Καταιγισμὸς ἀντιδράσεων ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος

Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρός: Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὰς λοιπὰς αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, τὴν Ἱερὰν Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους, τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας:
«Πραγμάτων ἐπιδρομαί… τά τῶν φίλων ἄπιστα, τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα. Ἔρρει τά καλά, γυμνά τά κακά. Ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσός οὐδαμοῦ. Χριστός καθεύδει, τί χρή παθεῖν;…».
(Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).

Ὅπως γνωρίζουμε πολύ καλά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ σύγκληση μιᾶς Συνόδου ἀφορᾶ πρωτίστως στήν θέσπιση καί τήν στερέωση τῶν Δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὁριοθέτησή της ἀπό τήν αἵρεσιν. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς καθῆκον της, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, τήν καταπολέ­μηση κάθε αἱρέσεως καί τήν ὀρθοτόμηση τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μέγας Διδάσκαλος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, σαφῶς τονίζει « τό νά εἶναι πάντα τά ἐκτιθέμενα παρ᾿ αὐτῶν δόγματα καί οἱ κανόνες Ὀρθόδοξα εὐσεβῆ καί σύμφωνα ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἤ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς Συν­όδοις», καί «Αὕτη ἐστί τά αἰώνια ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν καί νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τόν αἰῶνα…τούς ὁποίους σύνοδοι Οἰκουμενικαί τε καί Τοπικαί διά Πνεύματος Ἁγίου ἐθέσπισαν». (Πηδάλιον, ἔκδ.Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.16). Συμβάλλοντες, λοιπόν καί ἐμεῖς, ὡς Ἁγιορεῖτες Μοναχοί καί ὡς ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν σκοπό τῆς πνευματικῆς ἀφυπνήσεως καί ἐνισχύσεως τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἐπιθυμοῦμε νά καταθέσουμε καί δημοσίως τήν ἰδικήν μας μαρτυρία.
Ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἡ ὁποία ὡς γνωστόν, πρόκειται νά λάβει χώρα τόν προσεχῆ Ἰούνιο στήν Κρήτη (19-6-2016, μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο 66-2016), ἀποτελεῖ ἕνα στάδιο τοῦ προγράμματος τοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤ τῆς Θρησκευτικῆς Παγκοσμιοποίησεως τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων, ἡ ὁποία ὡς γνωστόν ἐπιδιώκει νά ὑποτάξει ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα μέ τρία μεθοδευμένα σχέδια, α) μέ μία παγκόσμια κυβέρνηση β) μέ μία παγκόσμια οἰκονομία καί γ) μέ μία παγκό­σμια θρησκεία. Ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ στόχου γιά μιά παγκόσμια θρησκεία, ἐγκαινιάστηκε πρῶτα στόν προτεσταντικό κόσμο μέ τήν λεγομένη “Οἰκουμενική κίνηση”, καί στόν ὀρθόδοξο κόσμο ξεκίνησε μέ τόν ἐνθρονιστήριο λόγο τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Μελετίου Μεταξάκη (1923) καί ἐπηυξήθη μέ τόν ἐπίσης Πατριάρχη Κων/πόλεως Ἀθηναγόρα Σπύρου (1948-1972).
Ἀντί νά καταδικάσει ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» τίς ὑφιστάμενες καί καθημερινῶς δρῶσες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες πλανοῦν τούς πιστούς, ἐπιδιώκει πρωτίστως νά ἀναγνωρίσει τήν Παναίρεση, κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἔπραξαν καί οἱ Παπικοί στήν Β’ Βατικάνεια Σύνοδό τους (1962-1965). Ὅτι ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιδιώκει νά ἀναγνωρίσει τόν Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό καί Διαθρησκειακό Οἰκουμενισμό, ἀποδεικνύεται ἀπό τά κατωτέρω:
1) Τό προσυνοδικό κείμενο τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τό ὁποῖο παραπέμπεται πρός υἱοθέτηση ἀπό τίς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στή λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», στό ἄρθρο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες δέν εἶναι αἱρετικοί, ἀλλά ἐντάσσονται στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, ὑπερτονίζοντας τήν ἱστορικότητά τους ὡς ἐκκλησίες καί παραβλέποντας σκανδαλωδῶς τήν αἵρεσή τους, λέγοντας ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾿ αὐτῆς», παραβλέποντας ἔτσι τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν ἡ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου (879-880) καί μέ τίς ψήφους τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ τότε Πάπα τῆς Δύσεως, εἶχε καταδικάσει τό αἱρετικό filiogue ( καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ). Ἔτσι προσβάλλεται τό Ἐκκλησιολογικό Δόγμα τῆς Ἐκκλησίας καί δημιουργεῖται Ἐκκλησιολογική αἵρεση, διότι ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖται ἀπό τά Δόγματα τῆς πίστεως καί ταυτίζεται μέ τούς πραγματικούς πιστούς, τούς ἀποτελοῦντας τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ Κεφαλή αὐτόν τόν ἴδιον τόν Σωτῆρα, μέσω τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθώς ἐπίσης καί τῆς ὀρθῆς καί μή παραποιημένης πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ἐν μετανοίᾳ συμμετοχῆς τους στά Μυστήρια τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
2) Τό ἴδιο προσυνοδικό κείμενο, ἀναγνωρίζει τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν» (ἤ ἀκριβέστερα αἱρέσεων), τό ὁποῖο ἔχει ἱδρυθεῖ τό 1948 ἀπό τήν Νέα Τάξη Πραγμάτων, γιά νά ἐξυπηρετήσει τούς σκοπούς τῆς θρησκευτικῆς παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή τήν Παγκόσμια Θρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου. Τό Π.Σ.Ε. ἀρχικά εἶχε ὡς σκοπό του τόν Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό Οἰκουμενισμό, ἐνῶ στή συνέχεια, τίς τελευταῖες δεκαετίες, διεύρυνε τίς ἐπιδιώξεις του καί στήν προώθηση τοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀναγνωρίζει τά διάφορα κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς δεσμευτικά γιά τήν Μεγάλη Σύνοδο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τά κείμενα αὐτά « εἶναι μετέωρα. Τά διαχειρίζονταν κάποιοι ἀντιπρόσωποι, οἱ ὁποῖοι εἶπαν τίς ἀπόψεις τους, ὑπέγραψαν τά κείμενα ἐξ ὀνόματος τῶν Τοπικῶν βέβαια Ἐκκλησιῶν, πλήν ὅμως οἱ Ἱεράρχες τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν δέν εἶχαν ἰδέα, ποιές ἦταν οἱ ἁποφάσεις τῶν ἀντιπροσώπων τους.» (καθηγ. Α.Π.Θ. Δημ. Τσελεγγίδης). Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἐν λόγῳ προσυνοδικό κείμενο προσβάλλει καί τό σωτηριολογικό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τό ὁποῖο μόνο μέσα στήν Ἀληθινή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατά τήν ἀνωτέρω ἔννοια, ὁ πραγματικός πιστός, διά τοῦ ἐλέους τῆς Θείας Χάριτος καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχάνει τή σωτηρία του καί συγκεκριμένα ἔχει τή θέα τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐξ αὐτῆς ἀτελεύτητη Θεογνωσία καί μακαριότητα. Διότι τό ἴδιο προσυνοδικό κείμενο ἀναγνωρίζοντας τό Π.Σ.Ε. ἀποδέχεται τήν θεωρία ὅτι ὅλες οἱ «ἐκκλησίες» ἤ ἀκριβέστερα αἱρέσεις, καί ὅλα τά θρησκεύματα, κατά τήν πρόσφατη διεύρυνσίν του, «σώζουν» ἤ κατά τήν δική του νοοτροπία, ὁδηγοῦν ἀορίστως καί σοφιστικῶς στήν ἴδια Ὑπερβατική Πραγματικότητα (Ultimate Reality) ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὅλους τούς ψευδο-θεούς καί τά ψευδο-σεβάσματά τους, τά ὁποῖα εἶναι δημιουργημένα κατ’ ἀνθρωπίνη ἐπίνοια ὑποβαλλομένη ἀπό τόν σατανᾶ.
3) Ἡ ἀναγνώρισι ἀπό τό ἐν λόγῳ προσυνοδικό κείμενο τῶν Παπικῶν ὡς δῆθεν «ἐκκλησίας» ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στό ἑπόμενο στάδιο τοῦ Ἑωσφορικοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἡ συγκρητιστική «ἕνωσις» τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τούς Παπικούς μέσῳ τοῦ ἐπακόλουθου «κοινοῦ ποτηρίου» καί τῆς ὑποταγῆς αὐτῶν στό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τό ἀλάθητο τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα, δηλαδή στήν μετατροπή τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ Οὐνιτικές. Αὐτό σημαίνει τήν δογματική καί διοικητική ὑποταγή τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς Οὐνιτικῶν στόν Πάπα, μέ βάση τίς ἐπιδιώξεις τοῦ Βατικανοῦ καί τόν κώδικα Κανόνων τῶν Ἀνατολικῶν Καθολικῶν (Οὐνιτικῶν) Ἐκκλησιῶν, πού ἐκδόθηκε ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη – Παῦλο Βʹ τό 1990. Ὡς γνωστόν, ὁ Κώδικας αὐτός προβλέπει τά ἑξῆς τέσσαρα εἴδη Οὐνιτικῶν Ἐκκλησιῶν ἰδίου δικαίου (sui generis), στά ὁποῖα θά ὑποταχθοῦν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: 1) Πατριαρχικές Ἐκκλησίες ἰδίου δικαίου (ἐδῶ θά ὑπαχθοῦν ὅσες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι Πατριαρχεῖα), 2) Ἀρχιεπισκοπικές Ἐκκλησίες ἰδίου δικαίου (ἐδῶ θά ὑπαχθοῦν ὅσες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δέν εἶναι Πατριαρχεῖα), 3) Μητροπολιτικές Ἐκκλησίες ἰδίου δικαίου καί 4) Ἄλλες Ἐκκλησίες ἰδίου δικαίου (κανόνες 55, 511 καί 155 τοῦ ἰδίου κώδικα).
4) Τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, ὡς Προεδρεῦον στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων, ἀπέρριψε αὐθαίρετα καί δέν προώθησε στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τήν πρόταση τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ ἔτους 2015 γιά τήν τυπική ἀναγνώριση τῆς Συνόδου ἐπί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου ὡς Η’ Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία καταδίκασε τό filiogue καί τό παπικό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τῆς Συνόδου ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς Θ’ Οἰκουμενικῆς (1351), ἡ ὁποία καταδίκασε τήν Λατινική κακοδοξία ὅτι ἡ Θεία Χάρις εἶναι κτιστή. Ἡ ἡσυχαστική θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ τοῦ Ἁγιορείτου, ἔχει κεφαλαιώδη σημασία γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία διά τοῦτο καί μισεῖται θανάσιμα ὑπό τῶν παπικῶν.Ἡ αὐθαίρετη αὐτή ἀπόρριψη σηματοδοτεῖ σαφῶς τόν προσανατολισμό τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὄχι πρός τήν Ὀρθοδοξία ἀλλά πρός τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἀποδομεῖ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία μέσῳ τῆς νομιμοποιήσεως ὅλων τῶν αἱρέσεων.
5) Ἐνῷ, στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἅγιες καί Μεγάλες Σύνοδοι ἤ οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι συγκαλοῦνταν μέ ἀντιπροσωπίες τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπου ψήφιζαν ὅλοι οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς δυνάμει τῆς ἰσότητος τῆς Ἐπισκοπικῆς τους χειροτονίας, στήν λεγομένη «Ἁγία  καί  Μεγάλη  Σύν­οδο», σύμφωνα μέ τόν κανονισμό της τόν ὁποῖο υἱοθέτησε ἡ Σύναξη διά τῶν προκαθημένων  τους,  δέν  ψηφίζουν  ὅλοι  οἱ  Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς, ἀλλά μόνον οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες διά τῶν Προκαθημένων τους. Δηλαδή, ἐνῷ μέλη τῶν Συνόδων εἶναι ὅλοι οἱ Ἐπαρχιοῦχοι Ἀρχιερεῖς, στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» μέλη εἶναι μόνον οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀντίκειται πλήρως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί στό Ὀρθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
6) Ἐνῷ οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων ἤ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν σέ θέματα πίστεως, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί κατά τό Ὀρθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, πρέπει νά ἔρχονται εἰς κρίσιν καί νά ἐγκρίνονται ἤ νά ἀπορρίπτονται, τόσο ἀπό τούς Ἐπαρχιούχους Ἀρχιερεῖς, ὅσο καί ἀπό τόν κλῆρο, τούς μοναχούς καί τόν ὀρθοδοξο λαό, κανονισμός τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἀντιθέτως πρός τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καθιστᾷ ὑποχρεωτικές καί ἐπιβάλλει τίς ἀποφάσεις τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μάλιστα, δέ προειδοποιεῖ ὅτι θά τιμωρήσει ὅλες τίς τάξεις τοῦ Χριστεπωνύμου Πληρώματος, γιά τήν μή ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεών της. Τοιουτοτρόπως, καταλύουν πλήρως τήν συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί ἀφαιροῦν, τό ἁγιοπνευματικό χάρισμα «τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων», τό ὁποῖο χαρίζεται σέ κάθε ἀληθινά πιστό πού ἔχει διέλθει ἀπό τά στάδια τῆς καθάρσεως τῶν παθῶν, τοῦ φωτισμοῦ καί ἔχει ἀξιωθεῖ νά λάβει τήν κατά χάριν θέωσιν, καί τό ὁποῖο δίδεται σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνον στούς ἐπισκόπους. Διά τοῦτο ὄφειλε νά κληθοῦν, ἀπό τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο, ὡς μέλη τῆς Συνόδου, καί κατηξιωμένα ἁγιοπνευματικά πρόσωπα, ἀπό τόν κλῆρο, τόν μοναχισμό καί ἀπό τά πιστά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως πάντοτε γινόταν σέ ὅλες τίς Συνόδους. Ἡ ὀρθόδοξη ἐγκυρότητα ὅμως μιᾶς Συνόδου πρῶτον ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ὀρθότητα καί τήν ὀρθοδοξότητα τῶν δογμάτων της, «ἐκείνας οἶδε ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν». (ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής PG 90, 148). Τέλος γιά νά θεωρηθεῖ μία Οἰκουμενική Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξη, θά πρέπει οἱ ἀποφάσεις της νά γίνουν ἀποδεκτές ὄχι μόνον ἀπό τούς ἱεράρχες, ἀλλά καί ἀπό ὅλο τό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὅπως εὐστόχως τό ἴδιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μας ἔχει διαχρονικῶς θεσπίσει λέγοντας: «….ὑπερασπιστὴς τῆς Θρησκείας ἐστὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῶν Πατέρων αὐτοῦ». ( Ἐγκύκλιος 6ης Μαΐου 1848).
7) Ἕνα ἀπό τά θέματα τῆς Συνόδου θά ἔπρεπε νά εἶναι καί τό ἡμερολογιακό ζήτημα τό ὁποῖο ἔχει διχάσει μέχρι σήμερα ἑορτολογικά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί εἶναι τό πρῶτο χτύπημα τοῦ οἰκουμενισμοῦ κατά τῆς Ὀρθοδοξίας.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω καθηκόντως ἐνημερώνουμε τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, τίς λοιπές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, τήν Ἱεράν Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους, καθώς καί τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ὡς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἀγωνιζόμενοι νά διατηρήσουμε μέσῳ τῆς ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας τόν ὀργανικό σύνδεσμό μας μέ τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Θεάνθρωπο Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καί ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι, δέν θά ἀποδεχθοῦμε καί θά ἀπορρίψουμε ἐκ τῶν ὑστέρων τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»:
1 Ἄν ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος δέν ἀπορρίψει πλήρως τό προσυνοδικό κείμενο «σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικό κόσμο».
2) Ἄν δέν καταδικάσει τήν παναίρεση, κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τοῦ Ἑωσφορικοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
3) Ἄν δέν ἀναγνωρίσει τίς Συνόδους ἐπί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς Οἰκουμενικές (Η´ καί Θ´ ἀντιστοίχως), οἱ ὁποῖες εἶναι ἤδη ἀναγνωρισμένες στή συνείδηση τοῦ Χριστεπωνύμου Πληρώματος.
4) Ἄν δέν ψηφίσουν τίς ἀποφάσεις τῆς λεγομένης « Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὄχι οἱ Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες διά τῶν Προκαθημένων τους, ὅπως προβλέπει ὁ Κανονισμός της, ἀλλά ὅλοι οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς αὐτῆς, ὅπως προβλέπει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία καί τό Ὀρθόδοξο Δίκαιο.
5) Ἄν δέν ἀποσύρουν τόν κανονισμό περί ὑποχρεωτικῆς ἀποδοχῆς ἐκ τῶν ὑστέρων τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ἀπό ὅλες τίς τάξεις τοῦ Χριστεπωνύμου Πληρώματος, προσβάλλοντας κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπον τό ὀρθόδοξο δογματικό καί ἐκκλησιολογικό κριτήριό μας, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα ἀναφαίρετο δικαίωμα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
6) Ἄν δέν ἀποσύρουν τά θέματα περί τῆς νηστείας καί τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν, τα ὁποῖα καί μόνον πού σκέφθηκαν νά τά θέσουν εἶναι ἀκόμη μιά ἀπόδειξις, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος σκοπόν ἔχει τήν σταδιακή κατάργηση τῆς νηστείας, μιμούμενοι καί σέ αὐτό τούς παπικούς. Ἐκκλησία, ὅμως χωρίς ἄσκηση καί σταυρικό βίο δέν ὁδηγεῖ ποτέ στήν Ἀνάσταση, ἀλλά στόν πνευματικό θάνατο, φυγαδεύοντας τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὁδηγώντας στήν πλήρη ἐκκοσμίκευση.
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, κατόπιν ὅλων τούτων τά ὁποῖα, γιά ἐμᾶς εἶναι θέματα σωτηριολογικά, σᾶς παρακαλοῦμε πολύ εἰς τήν Παν­ορθόδοξον αὐτήν Σύνοδον νά ὀρθοτομήσετε «τόν Λόγον τῆς Ἀληθείας» καί μή ἐπιτρέψετε νά ζήσουμε μία νέα Φερράρα – Φλωρεντία. Ἐάν οὕτως πράξετε ἅγιοι Ἀρχιερεῖς τότε, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά εὐφρανθοῦν, ἄγγελοι καί ἄνθρωποι πνευματικῶς θά πανηγυρίσουν. Τά ὀνόματά σας θά γραφοῦν ἐν βίβλῳ ζωῆς καί τότε ὄντως θά εἶσθε «καί τρόπων μέτοχοι καί θρόνων διάδοχοι» τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Παρακαλοῦμε μείνατε σταθεροί, σταθεῖτε ἀντάξιοι τῆς ἱστορίας καί τῆς Ἀρχιερωσύνης σας, μέ τήν ὁποίαν σᾶς ἐτίμησε ἡ Ἐκκλησία.
Ἐάν τοὐναντίον δέν ὀρθοτομήσετε τόν Λόγον τῆς ἀληθείας, τότε ἄς γνωρίζετε:
Α) Ὅτι ἔχετε σχίσει, τόν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου, ἔχετε ἀτιμάσει τήν πανάσπιλον καί παναμώμητον Νύμφην τοῦ Χριστοῦ, τήν ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. Ἐάν ὄντως οὕτως ἐξελιχθοῦν τά πράγματα, τότε ἐσεῖς θά εἶστε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θά δημιουργήσετε σχίσμα στήν Ἐκκλησία καί ἐπάνω σας θά φέρετε ὁλόκληρη τήν ἱστορική εὐθύνη γιά τίς συνέπειες καί τά ἀποτελέσματά του. Τότε ἄς γνωρίζετε ὅτι μέ βάση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί τό Ὀρθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, διά τήν συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος ἔχετε ἀφορισθεῖ, «θέτοντας οὐσιαστικῶς ἑαυτούς ἐκτός Ἐκκλησίας». (“Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ”, Σύναξις κληρικῶν καί μοναχῶν 2009).
Ὁ Κύριος δέ ὡς καλῶς ἐπίστασθε μᾶς παραγγέλλει νά μή ἀκολουθοῦμε ἀλλοτρίους ποιμένας,: « Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ μή εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, ἀλλά ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστί καί ληστής· ὁ δέ εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρός ἀνοίγει, καί τά πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καί τά ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καί ἐξάγει αὐτά. καί ὅταν τά ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καί τά πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασιν τήν φωνήν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσιν, ἀλλά φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν». (Ἰωάν. Ι, 1-5).
Β). Ὡς ἐκ τούτου, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι καί ἐμεῖς νά ἐφαρμόσουμε τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν γνωστόν ΙΕʹ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον ὀφείλουμε νά κάνουμεν διακοπή τῆς μνημονεύσεως ὅλων τῶν αἱρετικῶν λατινοφρόνων – φιλοενωτικῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἑπομένως κατ᾿ ἀνάγκη θά διακόψουμε τήν διαμνημόνευσιν τοῦ ὀνόματός τους, κατά τήν προσκομιδή ἀπό τό ἅγιον δισκάριον, πού συμβολίζει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅλων ἐκείνων τῶν Ἐπισκόπων, κληρικῶν καί λαϊκῶν πού θά ὑπογράψουν αὐτήν τήν αἱρετικήν Σύνοδον. Καθώς καί ὅλων ὅσων συμφωνοῦν μαζί τους καί θά ἀκολουθήσουν συνειδητά αὐτή τήν αἵρεση. Μέ ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι καθίστανται πλέον αἱρετικοί διά τήν Ἐκκλησίαν δέν ἠμποροῦμεν νά ἔχουμε ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἕως ὅτου δημοσίως μετανοήσουν καί ἀποκηρύξουν τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καθώς θά ὁρίσει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά Συνόδου.
Οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν Οἰκουμενικό, διαχρονικό καί αἰώνιον κῦρος καί ἰσχύν καί οὐδεμία Σύνοδος, πατριάρχης ἤ ἐπίσκοπος δύνανται νά τούς ἀκυρώσουν. Σύμφωνα μέ αὐτούς:
«Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω» (Κανών Ιʹ, Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
Ἐπίσης, « Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, ΜΟΝΟΝ, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». (Κανών ΜΕʹ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
Μόνον ἀπ᾿ αὐτούς τούς δύο Κανόνες πού ἐπισημαίνουμε ἄς ἀναλογισθεῖ κάθε ἐπίσκοπος, κληρικός, μοναχός καί χριστιανός ὀρθόδοξος πόση ἀκρίβεια ὀφείλουμε ὅλοι μας νά ἔχουμε στήν ἐφαρμογή τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι οἱ ἀσφαλιστικές δικλεῖδες τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς διαχρονικοί, δέν εἶναι πρέπον νὰ παραβιάζονται καὶ ὀφείλουν νὰ ἐφαρμόζονται ὑφ’ ὅλων τῶν πιστῶν.
ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
Σεβαστή Ἱερά Κοινότης καί Ἅγιοι Καθηγούμενοι, τά ἑκατόν χρόνια ἄκρας οἰκονομίας καί ἀνοχῆς ἀπέναντι σέ οἰκουμενιστές–λατινόφρονες καί φιλενωτικούς ἐπισκόπους εἶναι ὑπεραρκετά. Ἡ ζημία καί ἡ ἀλλοίωσι πού ἔχει προκαλέσει αὐτὴ ἡ ψευδεπίγραφη “οἰκονομία” στό Ὀρθόδοξο κριτήριο κλήρου καί λαοῦ εἶναι ἤδη τεραστίων διαστάσεων. Στό Ἅγιον Ὄρος ὅμως ἔχουμε τήν διαχρονική καί ἁγιοπνευματική παράδοση, ὡς ἱερά παρακαταθήκη τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων καί τῶν Γερόντων, ἐκ τῶν ὁποίων διδασκόμεθα, ὅτι ὁσάκις ὑπάρχει αἵρεσις ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά προχωροῦμε στήν διακοπή μνημοσύνου, ὅλων ἐκείνων πού πρεσβεύουν αἵρεσιν καί ἤ ἀπό φόβον καί δειλίαν ἀκολουθοῦν τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί δέν διακόπτουν τό μνημόσυνό τους ἐν τοῖς μυστηρίοις.
Ὑπενθυμίζουμε ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τό 1924 ἕως τό 1974 εἶχε διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου, πρῶτον λόγῳ τῆς εἰσαγωγῆς τῆς καινοτομίας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου καί δεύτερον, λόγῳ τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ἐπί πατριαρχίας Ἀθηναγόρου.
Ἐσεῖς, Ἅγιοι Καθηγούμενοι, ἐρχόμενοι οἱ περισσότεροι ἐξ ὑμῶν μετά τῶν μοναστικῶν συνοδειῶν σας ἐκ τοῦ κόσμου, διά νά ἐπανδρώσετε τίς Ἱερές Μονές λόγῳ λειψανδρίας, ἐπαναφέρατε καί τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχη, καίτοι δέν ἄλλαξε τίποτε πρός τό καλύτερον, οὔτε ὁ πρώην Πατριάρχης Δημήτριος οὔτε ὁ νῦν Πατριάρχης κ.Βαρθολομαῖος. Οἱ παλαιοί ἁγιορεῖτες στήν ἀρχή, ὅταν ἀνέλαβε ὁ Πατριάρχης Δημήτριος, εἶχαν χρηστές ἐλπίδες ὅτι θά ὀρθοτομήσει τήν Πίστη. Ὅταν ὅμως ἐδήλωσε ἐπισήμως, ὅτι θά ἀκολουθήσει ἀπαραλλάκτως τήν γραμμή τοῦ μεγάλου προκατόχου του Ἀθηναγόρα, τότε ὅλοι σχεδόν, ἐπανέλαβαν ὅτι θά συνεχίσουν τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου. Σεβομένη ἡ Ἱερά Κοινότης τό ἁγιορείτικο καί ὀρθόδοξο αὐτό φρόνημα σέ ἔκτακτη Διπλῆ Ἱερά Σύναξη ἀποφάσισε σχετικῶς μέ τό θέμα:
 “Ἐπαφίεται εἰς τήν συνείδησιν ἑκάστης Μονῆς, ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου”. (ΝΒʹ Συνεδρία ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως, 13 Νοεμβρίου 1971).
Τό δικαίωμα, λοιπόν τῆς διακοπῆς μνημοσύνου, ἐκτός ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, μᾶς τό παρέχει καί ἡ ἴδια ἡ Ἱερά Κοινότητα, ἀκολουθοῦσα τήν ἱερά παράδοση τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου. Εἶναι, ὅμως ποτέ δυνατόν, νά ὑπάρχει Ἱερά Μονή καί Μοναχός πού νά μή ἔχει ὀρθόδοξη συνείδηση καί εὐαίσθησία;
Ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου γίνεται εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας μέ ἀπώτερον σκοπόν τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τήν καθαίρεση τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων, ἐάν δέν μετανοήσουν.
Ἡ Ἱερά Μονή Καρακκάλου εἰς ἀπάντησίν της πρός τήν Ἱερά Κοινότητα, εἶχε γράψει ὡς ἑξῆς: «Ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερά Μονή ὑπό στοιχεῖα ΙΔ΄ ἐν τῇ σημερινῇ Συνάξει 21.9.1972 ἐξήτασε καί αὖθις τό ἐπίμαχον θέμα τοῦ μνημονεύματος, καί παρ᾽ ὅλον τόν σεβασμόν καί τά ὡραῖα λόγια τοῦ ἁγίου προέδρου, ἅτινα ἐμελετήσαμεν μετά προσοχῆς ἐν τῇ ἐγκυκλίῳ του… ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν νά πληροφορήσῃ ὑμᾶς, τήν ὑμετέραν Σεβασμιότητα, γραπτῶς τά κάτωθι, ἐν σχέσει μέ τό σοβαρόν ἐκκλησιαστικόν θέμα.
Ἐπιθυμοῦμε νά ἐπαναλάβωμεν τήν ἐν πεποιθήσει καί ἀμετάθετον ἀπόφασιν ἡμῶν περί συνεχίσεως τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Μνημοσύνου εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἐφ᾽ ὅσον ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος ὁ Α΄ θά συνεχίσῃ τήν τηρουμένην ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γραμμῆς, τήν ὁποίαν εἶχε χαράξει ὁ Ἀθηναγόρας. (βλ. Ο.Τ.α.φ 213 , 1-7-1974).
Ἡ Ἱ.Μ. Ἁγίου Παύλου ἐπί Ἡγουμενίας τοῦ Γέροντος Ἀνδρέα, ἀπήντησε ὡσαύτως: «…ἡ ἀπόφασις ἡμῶν εἶναι ὅτι δέν δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς συζήτησιν παρά μόνον ἐφ᾽ ὅσον δηλωθῇ ὑπό τῆς Α. Παναγιότητος διά τοῦ τύπου ὅτι δέν θά ἀκολουθήσῃ τήν πορείαν τοῦ προκατόχου Αὐτοῦ».
Ἐπίσης ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς π.Ἀνδρέας ἀπήντησε πρός τήν Ἱ.Κοινότητα: «Λόγοι ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως δέν μοῦ ἐπιτρέπουν νά ἐπαναλάβω τό μνημόσυνον, διότι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶναι νεωτεριστής, βαδίζει τά ἴχνη τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἀθηναγόρου, τοῦ ὁποίου τάς ἀπόψεις καί τά αἱρετικά φρονήματα δέν κατεδίκασεν». (βλ. Ο.Τ. ἀ.φ. 213, 1-7-1974).
Αὐτό ἦταν τό παλαιό Ἅγιον Ὄρος ἅγιοι Καθηγούμενοι, τό ὁποῖον κάποιοι ἀπό ἐσᾶς τό προλάβατε καί κάποιοι ἀπό ἐσᾶς πολλές φορές λειτουργήσατε χωρίς νά μνημονεύσετε τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου, ὅπως ἔκαναν σχεδόν καί ὅλοι οἱ ἁγιορεῖτες μοναστηριακοί καί κελλιῶτες, πολλούς ἐκ τῶν ὁποίων σήμερα τιμοῦμε ὡς λίαν ἐναρέτους, πνευματικούς Γέροντες καί ἁγίους. Γιατί ὅμως δέν τούς μιμούμεθα καί στό θέμα αὐτό τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων, ὅπως ἔκανε καί ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος; Μήπως πιστεύετε ὅτι τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα, ὅταν δέν μνημονεύουμε τό ὄνομα τοῦ πατριάρχη; Τόσα χρόνια καί τόσες χιλιάδες θεῖες λειτουργίες πού εἶχαν τελεσθεῖ ἦταν λοιπόν ἄκυρες; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά Σεβαστή Ἱερά Κοινότης καί Ἅγιοι Καθηγούμενοι, ἐπιθυμοῦμε νά σᾶς ἐνημερώσουμε καί νά σᾶς καταστήσουμε ὑπευθύνους, ὅτι ἐάν ἡ μελετωμένη Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν καταδικάσει τήν Παναίρεση τοῦ Συγκρητιστικοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐμεῖς σᾶς γνωστοποιοῦμε ὅτι θά ἀκολουθήσουμε τήν παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τούς παλαιούς Ὁσίους Ἁγιορεῖτες Πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν ἐποχή τοῦ αἱρετικοῦ λατινόφρονος – ἑνωτικοῦ πατριάρχου Βέκκου (1272) καί πάλιν ἀπό τό 1924 ἕως τό 1974 εἶχαν διακόψει τό μνημόσυνον.
 Ἐμεῖς ὡς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλώνουμε ὅτι δέν ἔχουμε καμμία σχέση μέ κάθε «ζηλωτική» παράταξη ἤ ἀκρότητα ἤ φανατισμό, ἀλλά ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι καί συστοιχούμενοι στήν διαχρονική Ἁγιορειτική παράδοση τήν σφραγισθεῖσαν μέ τό αἷμα τόσων ἁγίων Ὁσιομαρτύρων, ἐπιθυμοῦμε μέ τόν ὀφειλόμενο σεβασμό νά σᾶς προετοιμάσουμε καί νά σᾶς ἐπιστήσουμε τήν προσοχή σχετικά μέ τό θέμα αὐτό. Θεωροῦμε τοῦτο ὡς ὀφειλόμενον καθῆκον μας ἔναντι τῶν ἁγίων Ὁσιομαρτύρων καί τῆς ἱερᾶς παραδόσεως. Θά σταματήσουμε, λοιπόν ἐπισήμως καί ἐμεῖς τήν διαμνημόνευση τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη.
Δέν ἐπιθυμοῦμε ποτέ νά ἀκολουθήσουμε μία ἐκκοσμικευμένη “ἐκκλησία”. Διότι μία τοιαύτη, “Πανορθόδοξος Σύνοδος”, ἡ ὁποία θά παρέχει ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς, καί νομιμοποίηση τῶν αἱρέσεων, ἀκυρώνει τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί γκρεμίζει ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί ἀντεισάγει μιά ἐκκοσμικευμένη «ἐκκλησία». Μία, ὅμως ἐκκοσμικευμένη “Ἐκκλησία”, ὅπως γνωρίζουμε δέν δύναται νά παράσχῃ σωτηρία σέ ὅσους θά τήν ἀκολουθήσουν. Μήπως τό Βατικανό καί ὁ παπισμός καί ὅλες οἱ ἄλλες πανσπερμίες τῶν Προτεσταντῶν κλπ. δέν εἶναι ἐκκοσμικευμένες “ἐκκλησίες”;
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὔτε σχίζεται, οὔτε διαιρεῖται, ὅπως πιστεύει ὁ Πατριάρχης, μέ τήν αἱρετική του θεωρία περί “Διηρημένης Ἐκκλησίας”, καί οὔτε ἔχει ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς οἰκουμενιστές γιά νά τήν ἑνώσουν. Ἡ Ἐκκλησία δέν διαιρεῖται ποτέ, γιατί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὡς κεφαλή της, ὅστις εἶναι πάντοντε ἑνωμένος μέ τό σῶμα Του. Οἱ αἱρετικοί ἀποκόβονται ἀπό τήν ἄμπελο-Ἐκκλησία. «Ἐάν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τό κλῆμα, καί ἐξηράνθη, καί συνάγουσιν αὐτά, καί εἰς πῦρ βάλλουσι, καί καίεται». (Ἰωάν., 15, 6).
Τοιουτοτρόπως μία τοιαύτη Σύνοδος, ἡ ὁποία θά ἀναγνωρίσει ὡς “ἐκκλησίες”, τούς αἱρετικούς, παύει νά εἶναι Σύνοδος καί ἀποβαίνει λῃστρική, αἱρετική καί ψευτοσύνοδος. Ὅσοι τήν ὑπογράψουν καί ὅσοι τήν ἀποδεχθοῦν θά καταδικαστοῦν ὡς ἔσχατοι αἱρετικοί χείρονες πάντων τῶν προγενεστέρων. Ἐν τῇ φοβερᾷ ἐκείνῃ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, ἡ ἔκπτωσή τους θά εἶναι πιό φοβερή καί ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἰούδα, τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Πάπα, διότι αὐτοί δέν γνώριζαν καλά ποῖον ἠρνοῦντο, «εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν». (Α΄Κορ.Βʹ8). Οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές καί κυρίως οἱ πρωτοστατοῦντες γνωρίζουν πολύ καλά ποῖον σταυρώνουν, τόν Ἀναστάντα ΚΥΡΙΟΝ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ διά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Πῶς εἶναι δυνατόν Ἅγιοι Πατέρες, ἀπό τήν μία νά ἑορτάζουμε μέ λαμπρά ἀγρυπνία στόν Ἱερό Ναό τοῦ Πρωτάτου τήν μνήμην τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Πρώτου, ὁ ὁποῖος ἀπαγχονίσθηκε, καθώς καί τῶν ἄλλων Ὁσιομαρτύρων πού μαρτύρησαν ἀπό τούς λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καί ἀπό τήν ἄλλη νά ὑποδεχόμεθα μέ τιμές καί δοξολογίες στόν ἴδιο Ἱερό Ναό τοῦ Πρωτάτου, τόσους καί τόσους συγχρόνους οἰκουμενιστές λατινόφρονες φιλενωτικούς Ἀρχιερεῖς; Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας, δέν τό ἀντέχει ἡ συνείδησή μας. Ὁ Μέγας Προφήτης Ἠλίας, ὁ πυρφόρος καί ζηλωτής τοῦ Κυρίου εἶπε στόν βασιλέα Ἀχαάβ καί στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, πού παρέπαιαν: « Ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ᾿ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις ὑμῶν; Εἰ ἔστι Κύριος ὁ Θεός, πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ· εἰ δέ ὁ Βάαλ αὐτός, πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ». Ἐάν ὁ πάπας εἶναι Ἐκκλησία, ὦ ταλαίπωροι οἰκουμενιστές, πορεύεσθε λοιπόν ὀπίσω αὐτοῦ, πηγαίνετε στόν Πάπα νά σᾶς κάνει καί καρδιναλίους, ὅπως ἔγινε καί ἐκεῖνος ὁ δυστυχισμένος πρώην Νικαίας Βησσαρίων, καί ἀφῆστε μας ἡσύχους νά ὑπηρετήσουμε τήν ταπεινή καί καθημαγμένη ἀπό τά αἵματα τῶν Μαρτύρων Ὀρθοδοξία μας. Ἅγιοι Πατέρες ἕως πότε θά ζοῦμε αὐτήν τήν πνευματική, ἐκκλησιαστική σχιζοφρένια τῶν οἰκουμενιστῶν;
Αὐτή ἡ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποτέ Κύριε μή ἐπιτρέψεις νά γίνῃ. Ἀλλά σήμερα ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση εἶναι ὅσο ποτέ ἄλλοτε κρίσιμη. Ὅλα εἶναι πιθανά καί πρέπει ὅλοι μας νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ὅλα. Ἴσως ζήσουμε γιά ἄλλη μία φορά μία νέα ΦΕΡΡΑΡΑ-ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ, μέ ὅλες τίς πνευματικές καί ἐθνικές συμφορές πού θά ἐπακολουθήσουν, λόγῳ τῆς προδοσίας τῆς πίστεως. Ἐμεῖς εὐχόμεθα ὅλοι μας νά σταθοῦμε ἀντάξιοι τῶν περιστάσεων καί μέ τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παγαγίας μας, νά ὁμολογήσουμε τήν Ὀρθόδοξο πίστη μας μέχρι καί αἵματος, ἐάν χρειασθεῖ.
Εὐχόμεθα ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, διά πρεσβειῶν τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, νά φωτίσει τούς ἁγίους Ἀρχιερεῖς καί νά προστατεύσει ἐμᾶς καί τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα ἀπό τήν πλάνη τοῦ σατανᾶ τῶν ἐσχάτων χρόνων, πού εἶναι ἡ Παναίρεση τοῦ ἑωσφορικοῦ, Συγκρητιστικοῦ, Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀμήν.
Διά τήν Συντακτική Ἐπιτροπή τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
Γέρων Γαβριήλ, Ἱ.Κ.Ἁγίου Χριστοδούλου, Ἱ.Μ.Κουτλουμουσίου.
Γέρων Σάββας Λαυριώτης, Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας.
Γέρων Ἱλαρίων, Ἱ.Κ.Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἱ.Μ.Κουτλουμουσίου.
Μοναχός Δοσίθεος, Ἱ.Κ.Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἱ.Μ.Κουτλουμουσίου.
Γέρων Κύριλλος, Ἱ.Ἡ.Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Καρούλια, Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας.
Γέρων Χαρίτων Ἱερομ. Ἱ.Κ.Ἀναλήψεως, Ἱ.Μ.Βατοπαιδίου.
Γέρων Χερουβείμ, Ἱ.Κ.Ἀρχαγγέλων, Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας.
Ἡ συλλογή ὑπογραφῶν συνεχίζεται, καὶ θὰ δημοσιευθοῦν εἰς ἑπόμενον φύλλον τοῦ Ο.Τ.