικῶν της
 
Ἐκδοτική παραγωγή Τηλ. 210-34.76.090
© Εὐάγγελος Π. Λέκκος

3
Ἡ αὐτοκράτειρα
καί τό ἀμπελάκι τῆς χήρας
Ἡτακτική πού ἐφαρμόζει τό νεοελληνικό
Κράτος ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας κατά τά
180 ἔτη τοῦ ἐλεύθερου βίου του, θυμίζει τήν
πρακτική τῆς αὐτοκράτειρας τοῦ Βυζαντίου
Εὐδοξίας, ὅταν ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινου-
πόλεως ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστο-
μος (ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα): Ἐνῶ ἡ ἴδια κατεῖχε
ἀμέτρητο πλοῦτο καί πολλά κτήματα, μετά
τό θάνατο τοῦ πατρίκιου Θεόγνωστου, πού
ἡ ἴδια εἶχε ἐξορίσει, ἅρπαξε καί τήν περιου-
σία του, βυθίζοντας στή φτώχεια καί τή δυ-
στυχία τή χήρα καί τά ὀρφανά του. Ὁ ἱερός
Χρυσόστομος τά προστάτεψε εἰσάγοντάς τα
σέ ἐκκλησιαστικό ἄσυλο, δέν παρέλειψε ὅμως
μέ ἐπιστολή του νά στηλιτέψει τήν ἀνάλγητη
καί παράνομη συμπεριφορά τῆς αὐτοκράτει-
ρας, πράγμα πού ἀργότερα τοῦ στοίχισε καί
μία ἐξορία. Ἀλλά ποιός ὁ παραλληλισμός τῆς
τακτικῆς ἐκείνης μέ αὐτήν τοῦ νεοελληνικοῦ
Κράτους; Ἰδού:
Ἡ Ἑλλάδα ἔχει συνολική ἔκταση 131.957.400
4
στρεμμάτων. Ἀπό αὐτά, ἀγροτική γῆ, γεωργο-
κτηνοτροφικοῦ ἐνδιαφέροντος, εἶναι:
29.500.000 στρέμ. δάση (22%)
52.500.000 στρέμ. βοσκότοποι (40%)
39.500.000 στρέμ. γεωργική γῆ (30%).
Ἀπό τίς παραπάνω ἐκτάσεις, τά 61.441.900
στρέμματα ἀνήκουν κατά κυριότητα:
43.598.000 στό Δημόσιο
15.553.200 στήν Τοπική Αὐτοδιοίκηση
1.098.400 στίς Συνεταιρ. Ὀργανώσεις
1.292.300 στήν Ἐκκλησία.
Δηλαδή στήν Ἐκκλησία ποσοστιαία ἀνήκει
τό 1,4% τῶν δασικῶν ἐκτάσεων, τό 2,3% τῶν
βοσκοτόπων καί τό 2,19% τῆς γεωργικῆς γῆς
(ὅπου ὅμως τό Δημόσιο κατέχει τό 45,6% καί ἡ
Τοπική Αὐτοδιοίκηση τό 30,8%)*.
Καί ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα, κάθε
φορά πού τό Κράτος θέλει νά ἀπομακρύνει τήν
προσοχή τοῦ λαοῦ ἀπό τά δικά του προβλή-
ματα, «ξαναζεσταίνει» τό θέμα «ἐκκλησιαστική
περιουσία», μέ τή βοήθεια δέ μερικῶν Μέσων
* Τά στοιχεῖα προκύπτουν ἀπό τήν ἔγκυρη μελέτη-
ἔρευνα μέ τίτλο «Ἰδιοκτησιακό καθεστώς καί ἀξιοποίηση
τῆς ἀγροτικῆς γῆς στήν Ἑλλάδα» (τῶν Θ. Τσούμα καί Δ.
Τασιούλα), ἔκδοση τῆς Ἀγροτικῆς Τράπεζας, Ἀθήνα 1986,
μέ πολλούς πίνακες καί στατιστικά στοιχεῖα.
5
Ἐνημέρωσης ἤ ἄλλων παραγόντων πού διά-
κεινται ἐχθρικά πρός τήν Ἐκκλησία ἤ δέν εἶναι
ἐπαρκῶς ἐνημερωμένοι, καλλιεργοῦν τό κλίμα
καί προετοιμάζουν τό ἔδαφος γιά τήν τελική
–ὅπως ἐλπίζουν– ἐπέλαση, μέ σκοπό νά ἁρπά-
ξουν ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπό τήν περουσία αὐτή, γιά
νά τή μοιράσουν δῆθεν στούς ἀκτήμονες. Νά
μοιράσουν τό συνολικά 1,96% τῆς Ἐκκλησίας,
ἀφήνοντας ἀνέπαφα τά 60.443.500 στρέμματα
τοῦ Δημοσίου, τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης καί
τῶν Συνεταιρισμῶν! Νά πάρει δηλαδή ἡ αὐτο-
κράτειρα Εὐδοξία καί τό ἀμπελάκι τῆς χήρας
μάνας, ἐνῶ ἡ ἴδια δέν ξέρει τί ἔχει, ποῦ τό ἔχει
και τί τῆς ἀποδίδει...
Ἄς ἐκθέσουμε ὅμως –ἔστω καί μέ συντο-
μία– ὅλες τίς πτυχές τοῦ θέματος «ἐκκλησι-
αστική περιουσία», γιά νά ἀποκαλυφθοῦν τά
ψέματα πού συνδέονται μέ αὐτό, ἀλλά καί ἡ
ἀλήθεια πού καταρρίπτει τόν καλά καλλιεργη-
μένο μύθο γιά τήν «ἀμύθητη» περιουσία πού
δῆθεν βρίσκεται στήν κατοχή καί κυριότητα
τῆς Ἐκκλησίας.
6
Ἀπαραίτητες διευκρινίσεις
Ἀρχίζοντας, ἀπαντοῦμε στά εὔλογα ἐρω-
τήματα καλοπροαίρετων πολιτῶν, ὅπως
τά ἑπόμενα:
1. Δικαιοῦται ἤ ταιριάζει στήν Ἐκκλησία
νά ἔχει περιουσία;
Ἀδίστακτα λέμε ναί. Ὅπως ὁ κάθε ἄνθρω-
πος, ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα, δέν ζεῖ μόνο
μέ κάθε λόγο πού βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά καί μέ ψωμί (πρβλ. Λουκ. 4,4), δη-
λαδή ἔχει ἀνάγκη καί ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά, ἔτσι
καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς θεανθρώπινος
ὀργανισμός ἔχει ἀποστολή νά ἐπιτελέσει ὄχι
μόνο πνευματικό ἀλλά καί κοινωνικό ἔργο. Γιά
τό ἔργο αὐτό ἀπαιτοῦνται ἀφοσιωμένα πρό-
σωπα καί ὑλικά μέσα, κατά τό παράδειγμα
καί τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὁποῖος δέν
ἀρκέστηκε νά ἐπιλέξει καί νά προετοιμάσει γιά
τό ἔργο Του τούς Ἀποστόλους, ἀλλά ὅρισε νά
ὑπάρχει στήν ὁμάδα τῶν Δώδεκα καί ταμεῖο
(«γλωσσόκομον»). Τά χρήματά του χρησιμο-
ποιοῦνταν –χωρίς τό φρόνημα τῆς καταδικα-
στέας φιλαργυρίας– γιά τίς καθημερινές τους
ἀνάγκες καί γιά τήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν
(Ἰω. 12, 5-7). Ὁ Κύριος ἔθρεψε τούς πεντακισ-
7
χιλίους στήν ἔρημο, εὐλογώντας τούς πέντε
ἄρτους καί τούς δύο ἰχθύας, ἔδωσε ὅμως καί
τήν ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν τά περισσεύ-
ματα τῶν κλασμάτων (Ματθ. 14, 15-21. Λουκ.
9, 12-17). Ἀπό τό ταμεῖο τῆς ὁμάδας ἑτοιμά-
στηκε τό πασχάλιο δεῖπνο (Λουκ. 22, 7-14).
Καί ὅταν ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία, μετά τήν Πε-
ντηκοστή, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι συγκεντρώνουν
καί διαχειρίζονται ὑπεύθυνα τίς προσφορές
τῶν πιστῶν γιά τίς ἀνάγκες τῆς κοινότητας
τῶν χριστιανῶν (Πράξ. 4,3 ἑξ.). Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος μέ τή «λογία» στηρίζει τούς ἀναξιοπα-
θοῦντες καί καθιερώνει τήν ὑλική ἀμοιβή τῶν
ἱερέων πού ἔπρεπε νά ζοῦν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου
τό ὁποῖο κήρυτταν (Α΄ Κορ. 9, 7-14).
Τό παράδειγμα καί τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ
καί τῶν Ἀποστόλων ἀκολούθησαν οἱ ἀποστο-
λικοί καί οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες, πού δέν
εἶχαν ὡς χριστιανοί καί ποιμένες μόνον ὑπο-
χρεώσεις ἀλλά καί δικαιώματα. Ὀργάνωσαν
τό φιλανθρωπικό ἔργο. Μερίμνησαν γιά τήν
κάλυψη τῶν πνευματικῶν καί τῶν ὑλικῶν
ἀναγκῶν. Ἀνήγειραν ὄχι μόνο ναούς ἀλλά καί
κτίρια γιά τή στέγαση τῶν κοινωνικῶν δρα-
στηριοτήτων. Καί μέ δωρεές τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας καί προσωπική ἐργασία χριστιανῶν,
σταδιακά ἀποκτήθηκε κινητή καί ἀκίνητη πε-
8
ριουσία, ἄρα εὐκολύνθηκε τό φιλανθρωπι-
κό της ἔργο. Παρά τίς κατά καιρούς ἐχθρικές
ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας διαθέσεις τῆς κρατικῆς
(ἀρχικά ρωμαϊκῆς, ἀργότερα βυζαντινῆς καί
ὀθωμανικῆς) ἐξουσίας, ἡ Ἐκκλησία διατήρησε
ἤ καί αὔξησε (ὅπως θά ἐκτεθεῖ στή συνέχεια)
τήν περιουσία της, ἐνῶ τόσο μέ ἱερούς κανό-
νες (Ἀποστολικές Διαταγές Β΄ 24, Ἀποστολικοί
Κανόνες ΛΗ΄ καί ΟΗ΄, Συνοδικούς: ΙΕ΄ Ἀγκύρας,
ΚΔ΄-ΚΕ΄ Ἀντιοχείας, ΚΣΤ΄ καί ΛΓ΄ Καρθαγένης,
ΚΔ΄ Χαλκηδόνος κ.λπ), ὅσο καί μέ κρατικούς
νόμους καί διατάξεις ἡ περιουσία αὐτή ἀπέ-
κτησε τό στοιχεῖο τοῦ «ἀναπαλλοτρίωτου» καί
μάλιστα «εἰς τό διηνεκές» (γιά πάντα).
2. Σέ ποιόν ἀνήκει καί πῶς διοικεῖται;
Εἶναι λάθος νά νομίζουν μερικοί ὅτι ἡ περιου-
σία αὐτή ἀνήκει στήν Ἱερά Σύνοδο, τόν Ἀρχι-
επίσκοπο, τούς Μητροπολίτες ἤ τούς ἡγουμέ-
νους τῶν Μονῶν. Διότι ὅταν λέμε ἐκκλησια-
στική περιουσία, γενικῶς, ἐννοοῦμε τό σύνολο
τῆς περιουσίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν
προσώπων, δηλαδή τῶν 96 Μητροπόλεων
τῆς Ἑλλάδος, πέντε ἤ ἕξι ἑκατοντάδων Μο-
ναστηριῶν, 9.024 χιλιάδων ἐνοριακῶν Ναῶν,
ἀρκετῶν Προσκυνημάτων καί τῶν κεντρικῶν
Ὀργανισμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτά, σύμ-
9
φωνα μέ τή διάταξη τοῦ Νόμου 590/1977
«Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος», «κατά τάς νομικάς αὐτῶν σχέ-
σεις» ἀποτελοῦν νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου. Καί ὡς νομικά πρόσωπα διοικοῦνται
ἀπό Συμβούλια πού συγκροτοῦνται ὅπως οἱ
νόμοι τοῦ Κράτους ὁρίζουν. Ἄν μάλιστα ἐξαι-
ρέσουμε τά Ἡγουμενοσυμβούλια, σέ ὅλα τά
ἄλλα μετέχουν καί λαϊκά Μέλη καί μάλιστα
κατά πλειοψηφία.
Ὅταν βέβαια γίνεται λόγος γιά τήν ἐκκλησι-
αστική περιουσία νοεῖται κυρίως ἡ μοναστηρι-
ακή (κινητή καί κυρίως ἀκίνητη). Αὐτή διακρί-
νεται στή «διατηρητέα» καί στήν «ἐκποιητέα» ἤ
«ρευστοποιητέα», ὅπως χαρακτηρίστηκε μέ νο-
μοθετήματα τοῦ 1930-31, ὅταν ἡ διοίκηση καί
διαχείριση τῆς «ἐκποιητέας» ἀνατέθηκε στόν
ΟΔΕΠ (Ὀργανισμό Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησια-
στικῆς Περιουσίας). Ἡ «διατηρητέα» παραμένει
στήν κυριότητα, νομή καί κατοχή τῶν Μονῶν.
3. Πῶς ἀποκτήθηκε; Ἡ Ἐκκλησία, ὡς θε-
ανθρώπινος ὀργανισμός, ὑπάρχει ἤδη ἐπί 20
αἰῶνες. Κανένα Κράτος ἤ ἄλλος θεσμός στόν
κόσμο δέν ἀριθμεῖ τόσο μακρό βίο. Θά κάνου-
με στό σημεῖο τοῦτο μία ἐντελῶς ἁπλή ἐρώτη-
ση, πού ἐμπεριέχει καί τήν ἀπάντηση: Σέ κάθε
10
ἐποχή, ἀκόμα καί στίς ἡμέρες μας –πρίν ξεσπά-
σει ἡ οἰκονομική κρίση– ἄν σέ μιά οἰκογένεια
ἐργάζονταν οἱ δύο σύζυγοι ἐπί 30 ἤ 35 χρόνια
καί εἶχαν συνετή διαχείριση τῶν χρημάτων μέ
τά ὁποῖα ἀμείβονταν, τό ἀποτέλεσμα δέν θά
ἦταν νά ἔχουν ἀποκτήσει τό σπίτι τους (ἔστω
διαμέρισμα), νά διαθέτουν ἕνα ἤ δύο αὐτοκί-
νητα, ἐξοχικό, νά ἔχουν κάποια κατάθεση σέ
Τράπεζα καί παράλληλα τά παιδιά τους νά
εἶχαν ἀποκτήσει καλή μόρφωση ἤ νά ἔχουν
ἀποκατασταθεῖ ἱκανοποιητικά; Ἄν λοιπόν δύο
ἐργαζόμενοι σύζυγοι μποροῦν νά ἀποκτήσουν
σέ 3 ἤ 4 δεκαετίες ἀξιόλογη περιουσία, γιατί
«ἀποροῦν» οἱ καλοθελητές καί ρωτοῦν πῶς ἡ
Ἐκκλησία σέ 20 αἰῶνες ἀπέκτησε τήν περιου-
σία αὐτή; Ἄς πληροφορηθοῦν λοιπόν:
Κατά τίς ἀπαρχές τῆς χριστιανικῆς πίστε-
ως, ὅλοι ὅσοι πίστεψαν εἶχαν μία καρδιά καί
μία ψυχή... Ὅλα τά εἶχαν κοινά... Ὅσοι εἶχαν
χωράφια ἤ σπίτια τά πουλοῦσαν, κι ἔφερναν
τό ἀντίτιμο αὐτῶν πού πουλοῦσαν, καί τό ἔθε-
ταν στή διάθεση τῶν ἀποστόλων (Πράξ. 4, 32.
34-35). Ἀργότερα, οἱ μοναχοί στίς ἐρημιές ἤ σέ
ἀπόμερα μέρη, ὅπου δέν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι,
καλλιέργησαν τίς γύρω περιοχές ἤ τίς χρησι-
μοποίησαν γιά τή βόσκηση οἰκόσιτων ζώων
ὥστε νά ἐξασφαλίζουν τά πρός τό ζῆν, καί
11
τά δικαιώματα πού ἀπέκτησαν στίς περιοχές
αὐτές κατοχυρώθηκαν στούς χρόνους τῆς βυ-
ζαντινῆς περιόδου, διατηρήθηκαν ἀπό τούς
ὀθωμανούς καί ἀναγνωρίστηκαν νομοθετικά
ἀπό τό νεοελληνικό Κράτος. Ἰδιαίτερα βέβαια
στό ἑλληνικό Βυζάντιο, ὁπότε ἄνθησε ὁ μονα-
χισμός, λόγω καί τῆς συναλληλίας στή σχέση
Ἐκκλησίας-Πολιτείας, εὐνοήθηκε ἡ ἀπόκτηση
ἐκ μέρους τῶν Μοναστηριῶν σημαντικῆς ἀκί-
νητης περιουσίας, κυρίως ἀπό δωρεές αὐτο-
κρατόρων, αὐλικῶν, στρατηγῶν κ.λπ., ἀρκε-
τοί ἀπό τούς ὁποίους ὑπῆρξαν καί κτίτορες
ἤ εὐεργέτες, ἀκόμα καί ἡγούμενοι μεγάλων
Μονῶν, ἀφοῦ πρῶτα παραιτήθηκαν ἀπό τίς
ἀνώτατες θέσεις τους.
Αὐτή ἡ περιουσία –πού καταλάμβανε ἐκτά-
σεις ἀκατοίκητες κατά κανόνα, ἀφοῦ τότε ὁ
πληθυσμός ἦταν ἀραιός– διατηρήθηκε ἤ καί
αὐξήθηκε στή διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς κυ-
ριαρχίας (15ος-19ος αἰῶνες), λόγω τῶν προ-
νομίων πού δόθηκαν ἀπό τόν Μωάμεθ τόν
κατακτητή στόν Πατριάρχη. Ὅπως ἀναφέρει
ὁ Γεώργιος Φραντζής (στόν Χρονικόν Μέγα,
3,11), ὁ Πατριάρχης ἦταν «ἀναίτητος καί ἀφο-
ρολόγητος καί ἀδιάσειστος ἀπό παντός ἐναντί-
ου, καί τέλους καί δόσεως, ... αὐτός τε καί οἱ
μετ’ αὐτόν Πατριάρχαι..., ὁμοίως καί πάντες οἱ
12
ὑποτεταγμένοι αὐτῷ Ἀρχιερεῖς». Καί ὄχι μόνον!
Διότι ἀκόμα καί σουλτάνοι καί ἄλλοι ὀθωμανοί
ἀξιωματοῦχοι, παραχωροῦσαν μεγάλες ἐκτάσεις
πρός διάφορα Μοναστήρια, ἐνῶ καί ἄτεκνοι
χριστιανοί ἄφηναν, σέ ἀρκετές περιπτώσεις, τά
κτήματά τους σέ ναούς ἤ μονές, μέ τόν ὅρο νά
μνημονεύεται τό ὄνομά τους «εἰς τόν αἰῶνα».
Μέ τήν περιουσία αὐτή τά Μοναστήρια
εἶχαν καί ἀξιοποίησαν τή δυνατότητα νά ἱδρύ-
σουν –σέ περιόδους χαλάρωσης τῆς σουλ-
τανικῆς ἐξουσίας– σχολεῖα μέ περίφημους
Δασκάλους τοῦ Γένους, νά διατηρήσουν τήν
ἑλληνική γλώσσα καί τά γράμματα, νά προ-
ετοιμάσουν καί νά στηρίξουν τήν Ἐθνεγερσία
τοῦ 1821. Μόνο τυχαῖο, λοιπόν, δέν ἦταν τό
ὅτι ἡ Ἐκκλησία, καί κυρίως τά πολλά Μονα-
στήρια πού ὑπῆρχαν στόν ἑλλαδικό χῶρο,
μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τήν ἵδρυση τοῦ
νεοελληνικοῦ κρατιδίου (1828), κατεῖχε νόμι-
μα τό 25% περίπου τῆς γῆς (βλέπε Πρακτικά
τῆς Ὁλομέλειας τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, Συ-
νεδρία 2.4.1987, σελ. 5076). Καί νά πῶς ἡ τότε
ὄντως ἀμύθητη περιουσία, πού ἀνῆκε κατά
κυριότητα, νομή καί κατοχή στήν Ἐκκλησία καί
τά Μοναστήρια της, σταδιακά καί μέ διάφορες
κρατικές πιέσεις, ἀπειλές, μεθοδεύσεις, ἀπαλ-
λοτριώσεις καί ἁρπαγές, ἀφαιρέθηκε:
13
4. Πῶς συντελέστηκε ἡ διαρπαγή της
α. Διάλυση 416 Μοναστηριῶν καί διαρ-
παγή τῆς περιουσίας τους. Ἡ ἀλλοεθνής καί
προτεσταντική Ἀντιβασιλεία τοῦ Ὄθωνος,
πρεσβεύοντας τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική
περιουσία ἀποτελεῖ θησαυρό πού κληροδο-
τήθηκε ἀπό τούς ... προγόνους στό ἑλληνικό
ἔθνος (!) καί διαγράφοντας τήν ἀνεκτίμητη
προσφορά τῶν Μοναστηριῶν στούς παλαιό-
τερους καί τούς νωπούς τότε ἀγῶνες, μέ βα-
σιλικά διατάγματα τοῦ 1833 καί 1834 διέλυσε
416 Μοναστήρια καί διέθεσε τήν κινητή καί
ἀκίνητη περιουσία τους γιά τήν ἵδρυση τοῦ
«Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου». Ἀλλά τό Ταμεῖο πού
ἵδρυσε λειτούργησε μέ τρόπο τόσο ἀδιαφανή
καί ἐπιπόλαιο, ὥστε τελικά σημειώθηκε διαρ-
παγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἐνῶ οἱ
ἐπιτήδειοι τῆς ἐποχῆς πωλοῦσαν στά παζάρια,
γιά λογαριασμό τους, τά ἱερά σκεύη, τά κειμή-
λια καί τά λείψανα ἁγίων (βλέπε Δικ. Βαγιακά-
κου, Συμβολή εἰς τήν ἐκκλησιασικήν ἱστορίαν
τῆς Μάνης, 1956, σ. 4 ἑξ.). Τό ἁμαρτωλό αὐτό
Ταμεῖο, τό 1843 (δηλαδή δέκα χρόνια μετά τήν
ἵδρυσή του) περιῆλθε στή διοίκηση καί διαχεί-
ριση τῆς ἐπί τῶν Οἰκονομικῶν Γραμματείας
τοῦ Κράτους καί οἱ πόροι του διατέθηκαν γιά
14
τήν τακτοποίηση δικῶν του ἀναγκῶν... Ἀκόμα
καί «ἅπαντα τοῦ Πανεπιστημίου [Ἀθηνῶν], τά
ἀναλώματα» (δαπάνες) καλύπτονταν ἀπό τό
Ταμεῖο τοῦτο, δηλαδή ἀπό τό ἀντίτιμο πώλη-
σης μοναστηριακῶν κτημάτων.
β. Ἀναγκαστική ἀπαλλοτρίωση τοῦ 1836.
Μέ τό Βασιλικό Διάταγμα τῆς 20.5/1.6.1836
«περί ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων» ἔγινε ἀνα-
γκαστική ἀπαλλοτρίωση (χωρίς καταβολή
ἀντιτίμου) καί ἄλλων τεραστίων σέ ἔκτα-
ση κτημάτων καί τῶν σέ λειτουργία Μονῶν,
δῆθεν «χάριν θεαρέστων ἔργων καί πρός οἰκο-
δομήν ἱερῶν καί ἀγαθοεργῶν καταστημάτων»
(βλέπε Κων. Μ. Ράλλη, Τό ἀναπαλλοτρίωτον
τῆς ἐκκλησ. περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51-
52). Στήν περιουσία πού ἀπέμεινε ἐπιβλήθηκε
βαρύτατη ἔμμεση φορολογία, πού ὅταν αὐτή
δέν ἦταν δυνατόν νά καταβληθεῖ, ὁδηγοῦσε σέ
δημόσιους πλειστηριασμούς!
γ. Ὁ «ἀγροτικός» καί ἄλλοι νόμοι τῆς β΄
καί γ΄ δεκαετίας τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἡ ἀπαλλο-
τριωτική ἐπιβολή τοῦ νεοελληνικοῦ Κράτους
σέ βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας συ-
νέχισε νά δείχνει τό ἀνάλγητο πρόσωπό της
καί κατά τά νεότερα χρόνια, ἰδιαίτερα δέ μετά
15
τούς βαλκανικούς πολέμους 1912-13. Ἔτσι, μέ
τούς Νόμους 1072/1917 καί 2050/1920 (γνω-
στόν ὡς «ἀγροτικό νόμο»), ἀλλά καί ἄλλους
πού ἀκολούθησαν (π.χ. 2189), ἐπιβλήθηκε ἡ
ἀναγκαστική ἀπαλλοτρίωση μοναστηριακῶν
κτημάτων, ἄλλοτε γιά τήν ἀποκατάσταση
προσφύγων ἤ ἀκτημόνων καί ἄλλοτε –ἀό-
ριστα– γιά λόγους «προφανοῦς ἀνάγκης καί
δημοσίας ὠφελείας». Καί ἐπειδή κατά κανόνα
οἱ ἀριθμοί εἶναι πιό εὔγλωττοι, σημειώνουμε
ὅσα ἀποκαλυπτικά ἀναφέρονται στό ὑπ’ ἀρ.
976/780/18.4.1947 ἔγγραφο τοῦ Ο.Δ.Ε.Π. πρός
τή Γεν. Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικοῦ τοῦ
ὑπουργείου Οἰκονομικῶν, γιά τό μέγεθος τῆς
ἀπαλλοτριωτικῆς ἐπιβολῆς τοῦ Κράτους: Ἀπό
τό 1917 ὥς τό 1930 ἀπαλλοτριώθηκαν ἐκκλη-
σιαστικές ἐκτάσεις ἀξίας ἄνω τοῦ 1.000.000.000
προπολεμικῶν δραχμῶν. Τό Κράτος καθόρισε
αὐτό τό ἀντίτιμο, κατέβαλε στό Γενικό Ἐκκλ.
Ταμεῖο τά 40 ἑκατομμύρια καί ὀφείλει ἀκόμα
τά 960! Ἄν τολμᾶ τό ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν
ἄς ὑπολογίσει τήν ἀνεξόφλητη αὐτή ὀφειλή
του, ἀνάγοντάς την σέ σημερινές τιμές μέ τίς
ἀνάλογες προσαυξήσεις τόκων κ.λπ.
16
δ. «Ρευστοποίηση» μέ τό Νόμο 4684/1931
καί καταποντισμός. Μέ τό Νόμο αὐτό τό Κρά-
τος ἐπέβαλε οὐσιαστικά τήν ἐκποίηση («ρευ-
στοποίηση») ἑνός ἀκόμα μεγάλου τμήματος
τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, παρά τίς ἀν-
τιρρήσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι εἰσπράχθηκε,
τοποθετήθηκε σέ «ἐθνικά χρεώγραφα καί χρη-
ματόγραφα» (μᾶς θυμίζουν μήπως τά σύγχρο-
να ὁμόλογα;), ἀλλά ἡ ἀξία τους ἐξανεμίστηκε,
σχεδόν στό σύνολό της, ὅταν ἡ ἐθνική μας
οἰκονομία καταποντίστηκε στή διάρκεια τοῦ
Β΄ παγκόσμιου πολέμου, τῆς ξενικῆς Κατοχῆς
καί τοῦ ἐμφυλίου πού ἀκολούθησε.
ε. Νέα πλήγματα καί ἡ Σύμβαση τοῦ 1952.
Ἡ Δ΄ Ἀναθεωρητική Βουλή (1946-50) καί ἡ εἰδι-
κή Ἐπιτροπή γιά τή σύνταξη Σχεδίου Συντάγ-
ματος, στό ἄρθρο 143 προέβλεπε τήν πλήρη
ἀπαλλοτρίωση ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς πε-
ριουσίας, χωρίς ἀντάλλαγμα! Πρόσχημα; Ἡ
ἀποκατάσταση ἀκτημόνων καλλιεργητῶν καί
γεωργοκτηνοτρόφων. Ἡ Ἱεραρχία ἀντέδρασε,
ἡ ἀπόπειρα ματαιώθηκε, ἀλλά τό Κράτος μέ
τό Ν.Δ. 327/1947 καί αὐτό τῆς 29.10.1949 ἐπέ-
φερε νέα πλήγματα. Ἡ κυβέρνηση Πλαστήρα,
ἐνῶ τό Σύνταγμα καί τοῦ 1952 ὅριζε ὅτι «ἐπι-
17
κρατοῦσα* θρησκεία ἐν Ἑλλάδι εἶναι ἡ Ἀνατο-
λική Ὀρθόδοξος», προέβαλε τήν ἀπαίτηση νά
παραχωρηθεῖ ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία στό
Κράτος, μέ τήν ἀπειλή μάλιστα διακοπῆς τῆς
μισθοδοσίας τῶν ἐφημερίων (περί τῆς ὁποίας
βλ. στή σελ. 22 ἑξ. τοῦ παρόντος).
Οἱ ἀφόρητες πιέσεις τοῦ Κράτους εἶχαν
ὡς ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα τήν ὑπογραφή
τῆς ἀπό 18.9.1952 «Συμβάσεως περί ἐξαγορᾶς
ὑπό τοῦ Δημοσίου κτημάτων τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός ἀποκατάστασιν
ἀκτημόνων καλλιεργητῶν καί ἀκτημόνων γε-
ωργικῶν κτηνοτρόφων», πού κυρώθηκε μέ τό
Β.Δ. τῆς 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). Ἡ Σύμβα-
ση αὐτή ἦταν ἐπαχθής γιά τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ
ὑποχρεώθηκε νά παραχωρήσει στό Κράτος τά
4/5 (80%) τῆς καλλιεργούμενης ἤ καλλιεργήσι-
μης ἀγροτικῆς περιουσίας της καί τά 2/3 τῶν
βοσκοτόπων. Τό ἀντάλλαγμα; Μόλις τό 1/3 τῆς
πραγματικῆς ἀξίας καί κάποια ἀστικά ἀκίνη-
τα/οἰκόπεδα.
Τό σημαντικό στοιχεῖο στή Σύμβαση αὐτή,
πού σκόπιμα παρασιωπᾶται γιά εὐνόητους λό-
* Τό Σύνταγμα αὐτό, ὅπως καί τά μεταγενέστερα,
ἀναγνωρίζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς «ἐπικρατοῦσα»
θρησκεία, ὄχι μέ ποσοτική «ἀλλά καί μέ ποιοτική ἔννοια,
ἀναφερομένη στήν πρόνοια αὐτοῦ νά παραμείνει ἐπικρα-
τοῦσα» (Κων. Ραμιώτης).
18
γους, ἀπό τούς καλοθελητές εἶναι ὅτι σ’ αὐτήν
περιέχεται ἡ διακήρυξη τοῦ Κράτους ὅτι ἡ ἐν
λόγω ἀπαλλοτρίωση εἶναι ἡ τελευταία καί
δέν πρόκειται νά ὑπάρξει νεότερη στό μέλ-
λον, ἐνῶ δεσμεύεται νά παρέχει καί κάθε ἀνα-
γκαία ὑποστήριξη (ὑλική καί τεχνική), ὥστε νά
μπορέσει ἡ Ἐκκλησία νά ἀξιοποιήσει τήν ἐλάχι-
στη ἐναπομείνασα περιουσία της.
Ἀλλά, δυστυχῶς, τό Κράτος ἀποδείχθηκε
καί στή δέσμευσή του αὐτή ἀναξιόπιστο. Διό-
τι μέ νέα διοικητικά μέτρα ὄχι μόνο δέν ὑπο-
στήριξε, ἀλλά δέν ἐπέτρεψε στήν Ἐκκλησία
νά ἀξιοποιήσει ὅ,τι τῆς ἀπέμεινε. Οἱ κρατικές
Ὑπηρεσίες, ἄλλοτε ἀμφισβητώντας τήν κυριό-
τητα, μέ τό νά ζητοῦν τίτλους κυριότητας ἀπό
ἐποχές πού τό Κράτος μας δέν ὑπῆρχε, ἄλλοτε
μή δεχόμενο τήν ἐγκυρότητα ἤ τήν ἰσχύ αὐτο-
κρατορικῶν ἐγγράφων ἤ πατριαρχικῶν σιγι-
λίων καί σουλτανικῶν φιρμανίων, ἤ χαρακτη-
ρίζοντας ὡς δασικές ἤ «διακατεχόμενες» τίς
μοναστηριακές ἐκτάσεις, στήν πράξη ἐμπόδι-
σαν καί ἐμποδίζουν τήν Ἐκκλησία νά ἀξιοποι-
ήσει τήν λίγη περιουσία της. Καί τό πρόβλημα
ἐπιτείνεται μέ τή συστηματική καλλιέργεια τῆς
ἐντύπωσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει... ἀμύθητη
περιουσία, τήν ὁποία δῆθεν δέν διαθέτει ἤ δέν
ἀξιοποιεῖ γιά τό καλό τοῦ λαοῦ!
19
Καί ὄχι μόνον ἀναξιόπιστο ἀποδείχθηκε,
ἀλλά συνέχισε τίς ἀπόπειρες γιά διαρπαγή καί
τῆς ἐναπομείνασας περιουσίας:
στ. Κατά τήν τελευταία 35ετία. Ἀπό τό
1975 καί μετά ἐντείνονται οἱ πιέσεις γιά τόν
λεγόμενο «χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους»,
ἐνῶ τό 1976 ὁ τότε ὑπουργός Παιδείας καί
Θρησκευμάτων (Γεώργ. Ράλλης) κατάρτισε
σχέδιο γιά τήν παραχώρηση στό Κράτος
τῶν 3/4 (75%) τῆς περιουσίας καί ἡ Ἐκκλησία
νά κρατοῦσε τό ὑπόλοιπο 1/4 (25%). Ἡ προ-
σπάθειά του ναυάγησε. Ὁ διάδοχός του στόν
ὑπουργικό θῶκο (Ἰωάν. Βαρβιτσιώτης) πρό-
τεινε πιό σκληρό σχέδιο: Τό Κράτος νά πάρει
τά 4/5 (80%) καί στήν Ἐκκλησία νά μείνει τό
1/5 (20%). Κι αὐτό δέν ὑλοποιήθηκε. Τό 1985 ὁ
ὑπουργός Παιδείας (Ἀπ. Κακλαμάνης) κατάρ-
τισε νομοσχέδιο μέ θέμα «Ρύθμιση θεμάτων
μοναστηριακῆς περιουσίας» καί τό ἑπόμενο
ἔτος ὁ νέος ὑπουργός (Ἀντ. Τρίτσης) ἐμφάνι-
σε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων
γιά ἀνάπτυξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσί-
ας καί ἀξιοποίησή της ἀπό τούς ἀγροτικούς
συνεταιρισμούς, πού θά ἀπέδιδαν 10% στήν
Ἐκκλησία καί 5% στό Κράτος. Εὐτυχῶς πού καί
τό σχέδιο αὐτό δέν ὑλοποιήθηκε, ἄν ληφθεῖ
20
ὑπόψη ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ συνόλου
σχεδόν τῶν καταχρεωμένων Συνεταιρισμῶν
(ἐκτός ἐξαιρέσεων...).
Ἀλλά ὁ τότε ὑπουργός Τρίτσης ἐπέμει-
νε. Κατάρτισε καί ἔφερε στή Βουλή νομοσχέ-
διο, πού ψηφίστηκε ὡς Νόμος 1700/1987 καί
ὑπῆρξε τό ἀποκορύφωμα τῆς κρατικῆς ἐπι-
βολῆς σέ βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσί-
ας πού εἶχε ἀπομείνει. Παρά τίς ἀντιδράσεις,
ἡ πλειοψηφία τῆς Βουλῆς ψήφισε τό Νόμο, μέ
τίς διατάξεις τοῦ ὁποίου θά ἄλλαζαν οἱ κανό-
νες διοίκησης, διαχείρισης καί ἐκπροσώπησης
τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας, τό Κράτος θά
διόριζε τό Διοικ. Συμβούλιο τοῦ Ο.Δ.Ε.Π., γιά νά
διοικεῖ τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἐνῶ γι-
νόταν ἐπέμβαση καί στόν τρόπο διοίκησης καί
διαχείρισης τῶν ἐνοριακῶν ναῶν κ.λπ.
Ἡ τύχη τοῦ Νόμου αὐτοῦ εἶναι γνωστή: Τό
Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀκύρωσε τήν Πρά-
ξη συγκρότησης τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ο.Δ.Ε.Π.
(ἀπόφαση 5057/1987), τό Κράτος δέν τόλμη-
σε νά ἐφαρμόσει τούς Νόμους 1700/1987 καί
1811/1988, κάποιες Μονές προσέφυγαν στό
Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιω-
μάτων γιά παραβίαση μέ τούς Νόμους αὐτούς
ἄρθρων τῆς Διεθνοῦς Συμβάσεως τῆς Ρώμης
καί τοῦ Πρώτου Πρωτοκόλλου της. Καί δικαι-
21
ώθηκαν, διότι τό Δικαστήριο μέ τήν ἀπόφασή
του 10/1993/405/483/484/9.12.1994:
• Διαπίστωσε ὅτι ὁ Νόμος 1700 παραβίασε
θεμελιώδη δικαιώματα τῶν ἱερῶν Μονῶν γιά
τά περιουσιακά τους δικαιώματα.
• Ἀνέτρεψε τή μέχρι τότε ὑπέρ τοῦ Κρά-
τους νομολογία τῶν ἑλληνικῶν Δικαστηρίων
καί ἐπέβαλε σ’ αὐτά πλήρη συμμόρφωση πρός
τή Σύμβαση τῆς Ρώμης.
• Διακήρυξε ὅτι οἱ Μονές –καί ἄρα ἡ
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος– δέν εἶναι κρατικοί
ὀργανισμοί, ἔστω κι ἄν χαρακτηρίζονται νομι-
κά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
• Διασαφήνισε ὅτι οἱ Μονές μποροῦν νά
ἐπικαλοῦνται κάθε τρόπο κτήσεως τῆς κυριό-
τητας τῆς περιουσίας τους (καί μέ χρησικτη-
σία), ἀφοῦ «δέν ὑπάρχει κτηματολόγιο στήν
Ἑλλάδα», καί διότι ἦταν ἀδύνατη ἡ μεταγραφή
τίτλων πρό τοῦ 1856 καί ἡ μεταγραφή κληρο-
δοσιῶν καί κληρονομιῶν πρό τοῦ 1846, καί
• Ἐπέλυσε τήν ἀμφισβήτηση, ὑπέρ τῶν
ἱερῶν Μονῶν, τοῦ θέματος τῶν «διακατεχο-
μένων» (κτημάτων χωρίς νόμιμους τίτλους) τά
ὁποῖα νέμεται ἡ Ἐκκλησία, μέ τό τεκμήριο τῆς
τακτικῆς ἤ ἔκτακτης χρησικτησίας.
Παρά τό «πάγωμα» τῶν δύο αὐτῶν Νόμων
(1700 καί 1811), τό 1998 ἐπιχειρήθηκε ἀπό τή
22
Γεν. Γραμματεία Δασῶν ἡ ἐνεργοποίηση τῆς Σύμ-
βασης πού προέβλεπε ὁ δεύτερος Νόμος, χωρίς
ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἀλλά δέν ἔπαψε ἡ ἀναμό-
χλευση τοῦ θέματος «ἐκκλησιαστική περιουσία»,
ὅπως συνέβη τό ἔτος 2000, ὅταν τό Πανελλήνιο
βρισκόταν σέ ἀνησυχία καί ἀναστάτωση γιά τό
ζήτημα τῆς μή ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος
στά νέου τύπου δελτία ταυτότητος, ἤ μετά τό
2009, ὅταν ξέσπασε ἡ οἰκονομική κρίση, ἦρθε
στήν Ἑλλάδα τό Διεθνές Νομισματικό Ταμεῖο, ἡ
Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί ἡ Εὐρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα (Τρόικα) καί ὑπογράφτηκε τό «Μνημό-
νιο...». Τότε ὄχι ξαφνικά, ἀφοῦ ἦταν ἀναμενόμε-
νο, ξαναζεστάθηκε ἡ σούπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
περιουσίας, σερβίρεται διαρκῶς ἀπό τά Μ.Μ.Ε.
καί οἱ ἀγνοοῦντες τήν ἀλήθεια ἤ οἱ καλοθελητές
ἀναμασοῦν τά ἴδια καί τά ἴδια, προβάλλοντας
ὅμως καί δύο νέα ζητήματα: Γιατί οἱ κληρικοί νά
μισθοδοτοῦνται ἀπό τό Κράτος, καί Γιατί νά μή
φορολογεῖται ἡ Ἐκκλησία. Στά δύο αὐτά δίδεται
στή συνέχεια ἀπάντηση.
5. Γιατί οἱ Κληρικοί νά μισθοδοτοῦνται
ἀπό τό Κράτος;
Σέ περιόδους κρίσης εἶναι ἀναμενόμενο νά
ἀκούγονται κραυγές τοῦ τύπου «τό Κρά-
23
τος πληρώνει τούς μισθούς τῶν ὑπηρετῶν τοῦ
Θεοῦ», «πουθενά στόν κόσμο οἱ ἱερωμένοι δέν
εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι» (φυσικά, ἀφοῦ εἶναι
λειτουργοί, ὅπως οἱ δικαστικοί, οἱ ἐκπαιδευτικοί
κ.λπ.) καί ἀξιώνεται ἀπό κάποιους νά σταματή-
σει ἡ μισθοδοσία τους ἀπό τόν Κρατικό Προϋπο-
λογισμό καί τή δαπάνη νά ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία.
Κάνοντας μία σύντομη ἀναδρομή στό θέμα
σημειώνουμε ὅτι μέχρι τό 1945 οἱ ἱερεῖς ἀμεί-
βονταν ἀπό τή λεγόμενη εἰσφορά τῶν ἐνο-
ριτῶν. Τότε λοιπόν ἐκδόθηκε ὁ Α.Ν. 536/1945
«Περί ρυθμίσεως τῶν ἀποδοχῶν τοῦ Ὀρθο-
δόξου Ἐφημεριακοῦ Κλήρου τῆς Ἑλλάδος, τοῦ
τρόπου πληρωμῆς αὐτῶν καί περί καλύψεως
τῆς σχετικῆς δαπάνης». Καί ἀπό τήν 1.10.1945
ἄρχισε ὄχι μόνον ἡ μισθοδοσία ἀλλά καί ἡ
«εἰσφορά 25% ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων εἰσπράξε-
ων τῶν ἐνοριακῶν καί συναδελφικῶν, ὡς καί
τῶν ὑπό εἰδικῶν νόμων διεπομένων Ναῶν»
(ἄρθρο 2, § 2Α). Ἡ εἰσφορά 25% αὐξήθηκε σέ
35% μέ διάταξη τοῦ Α.Ν. 469/1968, ἀλλά κα-
ταργήθηκε ἀπό 1.1.2004 (ἄρθρο 15 τοῦ Νόμου
3220/2004). Σημειώνεται ὅτι ἐπί 60 χρόνια ἡ
εἰσφορά 25% καί 35% καταβαλλόταν ἀπό τούς
Ναούς στά Δημόσια Ταμεῖα «ἀνά τρίμηνον».
Ὑποστηρίζοντας τή θέση ὅτι τό Κράτος
ὀφείλει νά μισθοδοτεῖ τούς ἐφημερίους καί
24
ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πλήν
τῶν ἄλλων, ἐπικαλούμαστε δύο ἐπιχειρήματα:
α. Ἀφοῦ τό ἑλληνικό Κράτος ἀπαλλοτρίω-
σε, οὐσιαστικά χωρίς ἀντάλλαγμα, τό μέγιστο
μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἔχει τήν
ὑποχρέωση νά τηρήσει τή δέσμευσή του (βλέπε
τή Σύμβαση τοῦ ἔτους 1952, σελ. 16 τοῦ παρό-
ντος) ὅτι θά παρέχει τήν ἀναγκαία ὑποστήριξή
του πρός τήν Ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζεται καί στό
Σύνταγμα (ἰσχύον καί προγενέστερα). Ἄλλω-
στε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἀπογυμνώθηκε ἀπό τήν
περιουσία της, μέ τόν τρόπο πού ἀναφέρθηκε,
ἀντικειμενικά δέν εἶναι δυνατόν νά σηκώσει τό
βάρος τῆς μισθοδοσίας τοῦ Κλήρου.
β. Ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν Ἑλλή-
νων πολιτῶν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, χω-
ρίς νά ἔχει ἰδιαίτερη σημασία πόσο ἐνεργά ἤ
συνειδητά εἶναι. Παράλληλα τυγχάνουν καί
φορολογούμενοι πολίτες. Τό Κράτος ἔχει τήν
ὑποχρέωση, ἀπό τούς φόρους πού εἰσπράττει,
νά καλύπτει τίς ἀνάγκες ὑγείας, ἐκπαίδευσης,
ἀσφάλειας, πολιτισμοῦ, ἄθλησης κ.λπ. τῶν
πολιτῶν του. Γι’ αὐτό χτίζει καί λειτουργεῖ νο-
σοκομεῖα, σχολεῖα, πολιτιστικά καί ἀθλητικά
κέντρα κ.ἄ. Ἀλλά, ἐμεῖς οἱ φορολογούμενοι
πολίτες του, εἴμαστε καί ὀρθόδοξοι χριστιανοί
στήν πλειονότητά μας. Καί ὅπως θέλουμε καί
25
ἀπαιτοῦμε ἀπό τό Κράτος νά μᾶς ἐξασφαλί-
ζει –μέ τούς φόρους μας– τό δάσκαλο, τό για-
τρό, τό δικαστή, τόν ἀστυνομικό, τό φρουρό
τῆς Πατρίδας, ἔχουμε τήν ἀξίωση νά μισθο-
δοτεῖ καί τόν ἱερέα καί ἐπίσκοπό μας, γιά νά
καλύπτουν τίς ψυχικές, πνευματικές καί μετα-
φυσικές ἀνάγκες μας. Καί ἄν θελήσει κάποιος
νά ὑποστηρίξει τό ἀντίθετο, σημαίνει πώς
ἀρνεῖται τήν ψυχοπνευματική ὑπόσταση τοῦ
ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ τό Κράτος νά διαθέτει
μεγάλα ποσά γιά ἐπιχορηγήσεις ἀσήμαντων
οὐσιαστικά δράσεων (δῆθεν πολιτιστικῶν,
ἀθλητικῶν, καλλιτεχνικῶν κ.λπ.) καί νά ψά-
χνει τρόπους νά στερήσει, ἀπό τή συντριπτική
πλειονότητα τῶν πολιτῶν του, τήν πνευματι-
κή καί θρησκευτική ποδηγέτησή τους.
6. Γιατί νά μή φορολογεῖται ἡ Ἐκκλησία;
Ἡπαραπληροφόρηση σέ ὅλο τό μεγαλεῖο
της. Ἀρκεῖ μία περιήγηση σέ διάφορες
ἱστοσελίδες τοῦ Internet, γιά νά διαπιστώσει
κανείς πόσα ψέματα, πόσες ἀνακρίβειες καί
πόση χολή διαπερνοῦν πολλά ἀπό τά ἀναρ-
τημένα κείμενα. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μεγαλύ-
τερος ἰδιοκτήτης γῆς στή Ἑλλάδα, μεγαλομέ-
τοχος ἐπιχειρήσεων καί μεγαλοκαταθέτης»,
26
γράφει κάποιος, χωρίς νά παραθέτει κανένα
στοιχεῖο πού νά τεκμηριώνει τήν ἄποψή του.
Ἄλλος προσθέτει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπολαμβάνει
«καθεστώς μόνιμης φορολογικῆς ἀσυλίας».
Εἶναι ὅμως ἔτσι; Ἀσφαλῶς ὄχι. Διότι καί τά
ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δι-
καίου καταβάλλουν στό Δημόσιο Ταμεῖο ὅ,τι μέ
τούς Νόμους καθορίζει ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων.
Ἔτσι, τώρα πού συντάσσεται τό παρόν (τέλος
Ὀκτωβρίου 2011), ἰσχύουν καί ἐφαρμόζονται
τά ἑπόμενα γιά τή φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας:
1. «Τά εἰσοδήματα πού ἀποκτοῦν ἀπό τήν
ἐκμίσθωση οἰκοδομῶν καί γαιῶν οἱ ἱεροί ναοί,
οἱ ἱερές μητροπόλεις, οἱ ἱερές μονές τοῦ Ἁγί-
ου Ὄρους, ἡ ἱερά μονή Πάτμου, ἡ ἱερά μονή
Σινᾶ, ἡ Ἀποστολική Διακονία, ὁ Πανάγιος Τά-
φος, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντι-
νουπόλεως, τά Πατριαρχεῖα Ἰεροσολύμων καί
Ἀλεξανδρείας, ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου
καί οἱ ἱερές σταυροπηγιακές μονές Κύπρου, τά
ἡμεδαπά νομικά πρόσωπα πού νόμιμα ἔχουν
συσταθεῖ ἤ συνιστῶνται καί τά ὁποῖα ἐπιδι-
ώκουν ἀποδεδειγμένα κοινωφελεῖς σκοπούς,
καθώς καί τά ἡμεδαπά κοινωφελή ἱδρύμα-
τα, φορολογοῦνται μέ συντελεστή εἴκοσι
τοῖς ἑκατό (20%) (ἄρθρο 12 § 4 τοῦ Νόμου
3842/23.4.2010, ΦΕΚ 58, τεῦχος Α΄).
27
2. Ἔκτακτο Εἰδικό Τέλος Ἠλεκτροδοτού-
μενων Δομημένων Ἐπιφανειῶν (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.),
«γιά ἐπιτακτικούς λόγους ἐθνικοῦ συμφέρο-
ντος πού συνίστανται στήν ἄμεση μείωση τοῦ
δημοσιονομικοῦ ἐλλείματος... στίς ἠλεκτροδο-
τούμενες γιά οἰκιστική ἤ ἐμπορική χρήση δο-
μημένες ἐπιφάνειες...», ἀνάλογα μέ τό ἐμβα-
δόν τῆς δομημένης ἐπιφάνειας, τό ὕψος τῆς
τιμῆς ζώνης κ.λπ. (ἄρθρο 53 § 1-2 τοῦ Νόμου
4021/3.10.2011 ΦΕΚ 218, τεῦχος Α΄). Στό εἰδικό
αὐτό τέλος δέν ὑπόκεινται φυσικά τά ἀκίνη-
τα πού χρησιμοποιοῦνται ἀπό τήν Ἐκκλησία
«γιά νά ἐπιτελοῦν τό λατρευτικό, ἐκπαιδευτι-
κό, θρησκευτικό καί κοινωφελές ἔργο τους»
(ἄρθρο 53 § 5 β΄ καί γ΄ ἴδιου Νόμου καί ἄρθρο
29 § 1 ἐδάφια ια΄ καί ιγ΄ τοῦ Νόμου 3842/2010),
ἐξαίρεση πού ἰσχύει καί γιά τό Δημόσιο, τά λοι-
πά ΝΠΔΔ, τούς ΟΤΑ καί τίς δημοτικές ἐπιχειρή-
σεις. Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταβάλ-
λει τό εἰδικό τέλος γιά τά λοιπά ἀκίνητά της.
3. Φόρο μέ συντελεστή 3‰ μέ βάση τήν
ἀντικειμενική ἀξία τῆς ἀκίνητης περιουσίας
(πλήν τῶν παραπάνω ἐξαιρέσεων).
4. Φόρο μέ συντελεστή 0,5% στήν ἀξία
τῶν κληρονομιῶν καί δωρεῶν.
28
5. Τέλος χαρτοσήμου καί δικαιώματα ΟΓΑ
(2,40%) στίς χρηματικές παροχές τῶν χρι-
στιανῶν πρός τούς ἱερούς ναούς γιά ἱεροπρα-
ξίες.
6. Ἐπίσης παρακρατεῖ καί ἀποδίδει στίς
ΔΟΥ τά ἑπόμενα:
α. Φόρο μισθωτῶν ὑπηρεσιῶν τῶν ἐκκλη-
σιαστικῶν ὑπαλλήλων
β. ΦΠΑ μέ τούς προβλεπόμενους συντελε-
στές γιά ὑπηρεσίες καί ἀγαθά
γ. Φόρο εἰσοδήματος 8% σέ ὅλα τά τιμολό-
για παροχῆς ὑπηρεσιῶν
δ. Φόρο εἰσοδήματος 4% γιά ὅλα τά δελτία
ἀποστολῆς ἀγαθῶν καί 1% γιά τά ὑγρά καύ-
σιμα.
Ἄς σημειωθεῖ ἐπιπλέον ὅτι πολλές Ἱ. Μη-
τροπόλεις, Ναοί καί Μονές ἀπό 1.8.2011 ἐπιβα-
ρύνονται μέ πολύ σημαντικά ποσά γιά τήν τα-
χυδρόμηση τῶν περιοδικῶν πού ἀποστέλλουν
–κατά κανόνα δωρεάν– σέ πολλούς χριστια-
νούς στά πλαίσια τοῦ ποιμαντικοῦ τους ἔργου,
μετά τήν ἔκδοση τοῦ Νόμου 3986/1.7.2011
(ΦΕΚ Α΄ 152) «Ἐπείγοντα μέτρα ἐφαρμογῆς
μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικῆς
στρατηγικῆς 2012-2015», οἱ διατάξεις τοῦ
29
ὁποίου κατάργησαν τό Εἰδικό Τιμολόγιο τῶν
ἐκδοτῶν ἐντύπων γιά τά ταχυδρομικά τέλη.
Πρός ἀπάντηση τέλος ἐκείνων πού παρα-
ποιοῦν τήν ἀλήθεια, παρατίθεται καί ἡ κα-
τακλείδα Δελτίου Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
(15.9.2011) περί φορολογήσεως τῆς Ἐκκλησίας,
πού ἀναφέρει:
«Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπιθυμεῖ νά το-
νίσει ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό φόρο ἀκίνητης
περιουσίας γιά τά ἀκίνητα λατρευτικῆς, θρη-
σκευτικῆς καί κοινωφελοῦς χρήσεως ἰσχύει
ἀπό τό ἔτος 2008 γιά ὅλα τά θρησκεύματα
καί δόγματα πού ἔχουν ἀκίνητη περιουσία
ἐντός τῆς Ἑλλάδος καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι, παρότι
τά ἔσοδά της προέρχονται μέχρι σήμερα ἀπό
τό ὑστέρημα τῶν πιστῶν καί χρησιμοποιοῦνται
γιά τή συντήρηση τῶν θρησκευτικῶν καί κοι-
νωφελῶν της ἱδρυμάτων*, οὐδέποτε ζήτησε
κάποια ἄνιση φορολογική μεταχείριση σέ
σχέση μέ τούς ὑπόλοιπους φορολογούμενους
μή κερδοσκοπικούς ὀργανισμούς τῆς Χώρας».
Παρά τήν ἀπαλλοτρίωση ὅμως καί τή δι-
αρπαγή τοῦ μέγιστου μέρους τῆς περιουσίας
της, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν
ἔπαψε νά στέκεται συμπαραστάτης τῶν το-
πικῶν κοινωνιῶν, τῶν ἐμπερίστατων ἀνθρώ-
* Τά ὁποῖα ὑπερβαίνουν τά 400 σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα.
30
πων, τῶν ἀσθενῶν, τῶν φυλακισμένων, τῶν
νέων, τῆς τρίτης ἡλικίας. Ἰδού ἕνα ἐντελῶς
πρόσφατο παράδειγμα: Στίς 19 Ἰουλίου 2011
κηδεύθηκε πολιός Μητροπολίτης νησιωτικῆς
Μητροπόλεως. Ὁ ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱ. Συ-
νόδου πού ἐκφώνησε τόν ἐπικήδειο λόγο εἶπε
μεταξύ ἄλλων:
Σχολεῖα, παιδικοί σταθμοί, ἀθλητικοί χῶροι,
ἐργατικαί κατοικίαι, ἱδρύματα καί πολιτιστικά
κέντρα καί ἄλλα ἀνηγέρθησαν ἤ λειτουργοῦν
εἰς χώρους ἐκκλησιαστικῆς ἤ μοναστηριακῆς
ἰδιοκτησίας, οἱ ὁποῖοι μέ τήν προτροπήν τοῦ
ἡμετέρου Ἐπισκόπου παρεχωρήθησαν δωρε-
άν πρός τόν σκοπόν αὐτόν. Ἀκόμη καί ἡ διάνοι-
ξις ὁδῶν, ἡ δημιουργία πλατειῶν, ἔχει γίνει εἰς
ἐκκλησιαστικούς χώρους τῇ προτροπῇ τοῦ μα-
καριστοῦ Μητροπολίτου μας πρός ὄφελος τῶν
πτωχῶν καί ἐν γένει τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.
Ἰδού, πῶς ἀξιοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία τήν περιουσίαν
της!
Γι’ αὐτό ἄς σταματήσουν ἐπιτέλους οἱ ἀνα-
κρίβειες καί τά ψέματα γιά τά θέματα ἐκκλησι-
αστική περιουσία, φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας,
μισθοδοσία τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν.
31
Περιεχόμενα
Ἡ αὐτοκράτειρα καί τό ἀμπελάκι τῆς χήρας .................. 3
Ἀπαραίτητες διευκρινίσεις
1. Δικαιοῦται ἤ ταιριάζει στήν Ἐκκλησία
νά ἔχει περιουσία; .......................................................... 6
2. Σέ ποιόν ἀνήκει καί πῶς διοικεῖται; ........................... 8
3. Πῶς ἀποκτήθηκε ........................................................ 9
4. Πῶς συντελέστηκε ἡ διαρπαγή της............................ 13
α. Διάλυση 416 Μοναστηριῶν καί διαρπαγή
τῆς περιουσίας τους ....................................................... 13
β. Ἀναγκαστική ἀπαλλοτρίωση τοῦ 1836 ..................... 14
γ. Ὁ «ἀγροτικός» καί ἄλλοι Νόμοι τῆς β΄ καί
γ΄ δεκαετίας τοῦ 20οῦ αἰώνα ......................................... 14
δ. «Ρευστοποίηση» μέ τό Νόμο 4684/1931
καί καταποντισμός ......................................................... 16
ε. Νέα πλήγματα καί ἡ Σύμβαση τοῦ 1952 .................... 16
στ. Κατά τήν τελευταία 35ετία ....................................... 19
5. Γιατί οἱ κληρικοί νά μισθοδοτοῦνται ἀπό
τό Κράτος; ..................................................................... 22
6. Γιατί νά μή φορολογεῖται ἡ Ἐκκλησία; ....................... 25
Στίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα ἡ αὐτοκράτειρα
Εὐδοξία, κάτοχος μεγάλης περιουσίας, μετά τό
θάνατο τοῦ πατρίκιου Θεόγνωστου, πού ἡ ἴδια
εἶχε ἐξορίσει, ἅρπαξε καί τήν περιουσία του, βυ-
θίζοντας στή φτώχεια καί τή δυστυχία τή χήρα
καί τά ὀρφανά ἐκείνου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυ-
σόστομος, ἀρχιεπίσκοπος τότε Κωνσταντινουπό-
λεως, προστάτεψε τή χήρα καί τά ὀρφανά, ἀλλά
δέν παρέλειψε νά στηλιτέψει τήν ἀνάλγητη βασί-
λισσα, πράγμα πού ἀργότερα τοῦ στοίχισε καί μία
ἐξορία.
Τό νεολληνικό Κράτος, κάτοχος τεράστιας ἀκί-
νητης περιουσίας, ἀφοῦ μαζί μέ τούς ΟΤΑ καί τούς
Συνεταιρισμούς ἔχει στήν κυριότητα 60.443.500
στρέμματα, προσποιεῖται ὅτι θέλει νά ἀποκατα-
στήσει τούς ἀκτήμονες μέ τά 1.292.300 στρέμματα
πού ἀνήκουν ἀκόμα στούς ναούς, τίς μονές, τίς
μητροπόλεις, τά ἱδρύματα καί τούς ὀργανισμούς
τῆς Ἐκκλησίας!
Διάβασε τή σύντομη τούτη μελέτη γιά νά μάθεις
τήν ἀλήθεια. Μέ στοιχεῖα καταρρίπτει τόν καλά
καλλιεργημένο μύθο γιά τήν ... ἀμύθητη ἐκκλησια-
στική περιουσία, τή μισθοδοσία τῶν κληρικῶν καί
τή δῆθεν μή φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας.
ISBN 978-960-487-043-1

πηγή: www.saiti.gr/pub/periousia_ekklisias.pdf / ΕΚΤΑΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου