''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Μεγάλη Παρασκευή και Μέγα Σάββατο 18-19 Απριλίου 1941

η γενια της κατοχης 
♦ του Νίκου Αλικάκου              

Την Μεγάλη Πέμπτη, 17 Απριλίου του 1941, κατερχόμενος εκ Τατοϊου προς Αθήνα, ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄, κοντά στην Βαρυμπόμπη βρέθηκε μπροστά σε φάλαγγα στρατιωτών. Σταμάτησε το αυτοκίνητό του και εζήτησε εξηγήσεις από τους άνδρες, οι οποίοι του έδειξαν φύλλα διμήνου αδείας. Ο βασιλεύς έμεινε άναυδος. Παρέλαβε λίγα από αυτά και ανεχώρησε. Την επομένη το πρωί, Μεγάλη Παρασκευή, εβγήκε κάποια βόλτα στους δρόμους της Αθήνας, συνοδευόμενος από τον Διάδοχο Παύλο, και συνάντησε παρόμοια κατάσταση. Ήδη χιλιάδες στρατιώτες είχαν αρχίσει να αναχωρούν από το μέτωπο με «άδεια» και να κατευθύνονται στα σπίτια τους, πλημμυρίζοντας τους δρόμους και διακόπτοντας την κυκλοφορία. Ο βασιλεύς, ανήσυχος και οργισμένος, συγκάλεσε έκτακτο πολεμικό συμβούλιο για το μεσημέρι της ίδιας ημέρας.
Χωρίς αμφιβολία το Πολεμικό Συμβούλιο, που συγκλήθηκε στις 14:00 της Μεγάλης Παρασκευής του 1941 στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας», είναι το πιο τραγικό στην πολεμική μας ιστορία, όχι μόνο διότι κατέληξε στον θάνατο του πρωθυπουργού της χώρας, αλλά διότι μέχρι το τέλος της ημέρας είχε καταρρεύσει κάθε οργανωμένη πολιτική εξουσία και είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις της διχοτόμησης του Κράτους (κυβέρνηση Αθηνών – εξόριστη κυβέρνηση), που θα επακολουθούσε τις επόμενες ημέρες, και της ουσιαστικής ακόμη τριχοτόμησης (δυνάμεις του βουνού) που θα επακολουθούσε τους επόμενους μήνες.
Οι αναφορές για το τι διημείφθη στο συμβούλιο αυτό είναι λιγοστές. Πέρα από κάποιες αποστροφές του βασιλέως και από ολίγες αποσπασματικές καταχωρήσεις σε απομνημονεύματα παρόντων, δεν είναι γνωστό τι ακριβώς και υπό ποίων ελέχθη. Το σίγουρο είναι ότι απεκαλύφθη ότι ο υφυπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Παπαδήμας είχε λάβει την απροσδόκητη απόφαση, χωρίς να ενημερώσει την κυβέρνηση, να χορηγηθούν άδειες στο 30% των στρατευμάτων του Μετώπου. Μια ενέργεια που συντονίσθηκε από τους στρατηγούς του Μετώπου και τον αντισυνταγματάρχη Αθανάσιο Κορόζη, ιθύνοντα νου του Επιτελείου του Γενικού Στρατηγείου.
Στην συζήτηση, πολλοί εκ των υπουργών καταφέρθηκαν κατά της πολιτικής του βασιλέως που είχε ακολουθηθεί μέχρι τώρα, δηλαδή της συνέχισης του αγώνος στο Μέτωπο της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, και τάχθηκαν υπέρ της συνθηκολόγησης, που ζητούσαν επίμονα οι Διοικητές των μεγάλων σχηματισμών του Στρατού. Ο βασιλεύς αντεπιτιθέμενος έψεξε και κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ότι είχε χάσει τον έλεγχο της καταστάσεως, ο οποίος στο Συμβούλιο πιθανότατα εισηγήθηκε την έγκριση των προτάσεων των στρατηγών.
Καταλυτική επίδραση στην ψυχολογία όλων των μελών του Συμβουλίου είχε το τηλεγράφημα του υποστρατήγου Γεωργίου Μπάκου, Διοικητού του Β΄ Σώματος Στρατού, που διάβασε ο υφυπουργός Παπαδήμας και αξίζει να παρατεθεί αυτούσιο. «Ανέφερα επανειλημμένως και αναφέρω μετά παρρησίας, ότι κατάστασις εξελίσσεται ραγδαίως επί τα χείρω. Διαρροή, ανυπακοή, εγκατάλειψις αξιωματικών επιτείνεται παρ’ όλα τα ληφθέντα μέτρα και τυφεκισμούς. Εξορκίζω υμάς εν ονόματι του Θεού λάβετε άμεσον απόφασιν ίνα μη θρηνήσωμεν ερείπια άνευ προηγουμένου. Οιοςδήποτε νομίζει ότι δύναται να φέρη τον σταυρόν του μαρτυρίου ικανώτερος ημών, ας ορθολογισθή και ας έλθη να κλαύση την καταστροφήν, διότι τα ιδικά μας δάκρυα εστείρευσαν.» (Ο Γεώργιος Μπάκος υπήρξε μια καταπληκτική στρατιωτική φυσιογνωμία της εποχής του. Δολοφονήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ κατά το Δεκεμβριανό κίνημα του 1944).
Ο βασιλεύς έμενε αμετακίνητος στους όρους της υπογραφείσης συμφωνίας με τους Άγγλους και δεν εδέχετο επ’ ουδενί να υπογραφεί η συνθηκολόγηση, έστω και αν επρόκειτο να καταστραφεί η αιχμαλωτισθεί όλος ο Στρατός. Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος ήδη από το πρωί, στις πιέσεις των επιτελών του, είχε εκφρασθεί με τη φράση:«Διατί δεν το κάνουν μόνοι τους;». Μια φράση για την οποία κατηγορήθηκε εκ των υστέρων ότι έδωσε το «πράσινο φως» στο εγχείρημα της συνθηκολόγησης και την οποία επίσης ο ίδιος ουδέποτε παρεδέχθη ότι διατύπωσε.
Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά από τις 11:00 το πρωί με τον αρχαιότερο των διοικητών του Μετώπου, τον αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα. Στην παράκληση του στρατηγού να δοθεί λύση, διότι η περαιτέρω συγκράτηση του στρατεύματος ήταν αδύνατη, ο πρωθυπουργός έδωσε την υπόσχεσή του ότι το ζήτημα θα ελύετο ευνοϊκά εντός της ημέρας. 
 Είναι φανερό ότι, κάτω από την φοβερή πίεση των γεγονότων, για μια ακόμη φορά στην χώρα οι θεσμοί δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν επ’ ωφελεία της Πατρίδος. Καίτοι όλοι ήσαν πεπεισμένοι για το τι δέον γενέσθαι, η καταθλιπτική παρουσία του ξένου παράγοντος εις βάρος του εθνικού συμφέροντος ωθούσε τα πράγματα στο άναρχο χάος. Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του συνταγματάρχου Αθανάσιου Χρυσοχόου, επιτελάρχου του Γ΄ΣΣ και εσπευσμένως απεσταλμένου εκπροσώπου των Σωματαρχών στην Αθήνα, προς τον Διοικητή του Γ΄ΣΣ αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, στις 18:00 της ημέρας: «Αφιχθείς εις Αθήνας εύρον την κατάστασιν χαώδην. Ο Πρωθυπουργός αυτοκτόνησε ολίγα λεπτά προ της αφίξεώς μου… Κατόπιν τούτου δεν απομένει άλλη λύσις προς απαλλαγήν του Στρατού εκ της αιχμαλωσίας, ειμή η λύσις του Μητροπολίτου Ιωαννίνων». Από την συνάντησή του με τον Παπάγο, προ της αποστολής του τηλεγραφήματος, σχημάτισε την εντύπωση ότι η κατάσταση είχε περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο, καθώς όλοι κατανοούσαν την αναγκαιότητα της συνθηκολόγησης για να γλυτώσουν τις συνέπειες της άνευ προηγούμενου καταστροφής, αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη. Αυτήν την ευθύνη θα ανελάμβανε σε λίγες ώρες από κοινού σχεδόν το σύνολο των Μεράρχων και των Σωματαρχών, υπακούοντας στους κανόνες μιας ανώτερης αντίληψης πατριωτισμού και στις επιταγές της ψυχρής και αδήριτης εθνικής ανάγκης.
Μετά το πέρας του Πολεμικού Συμβουλίου, ο Αλέξανδρος Κορυζής ανεχώρησε για το σπίτι του, όπου μετά από λίγο αυτοκτόνησε. Για το τραγικό αυτό γεγονός έχουν γραφεί αρκετά, τα οποία όμως επαναλαμβάνουν τα ίδια λίγα γνωστά πραγματικά στοιχεία που υπάρχουν. Αξιοσημείωτο είναι ότι η αυτοκτονία του Κορυζή δεν ανακοινώθηκε άμεσα αλλά μετά από δυο ημέρες. Αποτέλεσμα ήταν η γερμανική προπαγάνδα να οργιάσει τις δυο αυτές ημέρες και να κυκλοφορήσουν φήμες σε όλη την Αθήνα ότι ο Κορυζής δολοφονήθηκε από Άγγλο συνταγματάρχη διότι τάχθηκε υπέρ της συνθηκολόγησης. Τις υποψίες αυτές επέτειναν και οι συγκεχυμένες πληροφορίες για τις συνθήκες του θανάτου του. Ο Πρίγκηψ Πέτρος, στα Ημερολόγια Πολέμου 1940-1941, αναφέρει πως ο Διάδοχος Παύλος του μετέφερε την πληροφορία ότι ο ίδιος βρήκε τον Κορυζή, στο λουτρό του, πλημμυρισμένο στο αίμα με μια σφαίρα στο κεφάλι. Η επικρατέστερη όμως πληροφορία φέρει ότι ο Κορυζής είχε δεχθεί 2 σφαίρες στο στήθος προς το μέρος της καρδιάς του, ευρισκόμενος στο γραφείο του. Ασφαλώς το πραγματικό αυτό στοιχείο, η εμπλοκή του ονόματος του Ιωάννου Διάκου -μιας σκοτεινής και μυστηριώδους προσωπικότητος- ως παρόντος στο σπίτι του Κορυζή την στιγμή των πυροβολισμών και οι  αδιευκρίνιστες εν γένει συνθήκες του θανάτου του, συντηρούν μέχρι σήμερα την υποψία της δολοφονίας του.
Στο ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου του 1941 θα ξετυλιχθούν τα γεγονότα σαν σε αρχαιοελληνική τραγωδία. Η μισή χώρα κατακτημένη ήδη από τις συνεχώς προελαύνουσες γερμανικές δυνάμεις. Βρεταννικά και αποικιακά στρατεύματα σχεδόν 60.000 ανδρών πασχίζουν να φθάσουν όσο το δυνατόν ενωρίτερα στους λιμένες διαφυγής τους. Οι Ιταλοί περιμένουν επιτέλους να χαμογελάσει λίγο η νίκη και σ’ αυτούς και να συντρίψουν -τώρα που έχουν την ευκαιρία- τον νικηφόρο Ελληνικό Στρατό. Η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, ανυπεράσπιστες πια, αρχίζουν να γνωρίζουν το δικό τους δράμα, με την είσοδο των υαινών της καραδοκούσας βόρειας γειτόνου χώρας. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως αυτόχειρας νεκρός. Στην Αθήνα τα ονόματα σε αντικατάστασή του διαδέχονται το ένα το άλλο. Παραιτήσεις, ανακλήσεις, πισωγυρίσματα, χάος και κατάρρευση. Ο μόνος φορέας πολιτικής εξουσίας παραμένει ο βασιλεύς με την πολιτική του «ας καταστραφώμεν», σε σημείο ώστε να μένει και ο μόνος, προς στιγμήν, να αναλάβει την προεδρία της Κυβέρνησης. Και όλα υπό το άγρυπνο μάτι του παρόντος στρατηγού Ουέϊβελ.
Οι ηγεσίες όμως του μαχόμενου Στρατού, που βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, έχουν ήδη χαράξει το δικό τους δρόμο. Το μεσημέρι ο συνταγματάρχης Χρυσοχόου θα στείλει στον Τσολάκογλου το περίφημο τηλεγράφημα, με το οποίο τον προέτρεπε να αναλάβει την ενέργεια συνθηκολογήσεως αφού λάβει την εξουσιοδότηση των Σωματαρχών. Το υπηρεσιακό ύφος του τηλεγραφήματος και η υπογραφή του «εκ του Φρουραρχείου Θ» (συνθηματική ονομασία του Γενικού Στρατηγείου), επηρέασαν και τους διστακτικούς, μέχρι εκείνη την ώρα, στρατηγούς, ότι το εγχείρημα έχει την έγκριση του Παπάγου. Επομένως δεν επρόκειτο να κατηγορηθούν για την συμμετοχή τους στην ενέργεια. Η υπηρεσία διαβιβάσεων του Γενικού Στρατηγείου, για να χρησιμοποιήσει την κωδική ονομασία «Φρουραρχείο Θ», έπρεπε να έχει την υπογραφή του Παπάγου. Ο ίδιος όμως ευρίσκετο σε πλήρη άγνοια των τεκταινομένων. Σε όλα τα βιβλία που εγράφησαν σχετικά δεν δίνεται καμμία ερμηνεία για το πώς κατάφερε ο Χρυσοχόου να στείλει το τηλεγράφημα. Η απάντηση δόθηκε το 1995, με στοιχεία που έδωσε ο Λεωνίδας Παπάγος, υιός του Στρατάρχου, μέσα από το βιβλίο του Αντωνίου Κοραντή  Ο Αλέξανδρος Παπάγος και ο πόλεμος 1940-1941. Πίσω από την ενέργεια αυτή θα βρούμε τον δαιμόνιο αντισυνταγματάρχη Κορόζη, ο οποίος έπεισε τον τότε στρατιώτη κρυπτογράφο του ΓΣ Άγι Καψαμπέλη, μετέπειτα πρέσβυ, να στείλει το τηλεγράφημα. Η αποκάλυψη έγινε προς τον Παπάγο 2 σχεδόν 24ωρα προ της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα από τον ίδιο τον Καψαμπέλη, με μακροσκελή αναφορά του, η οποία διασώθηκε στο αρχείο του Λ. Παπάγου. Τα πράγματα όμως είχαν πάρει τον δικό τους δρόμο και καμμία δύναμη δεν μπορούσε να αναστρέψει. Του Ιωάννου Πιτσίκα αρνηθέντος, ως αρχαιοτέρου αξιωματικού επί του πεδίου, να αναλάβει την πρωτοβουλία συνθηκολόγησης, έλαβε την ευθύνη ο Τσολάκογλου.
Κυριακή ανήμερα του Πάσχα του 1941 θα υπογραφεί το πρώτο πρωτόκολλο παράδοσης του Ελληνικού Στρατού και κατάπαυσης των εχθροπραξιών μεταξύ του Τσολάκογλου και του Ντήτριχ στο Βοτονάσι. Την επομένη διετάσσετο από το Γενικό Στρατηγείο η αντικατάσταση του Τσολάκογλου. Δεν είχε όμως την δύναμη το Γενικό Στρατηγείο να επιβάλει την θέλησή του και ο χρόνος αντίδρασης είχε πλέον παρέλθει. Ακολούθως τα γεγονότα μέχρι τον σχηματισμό της πρώτης ελληνικής κατοχικής κυβέρνησης είναι γνωστά.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η ερμηνεία της παραμονής του αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου στην Αθήνα μετά την συνθηκολόγηση. Ο ίδιος έδωσε την εξήγηση ότι ηθέλησε να συμμεριστεί την τύχη του Στρατού του και την 23ην Απριλίου υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία έγινε αυθημερόν δεκτή. Στην φιλική προς τον Παπάγο ιστοριογραφία, εξαίρεται η απόφασή του να μείνει στην Αθήνα. Περιλαμβάνονται μάλιστα συγκινητικές περιγραφές μεταξύ Γεωργίου και Παπάγου προ της αναχωρήσεως του Γεωργίου για την Κρήτη. Ο βασιλεύς προτρέπει τον αρχιστράτηγο να ακολουθήσει, αλλά ανένδοτος αυτός προτιμά να μοιραστεί την τύχη των συμπολεμιστών του. Ακολουθούν ευχές και επίδοση φυλακτών με το τίμιο ξύλο κλπ. Η πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική. Ο Παπάγος είχε από καιρό υποπέσει στην δυσμένεια των Βρεταννών, εξ αιτίας της ομολογουμένως πατριωτικής στάσης του, να διατηρήσει τις δυνάμεις των οχυρών της Γραμμής Μεταξά στις θέσεις τους και να μη συμπτυχθούν στην γραμμή του Ολύμπου, όπως του είχαν ζητήσει οι Βρεταννοί. Ο Γεώργιος επίσης του καταλόγισε ευθύνες σχετικές με την συνθηκολόγηση και δεν ηθέλησε κάν να τον δει μέχρι την αναχώρησή του. Τελικώς ο Παπάγος εγκαταλείφθηκε στην Αθήνα, ενώ όλοι έβρισκαν μια θέση για να αναχωρήσουν με τα μέσα που διέθεταν οι Βρεταννοί. Η ρήξη αυτή Βρεταννών και Παπάγου είναι γνωστή, και επανήλθε στην επιφάνεια με τα δραματικά γεγονότα του Κυπριακού την δεκαετία του ’50.
Πριν ολοκληρωθεί το άρθρο, θα πρέπει να γίνει μια αναφορά στην πιθανή γερμανοφιλία ή γερμανοπληξία των αξιωματικών που συνθηκολόγησαν και σχημάτισαν την πρώτη κυβέρνηση ως κύριο κίνητρό τους. Το ζήτημα αυτό έχει μέχρι τις ημέρες μας αποκτήσει τον δικό του μύθο και μέσα από τα εύπεπτα στερεότυπα αναπαράγεται από λαϊκιστές και ημιμαθείς δημοσιογράφους, οι οποίοι μαθαίνουν ιστορία «γκουγκλάροντας» στο διαδίκτυο. Οι αξιωματικοί αυτοί στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ούτε αγγλόφιλοι ούτε γερμανόφιλοι. Υπήρξαν άνδρες οι οποίοι αγαπούσαν την Πατρίδα τους και ό,τι έκαμαν το έκαμαν κινούμενοι από αυτό το συναίσθημα. Έσωσαν τον Ελληνικό Στρατό από την καταστροφή και την αιχμαλωσία γιατί έτσι πίστευαν ότι πρέπει να κάμουν. Σήμερα, όσοι στην Ελλάδα κραυγάζουν τα συνήθη επίθετα, ίσως οι ίδιοι να μην είχαν γεννηθεί διότι ο γεννήτοράς τους θα είχε σκοτωθεί ή χαθεί σε κάποιο στρατόπεδο αιχμαλώτων. Η πίστη τους προς την «συμμαχική νίκη» εκάμφθη; Θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι εξετέλεσαν το καθήκον τους, αγωνίσθηκαν με αυταπάρνηση και οι ίδιοι δημιούργησαν τις προϋποθέσεις του έπους στην βάση των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης Μεταξά. Αλλά κατά την διάρκεια του πολέμου αντελήφθησαν ότι κάποιο σκοτεινό παιχνίδι παίζεται από τους Βρεταννούς, χωρίς να είναι σε θέση να κατανοήσουν ακριβώς περί τίνος πρόκειται, με αποτέλεσμα να έχουν ανάμικτα συναισθήματα «νομιμοφροσύνης».
Τον Μάρτιο του 1941, ο πρίγκηψ Πέτρος συνόδευσε τον Βρεταννό στρατηγό Χέϋγουντ σε επίσκεψή του στο Μέτωπο. Σκοπός της επισκέψεως ήταν να εξακριβώσει τις προθέσεις των Διοικητών των Μεγάλων Μονάδων, πώς θα αντιδρούσαν σε μια αναμενόμενη γερμανική επίθεση. Μάλιστα είχε ρητή οδηγία από τον Παπάγο να ενημερώνει προηγουμένως κατάλληλα τους Διοικητές ώστε να φέρονται αναλόγως. Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Κοσμάς, Διοικητής του Α΄Σώματος Στρατού, δεν «πειθάρχησε» και επετέθη κατά του Βρεταννού στρατηγού για την απραξία τους. Ο Βρεταννός απάντησε πως θα πρέπει να οφείλουν ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη προς τους Βρεταννούς διότι τους εβοήθησαν να νικήσουν του Ιταλούς. Ο Κοσμάς τότε εξεμάνη: «Πώς βοηθήσατε στρατηγέ; Ό,τι πετύχαμε το πετύχαμε μόνοι μας. Όλη η Ελλάδα είναι επιστρατευμένη. Και σε κάθε σπιθαμή εδάφους που κερδίζουμε βρίσκουμε μπροστά μας διπλάσιους Ιταλούς. Αν μας βοηθούσατε μόνο με μερικές επιχειρήσεις με την αεροπορία σας και με τον στόλο σας ώστε να σταματήσει η συνεχής μετάγγιση δυνάμεων από την Ιταλία προς την Αλβανία, θα είχαμε πετάξει τους Ιταλούς στη θάλασσα…». Ο Βρεταννός δεν απήντησε. Το 1958 συναντήθηκαν ο πρίγκηψ Πέτρος και ο Κοσμάς στην Αθήνα. Ο πρίγκηψ τότε συνεχάρη τον Κοσμά για το θάρρος του απέναντι στον Βρεταννό και του πρόσθεσε: «Οι Άγγλοι δεν ήθελαν να ρίψουμε τους Ιταλούς στην θάλασσα διότι πού θα πήγαιναν 850.000 Ιταλοί στρατιώτες τους οποίους συγκρατούσατε εσείς εις την Αλβανίαν; Μάλλον στην Αφρικήν, όπου κατά την περίοδον εκείνην τα πράγματα ήταν άσχημα για τους Άγγλους. Είχον απωθηθή προς την Αίγυπτον…» Και συμπληρώνει ο Κοσμάς: «Τότε κατάλαβα τι θα πεί Αγγλική πολιτική και πονηρία. Ενώ οι Γερμανοί εβοηθούσαν τους Ιταλούς, αυτοί- οι Άγγλοι- μας άφηναν σκοπίμως αβοήθητους προς ίδιον όφελος». Αυτή η τελευταία φράση περικλείει την ουσία της βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι απολύτως βέβαιο πως την ελληνοϊταλική συμπλοκή οι Βρεταννοί την είδαν ως χρυσή ευκαιρία δημιουργίας ενός νέου βαλκανικού μετώπου των περίφημων 100 μεραρχιών (40 Γιουγκοσλαβικών, 40 Τουρκικών και 20 Ελληνικών), όπου θα απασχολούσαν μεγάλες δυνάμεις του Άξονα μακράν του βρεταννικού εδάφους. Φρούδες ελπίδες. Αγωνίσθηκαν όμως για τον σκοπό αυτό, ιδιαίτερα ο υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, καθ’ όλο το διάστημα των μηνών του 1941 μέχρι την γερμανική επίθεση, ενώ η αποστολή του ισχνού βρεταννικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα αυτήν την πολιτική εξυπηρετούσε. Κατέβαλαν συνεχείς προσπάθειες για να αποτρέψουν πιθανή συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Ιταλών και Ελλήνων και για να διατηρηθεί το μέτωπο πάση θυσία. Είναι ενδεχόμενο ακόμα και η στρατηγική του Ελληνικού Γενικού Στρστηγείου, μετά τον Ιανουάριο του 1941 όπου παρατηρείται καθήλωση του ελληνικών δυνάμεων (Γ΄ΣΣ), να επηρεάστηκε από τους Βρεταννούς ώστε να πάρουν ανάσα οι Ιταλοί .
Παρά το γεγονός ότι η επίσημη ιστοριογραφία θεωρεί ως αίτια της ιταλικής επίθεσης τον μεγαλοκαισαρισμό του Μουσολίνι και τον ιταλικό επεκτατισμό, θα πρέπει η ιστορική έρευνα να κατευθυνθεί και προς τον άμεσα ωφελημένο. Οι Βρεταννοί, έχοντας δεδομένο σύμμαχο την Ελλάδα, έτοιμη να πολεμήσει παρά το πλευρό τους και έχοντας εξασφαλίσει τον άνθρωπο που θα ήλεγχε τη διάνοια του Μουσολίνι, τον υπουργό Εξωτερικών και γαμπρό του Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος υπήρξε χρηματιζόμενος πράκτορας των Άγγλων, μπόρεσαν να «στήσουν» το βαλκανικό σκηνικό. 
Επίσης, αν και θεωρείται ιστορικά επαρκώς εξακριβωμένο το γεγονός του τορπιλισμού της «ΕΛΛΗΣ», θα πρέπει να εξετασθεί η περίπτωση (πολλές οι ενδείξεις) της δόλιας διοχέτευσης από τις βρεταννικές μυστικές υπηρεσίες προς το ιταλικό υπουργείο εξωτερικών ότι η «ΕΛΛΗ» ήταν βρεταννικό σκάφος φέρον τα ελληνικά εμβλήματα. Επομένως, ήταν σύμφωνο με τις διαταγές που είχε  και ηθικά δίκαιο για τον κυβερνήτη του ιταλικού υποβρυχίου «DOLFINO» να πλήξει την «ΕΛΛΗ», νομίζοντας ότι ήταν βρεταννικό σκάφος.
Η Μεγάλη Εβδομάδα του 1941, μια εβδομάδα προ της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα και την έναρξη της κατοχικής περιόδου, υπήρξε η κρισιμώτερη περίοδος όλου του πολέμου, καθώς η σύγκρουση των ποικίλων συμφερόντων έφθασε στο απροκάλυπτο πλέον αποκορύφωμά της. Παρά την πάροδο 75 σχεδόν χρόνων, το φως της ιστορίας δεν έχει φωτίσει ακόμη όλες τις πλευρές και ο προβληματισμός που αφορά στο ερώτημα ποιές ακριβώς δυνάμεις καθορίζουν την τύχη του κράτους μας, όπως διαμορφώθηκε μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου, εξακολουθεί να αποτελεί το κύριο προσδιοριστικό στοιχείο της εθνικής μας αυτογνωσίας.  

http://neapolitiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου