Αἰῶνας
τῆς «Βυζαντινῆς ἐποποιίας» ἀπὸ τοὺς περισσότερους Βυζαντινολόγους
θεωρεῖται ὁ 10ος αἰῶνας, καθὼς εἶναι τὰ χρόνια τῆς μεγάλης ἐδα-φικῆς
ἐπέκτασης τοῦ Βυζαντίου.
Ὁ ἀγῶνας στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὸ Βορρᾶ μὲ τοὺς Ἄραβες, Βούλγαρους καὶ Ρώσους στέφθηκε ἀπὸ τὶς λαμπρὲς ἐπιτυχίες τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ, κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 10ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα. Αὐτὸ κατορθώθηκε παρὰ τὶς ἀποτυχίες τοῦ τέλους τοῦ 9ου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 10ου αἰῶνα. Ὁ θρίαμβος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε μεγάλος τὴν ἐποχὴ τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ (963-969) καὶ τοῦ Ἰωάννη Τσιμισκῆ (969-976), γιὰ νὰ φτάση στὸ ἀπόγειό του κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Βασιλείου Β΄ (976-1025). Τὴν ἐποχὴ τοῦ τελευταίου, οἱ ἀποσχιστικὲς κινήσεις στὴ Μικρὰ Ἀσία κατεστάλησαν, ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Βυζαντίου στὴ Συρία ἐνισχύθηκε, ἡ Ἀρμενία ἐν μέρει προσαρ-τήθηκε στὴν Αὐτοκρατορία καὶ ἐν μέρει ἔγινε ὑποτελὴς τοῦ Βυζαντίου, ἡ Βουλγαρία μεταβλήθηκε σὲ ἐπαρχία τοῦ Βυζαντίου καὶ ἡ Ρωσία, υἱοθετῶντας τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἀπέκτησε στενότερες θρησκευτικές, πολιτικές, ἐμπορικὲς καὶ πολιτιστικὲς σχέσεις μὲ τὴν Αὐτοκρατο-ρία.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ Αὐτοκρατορία γνώρισε τὴν πιὸ μεγάλη της δύναμη καὶ δόξα. Τὸ ἐντατικὸ νομοθετικὸ ἔργο, καρπὸς τοῦ ὁποίου εἶναι ἕνας γιγάντιος κώδικας, τὰ «Βασιλικά», καὶ ἕνας ἀριθμὸς περίφημων διαταγμάτων, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν ἐναντίον τῆς καταστρεπτικῆς ἀναπτύξεως τῶν ἰσχυρῶν γαιοκτημό νων, καθὼς καὶ ἡ πνευματικὴ πρόοδος ποὺ συνδέεται μὲ τὰ ὀνόματα τοῦ Πατριάρχη Φωτίου (858-867 καὶ 877-886) καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου (945-959), προσθέτουν μεγαλύτερη δόξα καὶ σπουδαιότητα στὴν πρώτη περίοδο τῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος πῆρε στὰ χέρια του τὴ διοίκηση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν. Ἀπὸ τὸν πατέρα του, Λέοντα Στ΄ τὸν Σοφὸ (865-912), εἶχε κληρονομήσει τὸ πάθος γιὰ τὰ βιβλία καὶ τὴ γνώση, ἔχοντας ἄφθονο χρόνο γιὰ νὰ ἐντρυφήση σὲ ὅλα αὐτά.
Ὁ ὄγκος τοῦ ἔργου ποὺ ἄφησε πίσω του εἶναι ἐντυπωσιακὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη. Κανένας ἄλλος αὐτοκράτορας δὲν συνέβαλε τόσο πολὺ στὴ γνώση μας γιὰ τὴν ἐποχή του.
Ὑπῆρξε, ἐπίσης, ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους ἐκφραστὲς τοῦ πρώτου βυζαντινοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ εἰσηγητὴς τοῦ ἐγκυκλοπαιδισμοῦ. Μὲ προσωπικὴ ἐπιμέλεια καὶ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα γράφηκαν ἔργα ποὺ διακρίνονται γιὰ τὸν ἐγκυκλοπαιδικὸ χαρακτῆρα τους καὶ ἄλλα ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ ἴδιου τοῦ Πορφυρογέννητου ἢ καὶ ἀπὸ συνεργασία μὲ ἄλλους λογίους. Τὰ πιὸ γνωστὰ καὶ σημαντικὰ ἔργα του εἶναι τὸ Περὶ βασιλείου τάξεως, μιὰ ἐγκυκλοπαίδεια τῶν βυζαντινῶν τελετουργιῶν καὶ τοῦ πρωτοκόλλου τῆς Αὐλῆς, τὸ Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανὸν γιὰ τὸν γιό του Ρωμανό, ἕνα πρακτικὸ ἐγχειρίδιο γιὰ τὴν τέχνη τῆς διακυβέρνησης καὶ τὸ Περὶ Θεμάτων, ποὺ ἐξετάζει τὴ γεωγραφικὴ ἐξάπλωση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, μὲ ἀναφορὲς στὸ 10ο αἰῶνα, προσφέροντας, ταυτόχρονα, ἀρχαι ολογικὲς πληροφορίες καὶ μαρτυρίες γιὰ τὶς ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέν-νητος ἦταν παθιασμένος συλλέκτης, ὄχι μόνο βιβλίων καὶ χειρογράφων, ἀλλὰ καὶ κάθε εἴδους ἔργων τέχνης. Κάτι ἐπίσης σημαντικὸ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ ἀξιώματός του εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ἐξαίρετος ζωγράφος. Ἦταν ὁ πιὸ γενναιόδωρος προστάτης συγγραφέων καὶ λογίων, καλλιτεχνῶν καὶ χειροτεχνῶν. Τέλος, ὑπῆρξε ἕνας ἐξαίρετος Αὐτοκράτορας, ἕνας ἱκανός, εὐσυ-νείδητος καὶ σκληρὰ ἐργαζόμενος ἡγεμόνας, μὲ ξεχωριστὴ ἱκανότητα στὴν ἐπιλογὴ ἀνθρώπων ποὺ διόριζε σὲ στρατιωτικές, ἐκκλησιαστικές, πολιτικὲς καὶ ἀκαδημαϊκὲς θέσεις.
Ἔκανε πολλὰ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἀνώτατης ἐκπαίδευσης καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ λειτουργία τῆς δικαιοσύνης.
Μὲ τὴν ἀνάρρησή του στὸν θρόνο συνέχισε τὴν ἀγροτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ρωμανοῦ Α΄ (912-948) μὲ τὴν ἄμεση ἀπόδοση, χωρὶς ἀποζημίωση, ὅλων τῶν ἀγροτικῶν γαιῶν ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει οἱ «ἰσχυροί». Ἔτσι, περὶ τὰ τέλη τῆς βασιλείας του ἡ κατάσταση τῶν μικρογαιοκτημόνων χωρικῶν, ποὺ ἀποτελοῦσε βάση ὁλόκληρης τῆς οἰκονομικῆς καὶ στρατιωτικῆς ἰσχύος τῆς αὐτοκρατορίας, βελτιώθηκε ἀρκετά. Τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ βιοτεχνία, σημαντικοὶ τομεῖς τῆς μεσαιωνικῆς οἰκονομίας, γνώρισαν ἰδι-αίτερη ἄνθηση κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας του καὶ μετά.
Ἀξιόλογη ἦταν καὶ ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τοῦ Πορφυρογέννητου, ἀφοῦ ἐπὶ βασιλείας του κατακτήθηκε ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ στρατὸ ἡ πόλη Σαμόσατα, στὶς ὄχθες τοῦ Εὐφράτη, καὶ ἀναπτύχθηκαν σχέσεις μὲ τὸ Γερμανὸ βασιλιὰ Ὄθωνα, ἀνακόπτοντας ἔτσι τὶς ἐπεκτατικὲς διαθέσεις του πρὸς τὴν Ἀνατολή. Ὁ λόγιος αὐτὸς αὐτοκράτορας πέθανε σὲ ἡλικία 54 ἐτῶν, στὶς 9 Νοεμβρίου 959, χωρὶς νὰ προλάβη νὰ ὁλοκληρώση τὸ ἔργο του.
Ἡ βασιλεία τοῦ Ρωμανοῦ Β΄ (959-963) ἄρχιζε μὲ τοὺς καλύτερους οἰω-νούς. Ἡ οἰκονομικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἀνάπτυξη τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἐντυπωσιακή, ἐνῷ πνευματικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ ἡ Ἀναγέννηση τῆς Δυναστείας τῶν Μακεδόνων βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμά της. Ὁ Ρωμανός, γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου (945-959), εἶχε παντρευτεῖ τὴν κόρη ἑνὸς Πελοποννήσιου πανδοχέα, τὴ Θεοφανώ. Ἡ Θεοφανώ, τρομερὰ φιλόδο-ξη καὶ χωρὶς ἠθικοὺς ἐνδοιασμούς, ἦταν ἡ αἰτία νὰ χάσουν τὶς θέσεις τους στὴν αὐλὴ πολλοὶ ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι, ἐκτὸς ἀπὸ δυὸ ποὺ παρέμειναν στὴ θέση τους. Ὁ Βασίλειος, πρώην παρακοιμώμενος, πῆρε τὸ νέο τίτλο τοῦ Προέδρου τῆς Συγκλήτου καὶ ὁ εὐνοῦχος Ἰωσὴφ Βρίγγας διαδέχθηκε τὸν Βασίλειο στὴ θέση τοῦ παρακοιμωμένου.
Λίγες ἑβδομάδες μετὰ τὴν ἀνάρρηση στὸ θρόνο τοῦ Ρωμανοῦ ἄρχισαν προετοιμασίες γιὰ μία νέα ἐκστρατεία στὴν Κρήτη, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνακατάληψή της ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Ἡ διοίκηση τῆς βυζαντινῆς στρατιᾶς εἶχε ἀνατεθῆ σὲ ἕναν ἄσχημο, αὐστηρὸ καὶ βαθιὰ θρησκευόμενο ἄντρα, τὸν Νικηφόρο Φωκᾶ (963-969), ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴ μεγάλη στρατιωτικὴ οἰκογένεια τῶν Φωκά-δων τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του, Βάρδας Φωκᾶς, ἦταν στρατηγὸς τοῦ θέ-ματος τῶν Ἀνατολικῶν. Ὁ Νικηφόρος ζοῦσε μὲ μοναστικὴ αὐστηρότητα καὶ εἶχε στενὲς σχέσεις καὶ ἐπικοινωνία μὲ ἁγίους ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη, ἱδρυτὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸν Ἄθωνα.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 960 ὁ βυζαντινὸς στόλος ἔπλευσε ἐναντίον τῆς πρωτεύου-σας τοῦ νησιοῦ τῆς Κρήτης, τὸ Χάνδακα. Τὸ Μάρτιο τοῦ 961 ὁ Φωκᾶς κατέλαβε τὸν Χάνδακα, ἐκκαθάρισε τὴν Κρήτη ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν Ἀράβων καὶ ἐπέστρεψε γεμάτος λάφυρα στὴν Κων-σταντινούπολη.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ὀργάνωσε συστηματικὰ τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Ἀράβων, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν κατά-ληψη τῆς πρωτεύουσας τοῦ Χαλιφάτου τῶν Ἀββασιδῶν, τοῦ Χαλεπιοῦ, στὴ Βό-ρεια Συρία. Ἑτοιμαζόταν νὰ προχωρή-ση πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ὅταν ἔφθασε ἕνα μήνυμα ἀπὸ τὴν Κωνσταντι-νούπολη: ὁ Ρωμανὸς ὁ Β΄ εἶχε πεθάνει.
Ὁ θάνατος τοῦ Ρωμανοῦ δημι-ουργοῦσε πολλὰ προβλήματα στὴν αὐτοκρα τορία, ἀφοῦ ἡ ἐξουσία θὰ περι-ερχόταν στὸν Ἰωσὴφ Βρίγγα, ἐπειδὴ οἱ δυὸ γιοί τοῦ Ρωμανοῦ, Βασίλειος καὶ Κωνσταντῖνος, ἦταν ἀνήλικοι. Μὲ πρωτοβουλία τῆς αὐτοκράτειρας ὁ Νικηφόρος πείστηκε νὰ ἐπιδιώξει τὴν ἄνοδό του στὸ θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας, παρὰ τὴ ροπὴ πρὸς τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες ποὺ τοῦ εἶχε ἐμφυσήσει ὁ Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης. Σκληροὶ ἀγῶνες χρειάστηκαν γιὰ νὰ ξεπεραστῆ τὸ ἐμπόδιό του Βρίγγα καὶ τελικὰ στὶς 16 Αὐγούστου 963 ὁ Νικη-φόρος Φωκᾶς ἔφτασε στὴν Ἁγία Σοφία καὶ παρουσίᾳ τῶν δυὸ ἀνήλικων αὐτοκρατόρων στέφθηκε συναυτοκράτοράς τους ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Πολύευκτο.
Πρῶτο μέλημά του ἦταν νὰ ἐξορίση τὸν Βρίγγα στὴν Παφλαγονία, νὰ τιμήση μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ Καίσαρα τὸν πατέ-ρα του Βάρδα καὶ νὰ διορίση τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Ἰωάννη Τσιμισκῆ «Δομέστικο» τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τέλεσε καὶ τὸν γάμο του μὲ τὴ Θεοφανώ, ἀφοῦ ξεπέρασε καὶ τὶς ἀντι-δράσεις τοῦ Πατριάρχη σχετικὰ μὲ τὴν κανονικότητα τοῦ γάμου.
Βασικὴ κατεύθυνση τῆς πολιτικῆς τοῦ αὐτοκράτορα πλέον Νικηφόρου Φωκᾶ ἦταν ἡ συνέχιση τοῦ πολέμου ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν στὴν Ἀνατολή. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 965 ἀνακατέλαβε τὴν Ταρσό, τὰ Ἄδανα καὶ ἄλλες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐνῷ ὁ βυζαντινὸς στό-λος μὲ μία δυναμικὴ ἐνέργεια ἀπελευθέ-ρωνε τὴν Κύπρο καὶ τὴ καθιστοῦσε Βυζαντινὸ Θέμα. Ἡ βυζαντινὴ κυριαρχία στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο ἦταν γεγονός. Τὸ 967 ὀργάνωσε νέα ἐκστρα-τεία στὰ ἐδάφη τῆς Συρίας, μὲ τελικὸ στόχο τὴν κατάληψη τῆς Ἀντιόχειας. Ἡ ἡρωικὴ ἄμυνα τῶν πολιορκημένων ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα νὰ λύση προσωρινὰ τὴν πολιορκία τῆς Ἀντιόχειας καὶ νὰ καταλάβη τὴν Ἔδεσσα, στὴν ὁποία βρῆκε τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἀμέσως μετὰ ἐπέβαλε νέα πολιορκία στὴν Ἀντιόχεια καὶ στὶς 29 Ὀκτωβρίου 969 ἡ πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Βυζαντινῶν. Σειρὰ στὴν προέλαση τῶν Βυζαντινῶν εἶχε ἡ πρωτεύουσα τοῦ Χαλιφάτου τῶν Ἀββασιδῶν, τὸ Χαλέπι. Ὁ χαλίφης ἀναγκάστηκε νὰ ἀναγνωρίση τὴ βυζαντινὴ ἐπικυριαρχία καὶ τὸ χαλιφᾶτο μετατράπηκε σὲ προτεκτο-ράτο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ ἐπιτυχίες τοῦ Νικηφόρου ἐξουδετέ-ρωσαν τοὺς Ἄραβες στὴν Ἀνατολὴ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια καὶ ἀποκατέστησαν τὴν κυριαρχία τῶν Βυζαντινῶν μέχρι τὴ Μεσοποταμία.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ σύνορα ἐνδιαφέρον ἔδειξε ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς καὶ γιὰ τὰ βόρεια, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχη καὶ τὰ ἴδια ἀποτελέσματα. Τὸ 965 ὁ αὐτο-κράτορας φέρθηκε μὲ ἀπαίσιο τρόπο στὴ βουλγαρικὴ πρεσβεία, ἡ ὁποία εἶχε φθάσει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ εἰσπράξη τὸν ἐτήσιο φόρο ποὺ εἶχε συμ-φωνηθῆ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ τσάρου Πέ-τρου, τὸ 927. Ἀφοῦ μίλησε ἀπειλητικὰ στὰ μέλη τῆς πρεσβείας, τοὺς μαστίγωσε καὶ τοὺς ἔοτειλε μὲ ἄδεια χέρια πίσω στὴ Βουλγαρία. Συγχρόνως ἐπιχείρησε ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Βουλγάρων καὶ κατέλαβε πολλὰ μεθοριακὰ ὀχυρά, χωρὶς ἰδιαίτερη ἀντίσταση. Ἡ ἔνταση τῶν ἀγώνων στὴν Ἀνατολὴ ἀνάγκασε τὸ Νικηφόρο νὰ σταματήση τὶς ἐπιχει-ρήσεις καὶ νὰ διευθετήση τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς Βουλγάρους μὲ διπλωμα-τικὰ μέσα: Ἦρθε σὲ συμφωνία μὲ τὸν Ρῶσο ἡγεμόνα, τὸ Σβιατοσλάβο καὶ σὲ ἀντάλλαγμα ἐνὸς σημαντικοῦ χρηματι-κοῦ ποσοῦ ὁ Σβιατοσλάβος ἀνέλαβε νὰ ὑποτάξη τοὺς Βουλγάρους, ἀφοῦ εἶδε τὴν ἀποστολὴ ὡς εὐκαιρία διεύρυνσης τῶν συνόρων τοῦ κράτους του. Ὅταν ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς κατάλα βε τὶς πραγματικὲς προθέσεις τοῦ Ρώσου ἡγεμόνα, ἦταν ἀργά. Οἱ ἐπιχειρήσεις στὴν Ἀνατολὴ δὲν ἐπέτρεπαν τὸ ἄνοιγμα ἐνὸς νέου μετώπου στὰ βόρεια σύνορα. Στὴ Δύση ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ ἕναν ἰσχυρὸ ἀντίπαλο, τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτο-κρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους, Ὄθωνα τὸν Α΄, ποὺ ὀνειρευόταν τὴν ἕνωση τῶν δύο δυναστειῶν καὶ φυσικὰ τῶν δυὸ αὐτοκρατοριῶν. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 968 ὁ Ὄθων ἔστειλε πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐπίσκοπο Κρεμόνας Λιουτπράνδο. Οἱ δι-απραγματεύσεις κατέληξαν σὲ ἀδιέξοδο καὶ ὁ Λιουτ πράνδος μὲ πολλὰ παράπονα ἀπὸ τὴ φιλοξενία τῶν Βυζαντινῶν ἀναγκάστηκε, μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέ-τειες, νὰ ἐπιστρέψη ἄπρακτος στὴ χώρα του. Ἀργότερα, στὸ ἔργο τοῦ Relatio de legatione constantinopolitana ἔκανε μία περιγραφὴ τῆς παραμονῆς του στὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ δὲν ἀπέχει ἀπὸ λίβελλο. Ἡ ρήξη εἶχε ἐπέλθει ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοκράτορες καὶ ὁ Ὄθωνας βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ εἰσβάλη στὴν Ἀπουλία.
Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀποτελεῖ μία ἐνδιαφέρουσα προσωπικότητα γιὰ τὸ ρόλο του στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγμα-τα. Εἶχε ἀφιερώσει ἀρκετὸ χρόνο στὰ ἰδεώδη τοῦ μοναχικοῦ βίου. Στὸ στενὸ φίλο καὶ πνευματικὸ τοῦ Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη ἐκμυστηρεύτηκε τὸν ἱερό του πόθο νὰ ἐγκαταλείψη τὰ ἐγκόσμια: «ἐπέστη δὲ καιρός, οὐ ἔκπαλαι ἐπεθύμουν, πρὸς τὸ φυγεῖν τὰ τοῦ κόσμου» (Vita de Saint Athanase l’ Athonite, Analecta Bollandiana, 25(1906) σ. 21). Τὸ πιὸ σημαντικό, ἀλλὰ σκληρὸ ἐκκλησιαστι-κό του μέτρο ἦταν ἡ Νεαρὰ τοῦ 964, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀπαγορευόταν ἡ ἵδρυση νέων μοναστηριῶν σὲ ἀγροτικὲς περιοχές, ἡ ἐνίσχυση καὶ συντήρηση παλαιότερων, καὶ γενικότερα ἡ ὁποιαδήποτε δωρεὰ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἀντίθετα, ἐγκωμίαζε τὴν ἀπομά κρυνση τῶν μοναχῶν σὲ ἔρημες περιοχὲς καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα στήριξε τὶς προσπάθειες τοῦ Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη γιὰ τὴν ὀργάνωση μοναστικῆς ζωῆς στὸν Ἄθωνα. Ἡ παραπάνω Νεαρά, ὅπως ἦταν φυσικό, προκάλεσε τὴν ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον, πρόβλημα ἀποτελοῦσε ἡ πολὺ βαρειὰ φορολογία ποὺ ἔπληττε τὸ σύνολο τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι μόνο τὶς ἀσθενέστερες τάξεις καὶ ἡ ὁποία εἶχε ἐπιβληθῆ γιὰ νὰ καλυφθοῦν, κυρίως, οἱ πολυέξοδες στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Αὐτοκράτορα στὴν Ἀνατολή. Ἡ δυσαρέσκεια τοῦ λαοῦ αὐξανόταν καὶ ὁ ἀνεψιός του Ἰωάννης Τσιμισκής, Δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἐκμε ταλλευόμενος αὐτὴ τὴν κατάσταση, σὲ συνεργασία μὲ τὴν αὐτο-κράτειρα Θεοφανώ, δολοφόνησε τὸν Νι-κηφόρο στὶς 10 Δεκεμβρίου τοῦ 969.
Λίγο μετὰ οἱ ἄντρες τοῦ Τσιμισκῆ βγῆκαν στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντι-νούπολης φωνάζοντας: «Ἰωάννης Αὔγουστος καὶ Αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων». Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς (969-976) καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ὅπως καὶ ὁ θεῖος του Νι-κηφόρος Φωκᾶς εἶχε μικρὸ ἀνάστημα Στὴν πρώτη περίοδο τῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας ἡ Αὐτοκρατορία γνώρισε τὴν πιὸ μεγάλη της δύναμη καὶ δόξα.
Τὸ ἐντατικὸ νομοθετικὸ ἔργο, καρπὸς τοῦ ὁποίου εἶναι ἕνας γιγάντιος κώδικας, τὰ «Βασιλικά», καὶ ἕνας ἀριθμὸς περίφημων διαταγμάτων ἐναντίον τῆς καταστρεπτικῆς ἀναπτύξεως τῶν ἰσχυρῶν γαιοκτημό νων, καθὼς καὶ ἡ πνευματικὴ πρόοδος ποὺ συνδέεται μὲ τὰ ὀνόματα τοῦ Πατριάρχη Φωτίου καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου, προσθέτουν μεγαλύτερη δόξα καὶ σπουδαιότητα.
Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία Τσιμισκής, ποὺ στὴν ἀρμενικὴ σημαίνει μικρόσωμος. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Φωκᾶ ὁ Τσιμισκὴς βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὸ δυναμικὸ Πατριάρχη Πο-λύευκτο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπέβαλε συγκε-κριμένους ὅρους προκει μένου νὰ τὸν στέψη αὐτοκράτορα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὅρους ἦταν νὰ ἀπομακρύ νη ἀπὸ τὸ Παλάτι τὴ συνεργάτιδά του στὴ δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, αὐτοκράτειρα Θεοφανώ. Οἱ ὅροι τοῦ Πατριάρχη ἔγιναν δεκτοὶ καὶ ἡ Θεοφανὼ ἐξορίστηκε στὸ νησὶ Πρώτη τοῦ Μαρμαρᾶ. Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 969, μόλις δυὸ ἑβδομά-δες μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ θείου του, ὁ Πολύευκτος προχώρησε στὴ στέψη τοῦ νέου αὐτοκράτορα.
Σὲ ζητήματα ἐξωτερικῆς πολιτικῆς ὁ Τσιμισκὴς ἀκολούθησε τὸν δρόμο τοῦ προκατόχου του. Πρῶτο του μέλημα ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς Ρώσους καὶ τὶς ἐπεκτατικὲς βλέψεις τοῦ ἡγεμόνα τους Σβιατοσλάβου. Σὲ πρώτη φάση ὁ Τσιμισκὴς ἀνέθεσε τὶς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν Ρώσων σὲ δυὸ ἔμπιστους στρατηγούς του, τὸν Βάρδα τὸν Σκληρὸ καὶ τὸν Πέτρο Φωκᾶ. Ὁ ἴδιος ἔμεινε στὴν Κωνσταντινούπολη, μιὰ καὶ ἡ θέση του δὲν ἦταν ἀκόμη ἀρκετὰ ἀσφαλής. Στὴ μάχη ποὺ ἔγινε κοντὰ στὴν Ἀρκαδιού-πολη ὁ βυζαντινὸς στρατὸς θριάμβευσε. Ὁ Σβιατοσλάβος ἀναγκάστηκε νὰ ὑποχωρήση γιὰ νὰ ἀναδιοργανώση ἐκ νέου τὸν στρατό του. Στὶς ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης τοῦ 971 ὁ βυζαντινὸς στρατὸς μὲ ἐπικε-φαλῆς τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα ξεκι-νοῦσε γιὰ τὴν ὁριστικὴ σύγκρουση μὲ τὰ στρατεύματα τοῦ Σβιατοσλάβου. Ὁ Τσιμισκὴς εἶχε τὴν πληροφορία πὼς ὁ Σβιατοσλάβος βρισκόταν στὸ Δορύστολο, τὸ μεγαλύτερο λιμάνι τῆς Βουλγαρί-ας στὸ Δούνα βη. Μετὰ ἀπὸ ἀσφυκτικὴ τρίμηνη πολιορκία τοῦ Δορύστολου καὶ τῆς Πρεσλά βας ὁ Σβιατοσλάβος ζήτησε εἰρήνη ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ αὐτοκράτορα γιὰ νὰ ἀποχωρήση μὲ τὸν στρατό του ἀπὸ τὴ Βουλγαρία. Τὸ αἴτημά του ἔγινε δεκτὸ καὶ ὁ Τσιμισκὴς κατέστη ἀπόλυτος κύριος τῆς Βουλγαρίας, ἐνῷ καταργήθηκε καὶ ἡ διοικητικὴ αὐτο-νομία τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προσαρτή θηκε στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὰ προβλήματα μὲ τοὺς Ἄραβες στὰ ἀνατολικὰ σύνορα, ἐπίσης, ἀπασχόλη-σαν τὸν αὐτοκράτορα. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 975 ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς ξεκίνησε τὴν ἐκστρατεία στὴν Ἀνατολή. Μέσα σὲ λίγους μῆνες ἡ βυζαντινὴ κυριαρχία ἐξαπλώθηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἐδαφῶν τῆς Παλαιστίνης-μὲ ἐξαίρεση τὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ-τῆς Συρίας καὶ τοῦ Λιβάνου. Οἱ σχέσεις τοῦ Βυζαντίου μὲ τὴ Δύση βελτιώθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Τσιμισκῆ, εἰδικὰ μὲ τὸν γάμο τῆς ἀνεψιᾶς του μὲ τὸν Ὄθωνα τὸν Β΄, διάδοχο τοῦ θρόνου τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους. Ἡ ἀνεψιά του Θεοφανὼ ἔφερε στὴν αὐλὴ τῶν Ὀθωνιδῶν τὶς συνή θειες καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἀκτινο βολία τοῦ Βυζαντίου στὴ Δύση.
Σὲ ζητήματα ἐσωτερικῆς πολιτικῆς ἐπέδειξε ἰδιαίτερη δραοτηριότητα. Ἔλαβε μέτρα γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν μικρο-καλλιεργητῶν καὶ κατήργησε, μετὰ ἀπὸ πιέσεις τοῦ Πατριάρχη Πολύευκτου, τὸ «ἀλληλέγγυο» γιὰ τὰ ἐκκλησια στικὰ καὶ μοναστηριακὰ κτήματα.
Μετὰ τὴν ἐπιτυχημένη ἐκστρατεία του στὴν Ἀνατολὴ ἐναντίον τῶν Ἀρά-βων ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς ἐπέστρεψε στὴ Βασιλεύουσα καὶ πέθανε ἐντελῶς ξαφνικὰ στὶς 10 Ἰανουαρίου τοῦ 976. Ὁ θάνατός του ὀφείλεται σὲ ἐπιδημία τύφου, ἀλλὰ ὑπάρχουν ὑπόνοιες ὅτι ὑπῆρξε θῦμα δηλητηρίασης ἀπὸ ἕναν εὐνοῦχο, τὸν παρακοιμώμενο Βασίλειο.
Ὁ Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος (976-1025) εἶναι ὁ τελευταῖος, στὴν οὐσία, αὐτοκράτορας τῆς ἔνδοξης δυ-ναστείας τῶν Μακεδόνων, ἀλλὰ κατέχει κε ντρικὴ θέση στὴν ἱστορία της. Γιὸς τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ τοῦ Β΄ (959-963) καὶ τῆς Θεοφανοῦς, ἀνα-κηρύχτηκε αὐτοκράτορας σὲ παιδικὴ ἡλικία (963), ἀλλὰ δὲν ἄσκησε ἐξουσία παρὰ μόνο ὅταν ἔφθα-σε στὴν ἡλικία τῶν 18 χρονῶν, μετὰ τὸν θάνα-το τοῦ Ἰωάννη Τσιμισκῆ. Στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ Βασίλει-ος ἀνῆλθε μὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ πανίσχυρου εὐνούχου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε πὼς ἐκμε-ταλλευόμενος τὴ νεαρὴ ἡλικία τοῦ αὐτοκράτορα θὰ ἀσκοῦ σε ὁ ἴδιος τὴν ἐξουσία στὴν αὐλὴ τοῦ Παλατιοῦ καὶ σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Γρήγορα, ὅμως, οἱ ἐλπίδες τοῦ φιλόδοξου εὐνούχου Βασιλείου δι-αψεύστηκαν, μιᾶς καὶ ὁ Βουλγαροκτόνος ἀντιλήφθηκε τὶς προθέσεις του καὶ τὸν παραμέ ρισε, ἐξορίζοντάς τον.
Ἡ δυναμικὴ στάση τοῦ αὐτοκρά-τορα ἀπέναντι στὸν εὐνοῦχο Βασίλειο φανέρωνε τὶς προθέσεις του σὲ ὅποιον θὰ τολμοῦσε νὰ ἀμφισβητήση τὴν ἐξουσία του. Ἔτσι οἱ ἐξεγέρσεις τῶν Φωκάδων καὶ τῶν Σκληρῶν (ποὺ ταλάνισαν τὴν αὐτοκρατορία γιὰ ἀρκετὰ χρόνια) ἀντιμετωπίστηκαν ἐπιτυχῶς ἀπὸ τὸν Βασίλειο, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁριστικὴ ἀποδυνάμωση τῶν δυὸ αὐτῶν οἰκογε-νειῶν. Ἡ συνέχεια ἦταν πιὸ εὔκολη γιὰ τὸν Βασίλειο ποὺ κατέστειλε μὲ εὐκολία ὁποιοδήποτε κίνημα καὶ ἐπέφερε ξαφνικὰ χτυπήματα σὲ οἰκογένειες δυνατῶν, ἐπικίνδυνων γιὰ τὸν αὐτο-κρατορικὸ θρόνο, ὅπως τῶν Μαλεϊνῶν. Στὴν ἀποδυνάμωση τῆς ἀριστοκρατίας συνέβαλαν καὶ δυὸ «Νεαραὶ» τοῦ Βασιλείου: μὲ τὴ «Νεαρὰ» τοῦ 996 ἀνέκοψε τὴν ὁρμὴ τῶν δυνατῶν, ἐνισχύοντας τὴν ἐπιστροφὴ τῶν μικροκαλλιεργητῶν στὶς γαῖες τους ποὺ εἶχαν ἀπορ-ροφηθῆ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἰδιοκτησία καὶ μὲ τὴ «Νεαρὰ» τοῦ 1002 ἐπανέφερε τὸ «ἀλληλέγγυον»· οἱ μεγαλογαιοκτήμο-νες ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ καταβάλουν στὸ Δημόσιο τοὺς φόρους ποὺ οἱ φτωχοὶ ἀδυνατοῦσαν νὰ πληρώσουν.
Οἱ ἀλλεπάλληλες προσπάθειες τοῦ Βασιλείου νὰ καταπνίξη τὶς φιλοδο-ξίες τῶν δυνατῶν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς αὐτοκρατορίας εὐνόησαν τὴν ἰ σ χ υ ρ ο π ο ί η σ η τῶν Βουλγάρων στὴ Βαλκανική. Μὲ ἡγέτη τὸν Σαμουὴλ οἱ Βούλγα-ροι δημι ούργησαν ἕνα ἰσχυρὸ κράτος, ἐκτεινόμενο πρὸς τὸν Βορρᾶ μέχρι τὸν Δούναβη καὶ Νότια μέχρι τὴ Θεσσαλία. Μὲ κέ-ντρο τὴν περιοχὴ τῆς Πρέσπας ὁ Σαμουὴλ ὀργάνωνε ληστρικὲς ἐπιδρο-μές, πραγματικὴ μάστιγα γιὰ τοὺς πληθυσμοὺς τῆς Βαλκανικῆς. Μετὰ ἀπὸ κάποια ἀνεπιτυχῆ ἀποτελέσμα-τα ὁ Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος ἐπέφερε τὸ πρῶτο ἰσχυρὸ πλῆγμα στὸν στρατὸ τοῦ Σαμουήλ: ὁ στρατηγός του Νικηφό-ρος Οὐρανὸς στὴ μάχη τοῦ Σπερχειοῦ (996) αἰφνιδίασε τοὺς Βούλγαρους καὶ οὐσιαστικὰ διέλυσε τὸ στράτευμά τους. Ὁ Σαμουὴλ σώθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ φεύγοντας ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης μεταμφιε-σμένος.
Ὁ πόλεμος μὲ τοὺς Βουλγάρους κράτησε ἴσως περισσότερο ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὲ τὶς ἐκστρατεῖες ἀπὸ πλευρᾶς Βυζαντινῶν νὰ συνεχίζωνται μὲ ἀμείωτη ἔνταση ἀκόμη καὶ τὸν χειμῶνα. Τὸ τελικὸ χτύπημα στὸν Σαμουὴλ καὶ τὸ στρατό του δόθηκε στὴ μάχη τοῦ Κλει-δίου τὸ 1014. Ὁ στρατὸς τοῦ Σαμουὴλ διαλύθηκε, ὁ ἴδιος τραυματίστηκε, ἐνῷ 14000 Βούλγαροι στρατιῶτες αἰχμαλω-τίστηκαν καὶ ὑπέστησαν τὴν προβλε-πόμενη ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ νομοθεσία ποινὴ τῆς τύφλωσης (χωρίστηκαν σὲ ὁμάδες τῶν ἑκατὸ μὲ ἐπικεφαλῆς ἕνα μονόφθαλμο καὶ 99 ἐξ ὁλοκλήρου τυφλωμένους). Ὅταν ὁ Σαμουήλ ἀντικρισε τὸ φρικτὸ θέαμα τῶν τυφλωμένων στρατιωτῶν του, δὲν ἄντεξε καὶ πέθανε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σαμουὴλ ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας ἀνέκοψε τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Βουλγάρων, καθησυχασμένος ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ νέου τσάρου τῶν Βουλγάρων Βλαδισλάβου, ἀνεψιοῦ τοῦ Σαμουήλ. Γρήγορα ὁ Βλαδισλάβος ξέχασε τὶς ὑποσχέσεις του πρὸς τὸ Βουλγαροκτόνο καὶ συνέχισε τὸν πόλεμο, ἀκολουθῶντας τὴν πολι-τικὴ τοῦ προκατόχου του Σαμουήλ. Ὁ Βασίλειος ἀναγκάστηκε νὰ δώση τέλος στὶς ἐχθροπραξίες του μὲ τοὺς Βουλγάρους, κατατροπώνοντάς τους. Τὸ 1018 ὁ αὐτοκράτορας εἰσερχόταν θριαμβευτὴς στὴν Ἀχρίδα, πρωτεύουσα τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους τοῦ Σαμουήλ. Μὲ τοὺς νικηφόρους πολέμους τοῦ Βασιλείου ἡ Βουλγαρία κατέστη βυζαντινὴ ἐπαρχία καὶ διαιρέθηκε σὲ θέματα μὲ βυζαντινὴ διοίκηση.
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν βυζαντινῶν στὴ Βουλγαρία, τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Βουλγαροκτόνου στράφηκε στὴ Δύση καὶ εἰδικὰ στὴ Νότια Ἰταλία. Ὁ Βασίλειος εἶχε συνειδητοποιήσει τὴ σημασία τῆς περιοχῆς γιὰ τὴν αὐτοκρατορία του, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς δρα-στηριότητες τῶν πρεσβευτῶν του καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ βυζαντινοῦ διοικητῆ τῆς Ἰταλίας ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα του στὸ Μπάρι, μὲ τὸ τίτλο τοῦ «Κατεπάνω», τίτλος ποὺ εἶναι ἐνδεικτικὸς τῶν ἐδαφικῶν δι-εκδικήσεων τῶν βυζαντινῶν στὰ συγκεκριμένα ἐδάφη. Γιὰ νὰ ἑδραιώση καὶ νὰ ἐπεκτείνη τὴ βυζαντινὴ κυριαρχία στὴν Ἰταλία ὁ Βασίλειος ἑτοίμαζε ἐκστρατεία στὴν περιοχή, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν πραγ-ματοποιήση, ἀφοῦ στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 1025 τὸν βρῆκε ὁ θάνατος.
Ὁ σπουδαῖος αὐτὸς αὐτοκράτορας, ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Μιχαὴλ Ψελλός, «…μποροῦσε νὰ προσαρμόζεται τόσο στὶς συνθῆκες τοῦ πολέμου ὅσο καὶ στὶς εἰρηνικὲς καταστάσεις. … στὸν πόλεμο ἦταν πιὸ πανοῦργος καὶ στὴν εἰρήνη πιὸ αὐταρχικός· … Κατὰ κανόνα ἐπέμε-νε στὶς ἀπόψεις του, κάποτε ὅμως καὶ τὶς ἄλλαζε-πολλὲς φορὲς ἐξέταζε σχολαστικὰ τὰ ἐγκλήματα ὣς τὶς ἀρχικές τους αἰτίες· πιὸ συχνὰ ὅμως συγχωροῦσε τοὺς δράστες εἴτε ἀπὸ συμπόνια εἴτε ἐπειδὴ εἶχε κάποιο ἄλλο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτούς. Ἂν ὅμως εἶχε διαμορφώση κάποια στά-ση μετὰ ἀπὸ πολλὴ σκέψη, δὲν ἔστεργε μὲ τίποτε νὰ τὴν ἀλλάξη·… ὅποια γνώμη κι ἂν σχημάτιζε ἦταν γι’ αὐτὸν ἀνέκ-κλητη καὶ θεόπνευστη κρίση» (Μιχαὴλ Ψελλός, Χρονογραφία, μτφρ. Ἀλόη Σι-δέρη, Ἀθήνα 1993 σ. 86-87). Μὲ τὸν θά-νατό του μιὰ λαμπρὴ περίοδος, ἴσως ἡ λαμπρότερη στὴ βυζαντινὴ ἱστορία, ἡ περίοδος τῆς βυζαντινῆς ἐποποιίας τῶν Μακεδόνων αὐτοκρατόρων θὰ κλείση.
Βιβλιογραφία
Μακεδονικὴ Δυναστεία. Ἡ βυζαντινὴ τάξη πραγ-μάτων, Ἱστορικὰ 14 (20 Ἰανουαρίου 2000). Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Λαροὺς Μπριτάννι-κα, λήμματα: Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννη-τος, τόμ. 37, σ. 112-113· Νικηφόρος Φωκᾶς, τόμ. 45, σ. 189-190, Ἰωάννης Τσιμισκής, τόμ. 31, σ. 47-48· Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος, τόμ. 13, σ. 347-350.
Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Τὸ βυζαντινὸ κράτος στὴν ἀκμὴ τῆς δυνά μεώς του. Κύριες πο-λιτικὲς δυνάμεις καὶ δυναστικὴ ἱστορία, τόμ. Η΄, σ. 98-128.
J. J. Norwich, Σύντομη Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, μτφρ. Δ.Π. Κωστελένος, Ἀθήνα 1999.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 14
http://www.enromiosini.gr
Ὁ ἀγῶνας στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὸ Βορρᾶ μὲ τοὺς Ἄραβες, Βούλγαρους καὶ Ρώσους στέφθηκε ἀπὸ τὶς λαμπρὲς ἐπιτυχίες τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ, κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 10ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα. Αὐτὸ κατορθώθηκε παρὰ τὶς ἀποτυχίες τοῦ τέλους τοῦ 9ου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 10ου αἰῶνα. Ὁ θρίαμβος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε μεγάλος τὴν ἐποχὴ τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ (963-969) καὶ τοῦ Ἰωάννη Τσιμισκῆ (969-976), γιὰ νὰ φτάση στὸ ἀπόγειό του κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Βασιλείου Β΄ (976-1025). Τὴν ἐποχὴ τοῦ τελευταίου, οἱ ἀποσχιστικὲς κινήσεις στὴ Μικρὰ Ἀσία κατεστάλησαν, ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Βυζαντίου στὴ Συρία ἐνισχύθηκε, ἡ Ἀρμενία ἐν μέρει προσαρ-τήθηκε στὴν Αὐτοκρατορία καὶ ἐν μέρει ἔγινε ὑποτελὴς τοῦ Βυζαντίου, ἡ Βουλγαρία μεταβλήθηκε σὲ ἐπαρχία τοῦ Βυζαντίου καὶ ἡ Ρωσία, υἱοθετῶντας τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἀπέκτησε στενότερες θρησκευτικές, πολιτικές, ἐμπορικὲς καὶ πολιτιστικὲς σχέσεις μὲ τὴν Αὐτοκρατο-ρία.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ Αὐτοκρατορία γνώρισε τὴν πιὸ μεγάλη της δύναμη καὶ δόξα. Τὸ ἐντατικὸ νομοθετικὸ ἔργο, καρπὸς τοῦ ὁποίου εἶναι ἕνας γιγάντιος κώδικας, τὰ «Βασιλικά», καὶ ἕνας ἀριθμὸς περίφημων διαταγμάτων, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν ἐναντίον τῆς καταστρεπτικῆς ἀναπτύξεως τῶν ἰσχυρῶν γαιοκτημό νων, καθὼς καὶ ἡ πνευματικὴ πρόοδος ποὺ συνδέεται μὲ τὰ ὀνόματα τοῦ Πατριάρχη Φωτίου (858-867 καὶ 877-886) καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου (945-959), προσθέτουν μεγαλύτερη δόξα καὶ σπουδαιότητα στὴν πρώτη περίοδο τῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος πῆρε στὰ χέρια του τὴ διοίκηση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν. Ἀπὸ τὸν πατέρα του, Λέοντα Στ΄ τὸν Σοφὸ (865-912), εἶχε κληρονομήσει τὸ πάθος γιὰ τὰ βιβλία καὶ τὴ γνώση, ἔχοντας ἄφθονο χρόνο γιὰ νὰ ἐντρυφήση σὲ ὅλα αὐτά.
Ὁ ὄγκος τοῦ ἔργου ποὺ ἄφησε πίσω του εἶναι ἐντυπωσιακὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη. Κανένας ἄλλος αὐτοκράτορας δὲν συνέβαλε τόσο πολὺ στὴ γνώση μας γιὰ τὴν ἐποχή του.
Ὑπῆρξε, ἐπίσης, ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους ἐκφραστὲς τοῦ πρώτου βυζαντινοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ εἰσηγητὴς τοῦ ἐγκυκλοπαιδισμοῦ. Μὲ προσωπικὴ ἐπιμέλεια καὶ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα γράφηκαν ἔργα ποὺ διακρίνονται γιὰ τὸν ἐγκυκλοπαιδικὸ χαρακτῆρα τους καὶ ἄλλα ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ ἴδιου τοῦ Πορφυρογέννητου ἢ καὶ ἀπὸ συνεργασία μὲ ἄλλους λογίους. Τὰ πιὸ γνωστὰ καὶ σημαντικὰ ἔργα του εἶναι τὸ Περὶ βασιλείου τάξεως, μιὰ ἐγκυκλοπαίδεια τῶν βυζαντινῶν τελετουργιῶν καὶ τοῦ πρωτοκόλλου τῆς Αὐλῆς, τὸ Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανὸν γιὰ τὸν γιό του Ρωμανό, ἕνα πρακτικὸ ἐγχειρίδιο γιὰ τὴν τέχνη τῆς διακυβέρνησης καὶ τὸ Περὶ Θεμάτων, ποὺ ἐξετάζει τὴ γεωγραφικὴ ἐξάπλωση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, μὲ ἀναφορὲς στὸ 10ο αἰῶνα, προσφέροντας, ταυτόχρονα, ἀρχαι ολογικὲς πληροφορίες καὶ μαρτυρίες γιὰ τὶς ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέν-νητος ἦταν παθιασμένος συλλέκτης, ὄχι μόνο βιβλίων καὶ χειρογράφων, ἀλλὰ καὶ κάθε εἴδους ἔργων τέχνης. Κάτι ἐπίσης σημαντικὸ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ ἀξιώματός του εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ἐξαίρετος ζωγράφος. Ἦταν ὁ πιὸ γενναιόδωρος προστάτης συγγραφέων καὶ λογίων, καλλιτεχνῶν καὶ χειροτεχνῶν. Τέλος, ὑπῆρξε ἕνας ἐξαίρετος Αὐτοκράτορας, ἕνας ἱκανός, εὐσυ-νείδητος καὶ σκληρὰ ἐργαζόμενος ἡγεμόνας, μὲ ξεχωριστὴ ἱκανότητα στὴν ἐπιλογὴ ἀνθρώπων ποὺ διόριζε σὲ στρατιωτικές, ἐκκλησιαστικές, πολιτικὲς καὶ ἀκαδημαϊκὲς θέσεις.
Ἔκανε πολλὰ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἀνώτατης ἐκπαίδευσης καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ λειτουργία τῆς δικαιοσύνης.
Μὲ τὴν ἀνάρρησή του στὸν θρόνο συνέχισε τὴν ἀγροτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ρωμανοῦ Α΄ (912-948) μὲ τὴν ἄμεση ἀπόδοση, χωρὶς ἀποζημίωση, ὅλων τῶν ἀγροτικῶν γαιῶν ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει οἱ «ἰσχυροί». Ἔτσι, περὶ τὰ τέλη τῆς βασιλείας του ἡ κατάσταση τῶν μικρογαιοκτημόνων χωρικῶν, ποὺ ἀποτελοῦσε βάση ὁλόκληρης τῆς οἰκονομικῆς καὶ στρατιωτικῆς ἰσχύος τῆς αὐτοκρατορίας, βελτιώθηκε ἀρκετά. Τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ βιοτεχνία, σημαντικοὶ τομεῖς τῆς μεσαιωνικῆς οἰκονομίας, γνώρισαν ἰδι-αίτερη ἄνθηση κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας του καὶ μετά.
Ἀξιόλογη ἦταν καὶ ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τοῦ Πορφυρογέννητου, ἀφοῦ ἐπὶ βασιλείας του κατακτήθηκε ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ στρατὸ ἡ πόλη Σαμόσατα, στὶς ὄχθες τοῦ Εὐφράτη, καὶ ἀναπτύχθηκαν σχέσεις μὲ τὸ Γερμανὸ βασιλιὰ Ὄθωνα, ἀνακόπτοντας ἔτσι τὶς ἐπεκτατικὲς διαθέσεις του πρὸς τὴν Ἀνατολή. Ὁ λόγιος αὐτὸς αὐτοκράτορας πέθανε σὲ ἡλικία 54 ἐτῶν, στὶς 9 Νοεμβρίου 959, χωρὶς νὰ προλάβη νὰ ὁλοκληρώση τὸ ἔργο του.
Ἡ βασιλεία τοῦ Ρωμανοῦ Β΄ (959-963) ἄρχιζε μὲ τοὺς καλύτερους οἰω-νούς. Ἡ οἰκονομικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἀνάπτυξη τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἐντυπωσιακή, ἐνῷ πνευματικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ ἡ Ἀναγέννηση τῆς Δυναστείας τῶν Μακεδόνων βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμά της. Ὁ Ρωμανός, γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου (945-959), εἶχε παντρευτεῖ τὴν κόρη ἑνὸς Πελοποννήσιου πανδοχέα, τὴ Θεοφανώ. Ἡ Θεοφανώ, τρομερὰ φιλόδο-ξη καὶ χωρὶς ἠθικοὺς ἐνδοιασμούς, ἦταν ἡ αἰτία νὰ χάσουν τὶς θέσεις τους στὴν αὐλὴ πολλοὶ ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι, ἐκτὸς ἀπὸ δυὸ ποὺ παρέμειναν στὴ θέση τους. Ὁ Βασίλειος, πρώην παρακοιμώμενος, πῆρε τὸ νέο τίτλο τοῦ Προέδρου τῆς Συγκλήτου καὶ ὁ εὐνοῦχος Ἰωσὴφ Βρίγγας διαδέχθηκε τὸν Βασίλειο στὴ θέση τοῦ παρακοιμωμένου.
Λίγες ἑβδομάδες μετὰ τὴν ἀνάρρηση στὸ θρόνο τοῦ Ρωμανοῦ ἄρχισαν προετοιμασίες γιὰ μία νέα ἐκστρατεία στὴν Κρήτη, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνακατάληψή της ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Ἡ διοίκηση τῆς βυζαντινῆς στρατιᾶς εἶχε ἀνατεθῆ σὲ ἕναν ἄσχημο, αὐστηρὸ καὶ βαθιὰ θρησκευόμενο ἄντρα, τὸν Νικηφόρο Φωκᾶ (963-969), ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴ μεγάλη στρατιωτικὴ οἰκογένεια τῶν Φωκά-δων τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του, Βάρδας Φωκᾶς, ἦταν στρατηγὸς τοῦ θέ-ματος τῶν Ἀνατολικῶν. Ὁ Νικηφόρος ζοῦσε μὲ μοναστικὴ αὐστηρότητα καὶ εἶχε στενὲς σχέσεις καὶ ἐπικοινωνία μὲ ἁγίους ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη, ἱδρυτὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸν Ἄθωνα.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 960 ὁ βυζαντινὸς στόλος ἔπλευσε ἐναντίον τῆς πρωτεύου-σας τοῦ νησιοῦ τῆς Κρήτης, τὸ Χάνδακα. Τὸ Μάρτιο τοῦ 961 ὁ Φωκᾶς κατέλαβε τὸν Χάνδακα, ἐκκαθάρισε τὴν Κρήτη ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν Ἀράβων καὶ ἐπέστρεψε γεμάτος λάφυρα στὴν Κων-σταντινούπολη.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ὀργάνωσε συστηματικὰ τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Ἀράβων, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν κατά-ληψη τῆς πρωτεύουσας τοῦ Χαλιφάτου τῶν Ἀββασιδῶν, τοῦ Χαλεπιοῦ, στὴ Βό-ρεια Συρία. Ἑτοιμαζόταν νὰ προχωρή-ση πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ὅταν ἔφθασε ἕνα μήνυμα ἀπὸ τὴν Κωνσταντι-νούπολη: ὁ Ρωμανὸς ὁ Β΄ εἶχε πεθάνει.
Ὁ θάνατος τοῦ Ρωμανοῦ δημι-ουργοῦσε πολλὰ προβλήματα στὴν αὐτοκρα τορία, ἀφοῦ ἡ ἐξουσία θὰ περι-ερχόταν στὸν Ἰωσὴφ Βρίγγα, ἐπειδὴ οἱ δυὸ γιοί τοῦ Ρωμανοῦ, Βασίλειος καὶ Κωνσταντῖνος, ἦταν ἀνήλικοι. Μὲ πρωτοβουλία τῆς αὐτοκράτειρας ὁ Νικηφόρος πείστηκε νὰ ἐπιδιώξει τὴν ἄνοδό του στὸ θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας, παρὰ τὴ ροπὴ πρὸς τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες ποὺ τοῦ εἶχε ἐμφυσήσει ὁ Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης. Σκληροὶ ἀγῶνες χρειάστηκαν γιὰ νὰ ξεπεραστῆ τὸ ἐμπόδιό του Βρίγγα καὶ τελικὰ στὶς 16 Αὐγούστου 963 ὁ Νικη-φόρος Φωκᾶς ἔφτασε στὴν Ἁγία Σοφία καὶ παρουσίᾳ τῶν δυὸ ἀνήλικων αὐτοκρατόρων στέφθηκε συναυτοκράτοράς τους ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Πολύευκτο.
Πρῶτο μέλημά του ἦταν νὰ ἐξορίση τὸν Βρίγγα στὴν Παφλαγονία, νὰ τιμήση μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ Καίσαρα τὸν πατέ-ρα του Βάρδα καὶ νὰ διορίση τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Ἰωάννη Τσιμισκῆ «Δομέστικο» τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τέλεσε καὶ τὸν γάμο του μὲ τὴ Θεοφανώ, ἀφοῦ ξεπέρασε καὶ τὶς ἀντι-δράσεις τοῦ Πατριάρχη σχετικὰ μὲ τὴν κανονικότητα τοῦ γάμου.
Βασικὴ κατεύθυνση τῆς πολιτικῆς τοῦ αὐτοκράτορα πλέον Νικηφόρου Φωκᾶ ἦταν ἡ συνέχιση τοῦ πολέμου ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν στὴν Ἀνατολή. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 965 ἀνακατέλαβε τὴν Ταρσό, τὰ Ἄδανα καὶ ἄλλες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐνῷ ὁ βυζαντινὸς στό-λος μὲ μία δυναμικὴ ἐνέργεια ἀπελευθέ-ρωνε τὴν Κύπρο καὶ τὴ καθιστοῦσε Βυζαντινὸ Θέμα. Ἡ βυζαντινὴ κυριαρχία στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο ἦταν γεγονός. Τὸ 967 ὀργάνωσε νέα ἐκστρα-τεία στὰ ἐδάφη τῆς Συρίας, μὲ τελικὸ στόχο τὴν κατάληψη τῆς Ἀντιόχειας. Ἡ ἡρωικὴ ἄμυνα τῶν πολιορκημένων ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα νὰ λύση προσωρινὰ τὴν πολιορκία τῆς Ἀντιόχειας καὶ νὰ καταλάβη τὴν Ἔδεσσα, στὴν ὁποία βρῆκε τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἀμέσως μετὰ ἐπέβαλε νέα πολιορκία στὴν Ἀντιόχεια καὶ στὶς 29 Ὀκτωβρίου 969 ἡ πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Βυζαντινῶν. Σειρὰ στὴν προέλαση τῶν Βυζαντινῶν εἶχε ἡ πρωτεύουσα τοῦ Χαλιφάτου τῶν Ἀββασιδῶν, τὸ Χαλέπι. Ὁ χαλίφης ἀναγκάστηκε νὰ ἀναγνωρίση τὴ βυζαντινὴ ἐπικυριαρχία καὶ τὸ χαλιφᾶτο μετατράπηκε σὲ προτεκτο-ράτο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ ἐπιτυχίες τοῦ Νικηφόρου ἐξουδετέ-ρωσαν τοὺς Ἄραβες στὴν Ἀνατολὴ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια καὶ ἀποκατέστησαν τὴν κυριαρχία τῶν Βυζαντινῶν μέχρι τὴ Μεσοποταμία.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ σύνορα ἐνδιαφέρον ἔδειξε ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς καὶ γιὰ τὰ βόρεια, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχη καὶ τὰ ἴδια ἀποτελέσματα. Τὸ 965 ὁ αὐτο-κράτορας φέρθηκε μὲ ἀπαίσιο τρόπο στὴ βουλγαρικὴ πρεσβεία, ἡ ὁποία εἶχε φθάσει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ εἰσπράξη τὸν ἐτήσιο φόρο ποὺ εἶχε συμ-φωνηθῆ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ τσάρου Πέ-τρου, τὸ 927. Ἀφοῦ μίλησε ἀπειλητικὰ στὰ μέλη τῆς πρεσβείας, τοὺς μαστίγωσε καὶ τοὺς ἔοτειλε μὲ ἄδεια χέρια πίσω στὴ Βουλγαρία. Συγχρόνως ἐπιχείρησε ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Βουλγάρων καὶ κατέλαβε πολλὰ μεθοριακὰ ὀχυρά, χωρὶς ἰδιαίτερη ἀντίσταση. Ἡ ἔνταση τῶν ἀγώνων στὴν Ἀνατολὴ ἀνάγκασε τὸ Νικηφόρο νὰ σταματήση τὶς ἐπιχει-ρήσεις καὶ νὰ διευθετήση τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς Βουλγάρους μὲ διπλωμα-τικὰ μέσα: Ἦρθε σὲ συμφωνία μὲ τὸν Ρῶσο ἡγεμόνα, τὸ Σβιατοσλάβο καὶ σὲ ἀντάλλαγμα ἐνὸς σημαντικοῦ χρηματι-κοῦ ποσοῦ ὁ Σβιατοσλάβος ἀνέλαβε νὰ ὑποτάξη τοὺς Βουλγάρους, ἀφοῦ εἶδε τὴν ἀποστολὴ ὡς εὐκαιρία διεύρυνσης τῶν συνόρων τοῦ κράτους του. Ὅταν ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς κατάλα βε τὶς πραγματικὲς προθέσεις τοῦ Ρώσου ἡγεμόνα, ἦταν ἀργά. Οἱ ἐπιχειρήσεις στὴν Ἀνατολὴ δὲν ἐπέτρεπαν τὸ ἄνοιγμα ἐνὸς νέου μετώπου στὰ βόρεια σύνορα. Στὴ Δύση ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ ἕναν ἰσχυρὸ ἀντίπαλο, τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτο-κρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους, Ὄθωνα τὸν Α΄, ποὺ ὀνειρευόταν τὴν ἕνωση τῶν δύο δυναστειῶν καὶ φυσικὰ τῶν δυὸ αὐτοκρατοριῶν. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 968 ὁ Ὄθων ἔστειλε πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐπίσκοπο Κρεμόνας Λιουτπράνδο. Οἱ δι-απραγματεύσεις κατέληξαν σὲ ἀδιέξοδο καὶ ὁ Λιουτ πράνδος μὲ πολλὰ παράπονα ἀπὸ τὴ φιλοξενία τῶν Βυζαντινῶν ἀναγκάστηκε, μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέ-τειες, νὰ ἐπιστρέψη ἄπρακτος στὴ χώρα του. Ἀργότερα, στὸ ἔργο τοῦ Relatio de legatione constantinopolitana ἔκανε μία περιγραφὴ τῆς παραμονῆς του στὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ δὲν ἀπέχει ἀπὸ λίβελλο. Ἡ ρήξη εἶχε ἐπέλθει ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοκράτορες καὶ ὁ Ὄθωνας βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ εἰσβάλη στὴν Ἀπουλία.
Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀποτελεῖ μία ἐνδιαφέρουσα προσωπικότητα γιὰ τὸ ρόλο του στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγμα-τα. Εἶχε ἀφιερώσει ἀρκετὸ χρόνο στὰ ἰδεώδη τοῦ μοναχικοῦ βίου. Στὸ στενὸ φίλο καὶ πνευματικὸ τοῦ Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη ἐκμυστηρεύτηκε τὸν ἱερό του πόθο νὰ ἐγκαταλείψη τὰ ἐγκόσμια: «ἐπέστη δὲ καιρός, οὐ ἔκπαλαι ἐπεθύμουν, πρὸς τὸ φυγεῖν τὰ τοῦ κόσμου» (Vita de Saint Athanase l’ Athonite, Analecta Bollandiana, 25(1906) σ. 21). Τὸ πιὸ σημαντικό, ἀλλὰ σκληρὸ ἐκκλησιαστι-κό του μέτρο ἦταν ἡ Νεαρὰ τοῦ 964, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀπαγορευόταν ἡ ἵδρυση νέων μοναστηριῶν σὲ ἀγροτικὲς περιοχές, ἡ ἐνίσχυση καὶ συντήρηση παλαιότερων, καὶ γενικότερα ἡ ὁποιαδήποτε δωρεὰ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἀντίθετα, ἐγκωμίαζε τὴν ἀπομά κρυνση τῶν μοναχῶν σὲ ἔρημες περιοχὲς καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα στήριξε τὶς προσπάθειες τοῦ Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη γιὰ τὴν ὀργάνωση μοναστικῆς ζωῆς στὸν Ἄθωνα. Ἡ παραπάνω Νεαρά, ὅπως ἦταν φυσικό, προκάλεσε τὴν ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον, πρόβλημα ἀποτελοῦσε ἡ πολὺ βαρειὰ φορολογία ποὺ ἔπληττε τὸ σύνολο τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι μόνο τὶς ἀσθενέστερες τάξεις καὶ ἡ ὁποία εἶχε ἐπιβληθῆ γιὰ νὰ καλυφθοῦν, κυρίως, οἱ πολυέξοδες στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Αὐτοκράτορα στὴν Ἀνατολή. Ἡ δυσαρέσκεια τοῦ λαοῦ αὐξανόταν καὶ ὁ ἀνεψιός του Ἰωάννης Τσιμισκής, Δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἐκμε ταλλευόμενος αὐτὴ τὴν κατάσταση, σὲ συνεργασία μὲ τὴν αὐτο-κράτειρα Θεοφανώ, δολοφόνησε τὸν Νι-κηφόρο στὶς 10 Δεκεμβρίου τοῦ 969.
Λίγο μετὰ οἱ ἄντρες τοῦ Τσιμισκῆ βγῆκαν στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντι-νούπολης φωνάζοντας: «Ἰωάννης Αὔγουστος καὶ Αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων». Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς (969-976) καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ὅπως καὶ ὁ θεῖος του Νι-κηφόρος Φωκᾶς εἶχε μικρὸ ἀνάστημα Στὴν πρώτη περίοδο τῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας ἡ Αὐτοκρατορία γνώρισε τὴν πιὸ μεγάλη της δύναμη καὶ δόξα.
Τὸ ἐντατικὸ νομοθετικὸ ἔργο, καρπὸς τοῦ ὁποίου εἶναι ἕνας γιγάντιος κώδικας, τὰ «Βασιλικά», καὶ ἕνας ἀριθμὸς περίφημων διαταγμάτων ἐναντίον τῆς καταστρεπτικῆς ἀναπτύξεως τῶν ἰσχυρῶν γαιοκτημό νων, καθὼς καὶ ἡ πνευματικὴ πρόοδος ποὺ συνδέεται μὲ τὰ ὀνόματα τοῦ Πατριάρχη Φωτίου καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου, προσθέτουν μεγαλύτερη δόξα καὶ σπουδαιότητα.
Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ δόθηκε ἡ προσωνυμία Τσιμισκής, ποὺ στὴν ἀρμενικὴ σημαίνει μικρόσωμος. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Φωκᾶ ὁ Τσιμισκὴς βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὸ δυναμικὸ Πατριάρχη Πο-λύευκτο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπέβαλε συγκε-κριμένους ὅρους προκει μένου νὰ τὸν στέψη αὐτοκράτορα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὅρους ἦταν νὰ ἀπομακρύ νη ἀπὸ τὸ Παλάτι τὴ συνεργάτιδά του στὴ δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, αὐτοκράτειρα Θεοφανώ. Οἱ ὅροι τοῦ Πατριάρχη ἔγιναν δεκτοὶ καὶ ἡ Θεοφανὼ ἐξορίστηκε στὸ νησὶ Πρώτη τοῦ Μαρμαρᾶ. Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 969, μόλις δυὸ ἑβδομά-δες μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ θείου του, ὁ Πολύευκτος προχώρησε στὴ στέψη τοῦ νέου αὐτοκράτορα.
Σὲ ζητήματα ἐξωτερικῆς πολιτικῆς ὁ Τσιμισκὴς ἀκολούθησε τὸν δρόμο τοῦ προκατόχου του. Πρῶτο του μέλημα ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς Ρώσους καὶ τὶς ἐπεκτατικὲς βλέψεις τοῦ ἡγεμόνα τους Σβιατοσλάβου. Σὲ πρώτη φάση ὁ Τσιμισκὴς ἀνέθεσε τὶς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν Ρώσων σὲ δυὸ ἔμπιστους στρατηγούς του, τὸν Βάρδα τὸν Σκληρὸ καὶ τὸν Πέτρο Φωκᾶ. Ὁ ἴδιος ἔμεινε στὴν Κωνσταντινούπολη, μιὰ καὶ ἡ θέση του δὲν ἦταν ἀκόμη ἀρκετὰ ἀσφαλής. Στὴ μάχη ποὺ ἔγινε κοντὰ στὴν Ἀρκαδιού-πολη ὁ βυζαντινὸς στρατὸς θριάμβευσε. Ὁ Σβιατοσλάβος ἀναγκάστηκε νὰ ὑποχωρήση γιὰ νὰ ἀναδιοργανώση ἐκ νέου τὸν στρατό του. Στὶς ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης τοῦ 971 ὁ βυζαντινὸς στρατὸς μὲ ἐπικε-φαλῆς τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα ξεκι-νοῦσε γιὰ τὴν ὁριστικὴ σύγκρουση μὲ τὰ στρατεύματα τοῦ Σβιατοσλάβου. Ὁ Τσιμισκὴς εἶχε τὴν πληροφορία πὼς ὁ Σβιατοσλάβος βρισκόταν στὸ Δορύστολο, τὸ μεγαλύτερο λιμάνι τῆς Βουλγαρί-ας στὸ Δούνα βη. Μετὰ ἀπὸ ἀσφυκτικὴ τρίμηνη πολιορκία τοῦ Δορύστολου καὶ τῆς Πρεσλά βας ὁ Σβιατοσλάβος ζήτησε εἰρήνη ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ αὐτοκράτορα γιὰ νὰ ἀποχωρήση μὲ τὸν στρατό του ἀπὸ τὴ Βουλγαρία. Τὸ αἴτημά του ἔγινε δεκτὸ καὶ ὁ Τσιμισκὴς κατέστη ἀπόλυτος κύριος τῆς Βουλγαρίας, ἐνῷ καταργήθηκε καὶ ἡ διοικητικὴ αὐτο-νομία τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προσαρτή θηκε στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὰ προβλήματα μὲ τοὺς Ἄραβες στὰ ἀνατολικὰ σύνορα, ἐπίσης, ἀπασχόλη-σαν τὸν αὐτοκράτορα. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 975 ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς ξεκίνησε τὴν ἐκστρατεία στὴν Ἀνατολή. Μέσα σὲ λίγους μῆνες ἡ βυζαντινὴ κυριαρχία ἐξαπλώθηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἐδαφῶν τῆς Παλαιστίνης-μὲ ἐξαίρεση τὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ-τῆς Συρίας καὶ τοῦ Λιβάνου. Οἱ σχέσεις τοῦ Βυζαντίου μὲ τὴ Δύση βελτιώθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Τσιμισκῆ, εἰδικὰ μὲ τὸν γάμο τῆς ἀνεψιᾶς του μὲ τὸν Ὄθωνα τὸν Β΄, διάδοχο τοῦ θρόνου τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους. Ἡ ἀνεψιά του Θεοφανὼ ἔφερε στὴν αὐλὴ τῶν Ὀθωνιδῶν τὶς συνή θειες καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἀκτινο βολία τοῦ Βυζαντίου στὴ Δύση.
Σὲ ζητήματα ἐσωτερικῆς πολιτικῆς ἐπέδειξε ἰδιαίτερη δραοτηριότητα. Ἔλαβε μέτρα γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν μικρο-καλλιεργητῶν καὶ κατήργησε, μετὰ ἀπὸ πιέσεις τοῦ Πατριάρχη Πολύευκτου, τὸ «ἀλληλέγγυο» γιὰ τὰ ἐκκλησια στικὰ καὶ μοναστηριακὰ κτήματα.
Μετὰ τὴν ἐπιτυχημένη ἐκστρατεία του στὴν Ἀνατολὴ ἐναντίον τῶν Ἀρά-βων ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς ἐπέστρεψε στὴ Βασιλεύουσα καὶ πέθανε ἐντελῶς ξαφνικὰ στὶς 10 Ἰανουαρίου τοῦ 976. Ὁ θάνατός του ὀφείλεται σὲ ἐπιδημία τύφου, ἀλλὰ ὑπάρχουν ὑπόνοιες ὅτι ὑπῆρξε θῦμα δηλητηρίασης ἀπὸ ἕναν εὐνοῦχο, τὸν παρακοιμώμενο Βασίλειο.
Ὁ Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος (976-1025) εἶναι ὁ τελευταῖος, στὴν οὐσία, αὐτοκράτορας τῆς ἔνδοξης δυ-ναστείας τῶν Μακεδόνων, ἀλλὰ κατέχει κε ντρικὴ θέση στὴν ἱστορία της. Γιὸς τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ τοῦ Β΄ (959-963) καὶ τῆς Θεοφανοῦς, ἀνα-κηρύχτηκε αὐτοκράτορας σὲ παιδικὴ ἡλικία (963), ἀλλὰ δὲν ἄσκησε ἐξουσία παρὰ μόνο ὅταν ἔφθα-σε στὴν ἡλικία τῶν 18 χρονῶν, μετὰ τὸν θάνα-το τοῦ Ἰωάννη Τσιμισκῆ. Στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ Βασίλει-ος ἀνῆλθε μὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ πανίσχυρου εὐνούχου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε πὼς ἐκμε-ταλλευόμενος τὴ νεαρὴ ἡλικία τοῦ αὐτοκράτορα θὰ ἀσκοῦ σε ὁ ἴδιος τὴν ἐξουσία στὴν αὐλὴ τοῦ Παλατιοῦ καὶ σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Γρήγορα, ὅμως, οἱ ἐλπίδες τοῦ φιλόδοξου εὐνούχου Βασιλείου δι-αψεύστηκαν, μιᾶς καὶ ὁ Βουλγαροκτόνος ἀντιλήφθηκε τὶς προθέσεις του καὶ τὸν παραμέ ρισε, ἐξορίζοντάς τον.
Ἡ δυναμικὴ στάση τοῦ αὐτοκρά-τορα ἀπέναντι στὸν εὐνοῦχο Βασίλειο φανέρωνε τὶς προθέσεις του σὲ ὅποιον θὰ τολμοῦσε νὰ ἀμφισβητήση τὴν ἐξουσία του. Ἔτσι οἱ ἐξεγέρσεις τῶν Φωκάδων καὶ τῶν Σκληρῶν (ποὺ ταλάνισαν τὴν αὐτοκρατορία γιὰ ἀρκετὰ χρόνια) ἀντιμετωπίστηκαν ἐπιτυχῶς ἀπὸ τὸν Βασίλειο, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁριστικὴ ἀποδυνάμωση τῶν δυὸ αὐτῶν οἰκογε-νειῶν. Ἡ συνέχεια ἦταν πιὸ εὔκολη γιὰ τὸν Βασίλειο ποὺ κατέστειλε μὲ εὐκολία ὁποιοδήποτε κίνημα καὶ ἐπέφερε ξαφνικὰ χτυπήματα σὲ οἰκογένειες δυνατῶν, ἐπικίνδυνων γιὰ τὸν αὐτο-κρατορικὸ θρόνο, ὅπως τῶν Μαλεϊνῶν. Στὴν ἀποδυνάμωση τῆς ἀριστοκρατίας συνέβαλαν καὶ δυὸ «Νεαραὶ» τοῦ Βασιλείου: μὲ τὴ «Νεαρὰ» τοῦ 996 ἀνέκοψε τὴν ὁρμὴ τῶν δυνατῶν, ἐνισχύοντας τὴν ἐπιστροφὴ τῶν μικροκαλλιεργητῶν στὶς γαῖες τους ποὺ εἶχαν ἀπορ-ροφηθῆ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἰδιοκτησία καὶ μὲ τὴ «Νεαρὰ» τοῦ 1002 ἐπανέφερε τὸ «ἀλληλέγγυον»· οἱ μεγαλογαιοκτήμο-νες ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ καταβάλουν στὸ Δημόσιο τοὺς φόρους ποὺ οἱ φτωχοὶ ἀδυνατοῦσαν νὰ πληρώσουν.
Οἱ ἀλλεπάλληλες προσπάθειες τοῦ Βασιλείου νὰ καταπνίξη τὶς φιλοδο-ξίες τῶν δυνατῶν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς αὐτοκρατορίας εὐνόησαν τὴν ἰ σ χ υ ρ ο π ο ί η σ η τῶν Βουλγάρων στὴ Βαλκανική. Μὲ ἡγέτη τὸν Σαμουὴλ οἱ Βούλγα-ροι δημι ούργησαν ἕνα ἰσχυρὸ κράτος, ἐκτεινόμενο πρὸς τὸν Βορρᾶ μέχρι τὸν Δούναβη καὶ Νότια μέχρι τὴ Θεσσαλία. Μὲ κέ-ντρο τὴν περιοχὴ τῆς Πρέσπας ὁ Σαμουὴλ ὀργάνωνε ληστρικὲς ἐπιδρο-μές, πραγματικὴ μάστιγα γιὰ τοὺς πληθυσμοὺς τῆς Βαλκανικῆς. Μετὰ ἀπὸ κάποια ἀνεπιτυχῆ ἀποτελέσμα-τα ὁ Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος ἐπέφερε τὸ πρῶτο ἰσχυρὸ πλῆγμα στὸν στρατὸ τοῦ Σαμουήλ: ὁ στρατηγός του Νικηφό-ρος Οὐρανὸς στὴ μάχη τοῦ Σπερχειοῦ (996) αἰφνιδίασε τοὺς Βούλγαρους καὶ οὐσιαστικὰ διέλυσε τὸ στράτευμά τους. Ὁ Σαμουὴλ σώθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ φεύγοντας ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης μεταμφιε-σμένος.
Ὁ πόλεμος μὲ τοὺς Βουλγάρους κράτησε ἴσως περισσότερο ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὲ τὶς ἐκστρατεῖες ἀπὸ πλευρᾶς Βυζαντινῶν νὰ συνεχίζωνται μὲ ἀμείωτη ἔνταση ἀκόμη καὶ τὸν χειμῶνα. Τὸ τελικὸ χτύπημα στὸν Σαμουὴλ καὶ τὸ στρατό του δόθηκε στὴ μάχη τοῦ Κλει-δίου τὸ 1014. Ὁ στρατὸς τοῦ Σαμουὴλ διαλύθηκε, ὁ ἴδιος τραυματίστηκε, ἐνῷ 14000 Βούλγαροι στρατιῶτες αἰχμαλω-τίστηκαν καὶ ὑπέστησαν τὴν προβλε-πόμενη ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ νομοθεσία ποινὴ τῆς τύφλωσης (χωρίστηκαν σὲ ὁμάδες τῶν ἑκατὸ μὲ ἐπικεφαλῆς ἕνα μονόφθαλμο καὶ 99 ἐξ ὁλοκλήρου τυφλωμένους). Ὅταν ὁ Σαμουήλ ἀντικρισε τὸ φρικτὸ θέαμα τῶν τυφλωμένων στρατιωτῶν του, δὲν ἄντεξε καὶ πέθανε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σαμουὴλ ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας ἀνέκοψε τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Βουλγάρων, καθησυχασμένος ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ νέου τσάρου τῶν Βουλγάρων Βλαδισλάβου, ἀνεψιοῦ τοῦ Σαμουήλ. Γρήγορα ὁ Βλαδισλάβος ξέχασε τὶς ὑποσχέσεις του πρὸς τὸ Βουλγαροκτόνο καὶ συνέχισε τὸν πόλεμο, ἀκολουθῶντας τὴν πολι-τικὴ τοῦ προκατόχου του Σαμουήλ. Ὁ Βασίλειος ἀναγκάστηκε νὰ δώση τέλος στὶς ἐχθροπραξίες του μὲ τοὺς Βουλγάρους, κατατροπώνοντάς τους. Τὸ 1018 ὁ αὐτοκράτορας εἰσερχόταν θριαμβευτὴς στὴν Ἀχρίδα, πρωτεύουσα τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους τοῦ Σαμουήλ. Μὲ τοὺς νικηφόρους πολέμους τοῦ Βασιλείου ἡ Βουλγαρία κατέστη βυζαντινὴ ἐπαρχία καὶ διαιρέθηκε σὲ θέματα μὲ βυζαντινὴ διοίκηση.
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν βυζαντινῶν στὴ Βουλγαρία, τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Βουλγαροκτόνου στράφηκε στὴ Δύση καὶ εἰδικὰ στὴ Νότια Ἰταλία. Ὁ Βασίλειος εἶχε συνειδητοποιήσει τὴ σημασία τῆς περιοχῆς γιὰ τὴν αὐτοκρατορία του, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς δρα-στηριότητες τῶν πρεσβευτῶν του καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ βυζαντινοῦ διοικητῆ τῆς Ἰταλίας ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα του στὸ Μπάρι, μὲ τὸ τίτλο τοῦ «Κατεπάνω», τίτλος ποὺ εἶναι ἐνδεικτικὸς τῶν ἐδαφικῶν δι-εκδικήσεων τῶν βυζαντινῶν στὰ συγκεκριμένα ἐδάφη. Γιὰ νὰ ἑδραιώση καὶ νὰ ἐπεκτείνη τὴ βυζαντινὴ κυριαρχία στὴν Ἰταλία ὁ Βασίλειος ἑτοίμαζε ἐκστρατεία στὴν περιοχή, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν πραγ-ματοποιήση, ἀφοῦ στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 1025 τὸν βρῆκε ὁ θάνατος.
Ὁ σπουδαῖος αὐτὸς αὐτοκράτορας, ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Μιχαὴλ Ψελλός, «…μποροῦσε νὰ προσαρμόζεται τόσο στὶς συνθῆκες τοῦ πολέμου ὅσο καὶ στὶς εἰρηνικὲς καταστάσεις. … στὸν πόλεμο ἦταν πιὸ πανοῦργος καὶ στὴν εἰρήνη πιὸ αὐταρχικός· … Κατὰ κανόνα ἐπέμε-νε στὶς ἀπόψεις του, κάποτε ὅμως καὶ τὶς ἄλλαζε-πολλὲς φορὲς ἐξέταζε σχολαστικὰ τὰ ἐγκλήματα ὣς τὶς ἀρχικές τους αἰτίες· πιὸ συχνὰ ὅμως συγχωροῦσε τοὺς δράστες εἴτε ἀπὸ συμπόνια εἴτε ἐπειδὴ εἶχε κάποιο ἄλλο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτούς. Ἂν ὅμως εἶχε διαμορφώση κάποια στά-ση μετὰ ἀπὸ πολλὴ σκέψη, δὲν ἔστεργε μὲ τίποτε νὰ τὴν ἀλλάξη·… ὅποια γνώμη κι ἂν σχημάτιζε ἦταν γι’ αὐτὸν ἀνέκ-κλητη καὶ θεόπνευστη κρίση» (Μιχαὴλ Ψελλός, Χρονογραφία, μτφρ. Ἀλόη Σι-δέρη, Ἀθήνα 1993 σ. 86-87). Μὲ τὸν θά-νατό του μιὰ λαμπρὴ περίοδος, ἴσως ἡ λαμπρότερη στὴ βυζαντινὴ ἱστορία, ἡ περίοδος τῆς βυζαντινῆς ἐποποιίας τῶν Μακεδόνων αὐτοκρατόρων θὰ κλείση.
Βιβλιογραφία
Μακεδονικὴ Δυναστεία. Ἡ βυζαντινὴ τάξη πραγ-μάτων, Ἱστορικὰ 14 (20 Ἰανουαρίου 2000). Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Λαροὺς Μπριτάννι-κα, λήμματα: Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννη-τος, τόμ. 37, σ. 112-113· Νικηφόρος Φωκᾶς, τόμ. 45, σ. 189-190, Ἰωάννης Τσιμισκής, τόμ. 31, σ. 47-48· Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος, τόμ. 13, σ. 347-350.
Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Τὸ βυζαντινὸ κράτος στὴν ἀκμὴ τῆς δυνά μεώς του. Κύριες πο-λιτικὲς δυνάμεις καὶ δυναστικὴ ἱστορία, τόμ. Η΄, σ. 98-128.
J. J. Norwich, Σύντομη Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, μτφρ. Δ.Π. Κωστελένος, Ἀθήνα 1999.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 14
http://www.enromiosini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου