
Σβησμένα βογγητά έκαναν τον Κυριάκο να κόψει το γρήγορο περπάτημά του. Κατέβασε
απότομα το όπλο του απ᾽ τον ώμο και πήρε θέση μάχης. Προχωρούσε σαν το
λαγωνικό. Κάτω από τις βαριές αρβύλες του σακατεύονταν πουρναρόκλαδα
και τσαλιά[1]. Κατέβαινε προσεκτικά την απότομη πλαγιά ανοίγοντας δρόμο
με την ξιφολόγχη του. Τα βογγητά δυνάμωναν˙ σημάδι πως πλησίαζε σ᾽
άνθρωπο. Έριξε ένα γύρω τη ματιά ερευνητικά κι άγρια. Τούτη την ώρα του
δειλινού δύσκολα ξεχώριζε τις σκιές από τα πράγματα. Προχωρούσε
περισσότερο με την ακοή παρά με την όραση.