Μεσημέρι. Δεν τον έπιανε ύπνος. Βγήκε για μια βόλτα στην αυλή της μονής.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τότε ένιωσε μια εκκωφαντική σιγή να απλώνεται στο χώρο.
Η αυλή της μονής ειρηνική και όμορφη. Με τα λεμονοκυπάρρισα, καθαρή από
την περιποίηση των πατέρων, με τις υγρές πέτρες να μαρτυρούν το ψύχος
και την υγρασία που επικρατούσε.Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τότε ένιωσε μια εκκωφαντική σιγή να απλώνεται στο χώρο.