Τι σημαίνει «Πιστεύω στο Θεό»;
Τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος είναι
πιστός; Τι θα πει ακριβώς «πιστεύω στο Θεό»; Μήπως ότι αποδέχομαι απλώς
την ύπαρξή Του; Ότι θεωρώ πως υπάρχει κάποιος δημιουργός αυτού του
κόσμου, που ενδιαφέρεται λιγότερο ή περισσότερο για την πορεία του; Ότι
θεωρητικά δέχομαι ένα Ον, ασύλληπτο για τα δικά μου δεδομένα; Την
απάντηση στα ερωτήματα αυτά μάς προσφέρει η σημερινή ευαγγελική περικοπή
(Ματθ. 8, 5-13).
Η διήγηση αφορά έναν εκατόνταρχο που
έχει ένα δούλο βαριά άρρωστο και προστρέχει στον Ιησού, για να ζητήσει
τη βοήθειά Του. Ο Χριστός ανταποκρίνεται και προθυμοποιείται να μεταβεί
στην οικία του Ρωμαίου αξιωματικού, για να θεραπεύσει τον άρρωστο. Ο
εκατόνταρχος όμως έχει συναίσθηση των αμαρτιών του και ντρέπεται να
δεχθεί το Διδάσκαλο. Τον παρακαλεί, λοιπόν, με ένα λόγο του να
θεραπεύσει το δούλο του. Πιστεύει ότι ο λόγος του Χριστού είναι πηγή
ζωής.
Τόσο πολύ πιστεύει! Τόσο, που είναι
πεπεισμένος ότι Αυτός που έχει απέναντί του διαθέτει τόση δύναμη, ώστε
μπορεί να κάνει τα πάντα, χωρίς απαραίτητα να είναι παρών. Ακόμα και να
θεραπεύσει κάποιον ασθενή χωρίς να τον βλέπει, χωρίς να ξέρει από τι
ακριβώς πάσχει.