''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

"Πρεσβεία εις την Κωνσταντινούπολιν"

Aπό το βιβλίο « Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά», Λιουτπράνδος της Κρεμώνας
μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης.

 
«Επί βασιλείας του Νικηφόρου οι Ασσύριοι δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν στους Έλληνες... Μετά το θάνατο του θα έρθει ένας χειρότερος (φοβάμαι όμως πως χειρότερος δεν γίνεται) και πιο δειλός. Στη βασιλεία του οι Ασσύριοι μοιραία θα υπερισχύσουν και θα κατακτήσουν μέχρι και την Χαλκηδόνα... Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα...»
 

           Πιθανόν σκοπός του κληρικού πρέσβη να ήταν να αποβάλουν οι δυτικοί αναγνώστες κάθε «σύμπλεγμα κατωτερότητας» προς την ανατολική αυτοκρατορία και να απομειωθεί η φήμη της. Ό,τι κι αν ήταν πάντως, μέσα από τη διήγηση του, φαίνεται ξεκάθαρα η δύναμη, το μεγαλείο, η λαμπρότητα, και η σχεδόν μαγική διάσταση της, την εποχή του Νικηφόρου Φωκά.
             Το 963 μ.Χ. ο γενναίος στρατηγός Φωκάς στέφεται αυτοκράτορας, και λίγο αργότερα παντρεύεται τη Θεοφανώ. Συνέπεια της ανάδειξης ισχυρού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη είναι η ανησυχία στην Αυλή του Όθωνος ο οποίος σχεδιάζει επέκταση σε βάρος του ελληνικού θέματος στην Απουλία και Καλαβρία. Ο ένας τρόπος είναι η κατάκτηση, ο δεύτερος ο γάμος. Ο επίσκοπος της Κρεμώνας Λιουτπράνδος ως απεσταλμένος του βασιλιά αναλαμβάνει αυτό το προξενιό πηγαίνοντας στην Πόλη το 968 μ.Χ. Είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτεται τη Βασιλεύουσα. Υπήρξε και τρίτη το 971 όπου στο ταξίδι της επιστροφής πεθαίνει.
          Το κείμενο που έγραψε γι’ αυτό το ταξίδι δεν στερείται λόγοτεχνικής αξίας αλλά έχει μικρή ιστορική ή μάλλον ιδιάζουσα διότι καθώς βρίθει από υπερβολές, αβάσιμες κατηγορίες, πρωτοφανή εχθρότητα και φανταστικά γεγονότα, που έκπληκτος, θα διαπιστώσει ο οιοσδήποτε σημερινός αναγνώστης, αποτελεί ταυτόχρονα σημαντικό ντοκουμέντο για την ανίχνευση των ριζών του μισελληνισμού στη Δύση, που, απ’ ότι φαίνεται, ανιχνεύονται μέχρι τα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης.

                             
του Θάνου Δασκαλοθανάση

 

 




(4 Ιουνίου 969)   «…φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί, ως ένδειξη ασέβειας προς υμάς, αφού μας υποδέχτηκαν με ξεδιάντροπο τρόπο μας μεταχειρίστηκαν με τραχύτητα και αγένεια. Κλειστήκαμε σ’ ένα παλάτι, αρκετά μεγάλο πρέπει να ομολογήσω, αλλά ξεσκέπαστο που δεν κρατούσε έξω ούτε το κρύο ούτε τη ζέστη. Ένοπλοι στρατιώτες φρουρούσαν ώστε κανείς από τους συνοδούς μου να μη βγαίνει και κανείς άλλος να μη μπαίνει. Αυτή η κατοικία, στην οποία μόνο εμείς οι έγκλειστοι μπορούσαμε να περάσουμε, ήταν τόσο μακριά από το παλάτι ώστε μας κοβόταν η αναπνοή κάθε φορά που πηγαίναμε περπατώντας ως εκεί – δε μας επιτρεπόταν να πάμε καβάλα….”


Και συνεχίζει επί λέξει:


 «Επιπρόσθετα στη συμφορά μας το ελληνικό κρασί είναι αδύνατο να το πιει κανείς, αφού αναμιγνύεται με κατράμι, ρετσίνι και γύψο. Το σπίτι δεν είχε νερό κι ούτε μπορούσαμε να αγοράσουμε νερό για να ξεδιψάσουμε».

 
 
           Την εποχή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969) οι σχέσεις με τη Δύση και ειδικότερα με τη  Γερμανική αυτοκρατορία και τη Ρώμη οξύνθηκαν. Πολύτιμη μαρτυρία για το επίπεδο αυτών των σχέσεων αποτελεί η πρεσβεία του Λιουτπράνδου στην  Κωνσταντινούπολη το 969. Ο Λιουτπράνδος ήταν  επίσκοπος της Κρεμόνας στη Βόρειο Ιταλία και βρισκόταν στη υπηρεσία του Όθωνα του Μεγάλου. Ήταν επίσης ένας από τους ελάχιστους λόγιους της Δύσης που γνώριζε ελληνικά. Ως απεσταλμένος του Γερμανού αυτοκράτορα στην Πόλη συνέταξε μια  έκθεση με το όνομα «Αναφορά περί της πρεσβείας εις Κωνσταντινούπολιν»,
             Στην έκθεση αυτή τόνισε την εχθρική  σχέση του Βυζαντινού αυτοκράτορα  με το  Γερμανό ηγεμόνα καθώς  ο τελευταίος διεκδικούσε το τίτλο του «αυτοκράτορα των Ρωμαίων» που κατείχε εν προκειμένω ο Νικηφόρος Φωκάς. Βασική επιδίωξη της αποστολής ήταν και η προετοιμασία ης του γάμου μεταξύ  βυζαντινής πριγκίπισσας Θεοφανούς και του γιου του Όθωνα Β΄.
             Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο αυτοκρατορικός τίτλος που οικειοποιήθηκαν οι Γερμανοί αυτοκράτορες αντιμετωπίστηκε από το Βυζάντιο με οργή και περιφρόνηση.

            Το 968, σύμφωνα με το Λιουπράνδο της Κρεμόνας, όταν οι παπικοί απεσταλμένοι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη φέρνοντας μια επιστολή που απευθυνόταν στον <<αυτοκράτορα των Ελλήνων>> και στην οποία ο πάπας αναφερόταν στον Όθωνα Α΄ ως το << σεπτό αυτοκράτορα των Ρωμαίων>>, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να συγρατήσουν την αγανάκτησή τους: 


<< Tι θρασύτητα>>, κραύγασαν, <<να αποκαλείται ο οικουμενικός αυτοκράτορας των Ρωμαίων, ο ένας και μοναδικός Νικηφόρος, ο μεγάλος, ο μεγαλοπρεπής <<ως αυτοκράτωρ των Ελλήνων>> και να πρασαγορεύεται ένα αξιολύπητο βαρβαρικό πλάσμα ως << Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων>>! Ω ουρανέ! Ω θάλασσα! Ω γη! Τι θα κάνουμε με αυτούς τους παλιανθρώπους και τους εγκληματίες."

            Η διάσταση μεταξύ τους είναι απολυτη: 

«Ο Πάπας είναι ανάγωγος. Αγνοεί ότι ο άγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετέφερε εδώ το σκήπτρο, τη Σύγκλητο και ολόκληρο το ρωμαϊκό στρατό αφήνοντας στη Ρώμη μόνο ευτελείς υποτελείς. Κι εσείς δεν είστε Ρωμαίοι, είστε Λομβαρδοί».

                Ο Λιουτπράνδος διακόπτει τον αυτοκράτορα προσβεβλημένος:

«Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ήρθε εδώ. Αφού όμως αλλάξατε γλώσσα, ήθη και ενδυμασία, ο παναγιότατος Πάπας θεώρησε ότι ούτε και σε σας αρέσει ο όρος Ρωμαίοι...Εμείς, Λομβαρδοί, Σάξονες, Φράγκοι, Λοθαρινοί, Βαυαροί, Σουηβοί, Βουργουνδοί περιφρονούμε τους Ρωμαίους σε τέτοιο βαθμό που για να προσβάλουμε τους εχθρούς μας τους αποκαλούμε Ρωμαίους, γιατί αυτή η ονομασία περικλείει αγένεια, δειλία, φιλαργυρία, ασωτία, απιστία και γενικά κάθε είδος κακίας».

          Αυτά τα αφηγείται ο ίδιος ο Λιουτπράνδος στη Relatio που κάθισε μετά κι έγραψε. Εννοείται ότι δεν διέκοψε τον αυτοκράτορα, αυτές οι αναφορές βρίσκονται μόνο στα χαρτιά. Στη Relatio αναφέρει γεμάτος οργή ότι τον υποτίμησαν, τον ταπείνωσαν και τον πρόσβαλαν για την καταγωγή του. Και προσθέτει με κακεντρέχεια: «Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φορά χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδα , κρεμμύδια και πράσα...»
           Συμπερασματικά  τον 9ο και 10ο αιώνα η διάσταση ανάμεσα σε μας και τη Δύση είναι ήδη μεγάλη και θα γίνει αγεφύρωτη το 1054 μ.Χ.  με το σχίσμα μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας.


         Από τη περιγραφή του Λιουτπράνδου διαφαίνεται  η πολιτισμική αποξένωση που είχε ήδη επέλθει μεταξύ του Βυζαντίου και της Δύσης, επιστέγασμα της οποίας υπήρξε έναν αιώνα αργότερα το σχίσμα των Εκκλησιών. Ο  Λιουτπράνδος έτυχε άσχημης αποδοχής και για κάποιο διάστημα τέθηκε σε περιορισμό.  Η έκθεσή του προς τον Όθωνα Α΄ για τα πεπραγμένα  της αποστολής του αποτελεί ένα μνημείο ύβρεων για το Βυζάντιο. Ο Λιουτπράνδος ανέφερε, μεταξύ άλλων, το άσχημο κατάλυμα που παραχωρήθηκε στα μέλη της αποστολής του για να διαμείνουν,  το νοθευμένο κρασί που τους πρόσφεραν για να πιουν, αλλά και την οργή του όταν ο Λέων Φωκάς, αδερφός του αυτοκράτορα, αποκάλεσε τον Όθωνα «Ρήγα», και όχι «βασιλέα».
      Από τον επίσκοπο της Κρεμόνας μαθαίνουμε ο αυτοκράτορας Ν. Φωκάς, έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στην πολεμική ικανότητα του στρατού του,  αντιμετώπιζε υπεροπτικά τη στρατιωτική ισχύ της Δύσης. Ο Φωκάς ρωτούσε συχνά για το στρατό του Όθωνα και αμφισβητούσε το αξιόμαχό του, τόσο σε αριθμούς όσο και σε ποιότητα και εξοπλισμό. Ειρωνευόταν επίσης τους Δυτικούς στρατιώτες ως κοιλιόδουλους και μέθυσους, ενώ σημείωνε ιδιαιτέρως ότι οι Γερμανοί δεν διέθεταν ναυτικό. Η θάλασσα ανήκει στους Βυζαντινούς του τόνισε. « Η κυριαρχία του κόσμου μού ανήκει γιατί είμαι ο κύριος της ναυσιπλοΐας», ενώ απείλησε μάλιστα ότι ο βυζαντινός στόλος θα επιτεθεί και θα καταστρέψει τις παράλιες πόλεις που οι Γερμανοί κατείχαν στην Ιταλία. Εκφράζοντας το μίσος του ο Λιουτπράνδος, πριν αναχωρήσει από τη Πόλη, έγραψε στους τοίχους του δωματίου του τα εξής:


« Μην εμπιστεύεσαι τους Έλληνες. Ζουν για να προδίδουν. Και μην ακούς τις υποσχέσεις τους, ό,τι και να  λένε. Εάν το ψεύδος τους εξυπηρετεί, παίρνουν οποιοδήποτε όρκο. Κι όταν είναι καιρός να τον πατήσουν, δε νιώθουν κανένα φόβο».

   
Πηγές

 

Γιατί το Βυζάντιο, Ελένη Αρβελέρ
 Καίτη Βασιλάκου, "Αυτοί δεν είναι σαν κι εμάς"
http://ketivasilakou.blogspot.gr/2011/11/blog-post.html
Βυζάντιο, η πραγματική ιστορία της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, Γιάννης Καρδαράς – Βλασία Βελιανίτη
Η  βυζαντινή διπλωματία ως πρότυπο πολιτιστικής διπλωματίας Βασιλείου Παῒπαη – Διεθνολόγου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου