''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ. Όταν οι τούρκοι έχασαν την Κωνσταντινούπολη.

Απλά Συγκλονιστικό!

Ο διαμελισμός της τουρκίας

Επιμέλεια Έκτακτο Παράρτημα

ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Οκτώβριος 1918


(…) μοίρα Ελληνικού στόλου εισέπλευσε μαζί με τα άλλα πολεμικά των Δυνάμεων εις Βόσπορον και ηγκυροβόλησε προ της Βασιλίδος των πόλεων. Ομοίως Ελληνική στρατιωτική αποστολή εγκαθίστατο εις την Κωνσταντινούπολιν.


Η ΕΠΑΡΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ


Με το «σάλπισμα της σημαίας» καθ’ εκάστην εγένετο η έπαρσις και η υποστολή της πολεμικής μας σημαίας, ενώ Ελληνικόν στρατιωτικόν απόσπασμα της δυνάμεως της Στρατιωτικής Αποστολής απέδιδε τας τιμάς.


Αι συγκοινωνίαι και η κίνησης της Μεγάλης Οδού του Πέραν διεκόπτετο τότε για μερικά λεπτά, αι χιλιάδες δε των περιπατητών και διαβατών της ωραιοτέρας και πολυτελεστέρας αυτή αρτηρίας της Κωνσταντινουπόλεως έμενον ακίνητοι, ασκεπείς προ του υπερηφάνου Συμβόλου της Νικητρίας Ελλάδος.


Μέσα στους απειροπληθείς αυτούς διαβάτας, που αντεπροσώπευον όλες τες φυλές της γης, οι Έλληνες με συγκίνησι και υπερηφάνεια στεκόντανε νομίζοντες ίσως πως, είναι ένα όνειρο όλα αυτά τα αφάνταστα και ωραία που γινόνταν και που η τολμηροτέρα φαντασία ούτε να σκεφθή προ ολίγου χρόνου ηδύνατο, οι τούρκοι σκύβανε το κεφάλι τους μπρος στο «Κισμέτι» και οι άλλες εθνότητες ζηλεύανε ή φθονούσαν την δύναμι, την δόξα, την ευτυχία της Ελλάδος και την τύχη της να έχη για Κυβερνήτη μια τόση μεγάλη προσωπικότητα σαν τον Βενιζέλο.


Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ


Ο αρχιστράτηγος τον ηρώτησε τι φρονούσε διά το ζήτημα της Κωνσταντινουπόλεως: Θα την παίρναμε;…


Ο Βενιζέλος εγύρισε τότε και εκύτταξε καλά στα μάτια τον στρατιωτικόν του συνεργάτην, χαμογέλασε και μετέφερε το βλέμμα στο δεξί χέρι του Αρχιστρατήγου, που κρατούσε ένα αναμμένο πούρο –ιδιαιτέρα αδυναμία του Παρασκευοπούλου, που είχε τέτοια συνήθεια να καπνίζη διαρκώς πούρο ώστε εις τον στρατόν είχεν από τα νειάτα του αποκτήση την προσωνύμιαν «Καπετάν Πούρος»…


Αφού, λοιπών, ο Βενιζέλος περιέφερε έτσι τα μάτια του, επήρε ακόμη πιο εύθυμο ύφος και απήντησεν εις την ερώτησιν του αρχηγού του Στρατού:


- Έναν μόνον έχω να σου πω, στρατηγέ: Κι εάν δεν πάρουμε την Πόλι, τα σύνορά μας θα είνε τόσο κοντά ώστε θ’ ανάβης το πούρο σου στην Ελλάδα, θα μπαίνης στο αυτοκίνητό σου και θα φθάνης στην Πόλι προτού το πούρο σου τελειώση…


Και εγέλασε με την καρδιά του ο ίδιος διά την με τόσον εύθυμον διαγραφήν σκιαγραφίαν της ενσαρκώσεως του τολμηροτέρου ονείρου της Φυλής.




(…) Την νύχτα της 19ης προς την 20ην Ιουλίου 1920 μια είδησις συγκλόνισε τον Ελληνόκοσμο της Πόλης. Στην αρχήν ψιθυριστά, σαν αμφίβολη είδησις, ύστερα πιο έντονα και στο τέλος, στον χαρμόσυνο τόνο του «Χριστός Ανέστη», έδιναν ο ένας στον άλλο την μεγάλη, την απίστευτην είδησι:


- Ένα τάγμα Ελληνικό αύριο έρχεται στην Πόλη!


Κανείς δεν κοιμήθηκε όλην την νύχτα. Έτρεχαν άνθρωποι σαν τρελλοί στο δρόμο και ρωτούσαν:


- Που θ’ αποβιβαστή το τάγμα;


- Θα ‘ρθη από το Χαδέμκιοϊ σιδηροδρομικώς…


Την είδησι την έμαθαν και οι τούρκοι. Και εκλείστηκαν από νωρίς στα σπίτια τους. Ο νους τους ανέτρεξε σε πολύ μακρυνά χρόνια…


Ένας Πορθητής, ο Σουλτάνος τους, έμπαινε στην Πόλη και κατέλυε μιαν Αυτοκρατορία… Την Βυζαντινή. Κι έσκυβαν το κεφάλι.




(…) Ακούστηκε σφύριγμα ατμομηχανής. Το πλήθος τρικύμισε, για μια στιγμή θάμπωσαν τα μάτια του. Κόπηκεν η αναπνοή του. Σε λίγο συνήλθε κι έσφιξε το σταθμό, σπάζοντας την συμμαχική ζώνη, σκαρφάλωσε στα σιδερένια κάγκελλα του σταθμού, πλημμύρισε τις μεγάλες αίθουσες τα γραφεία.


Όταν σταμάτησε το τραίνο μια φωνή από εκατόν και πλέον χιλιάδες στήθια βγαλμένη ακούεται: «Ζήτω η Ελλάς», «Ζήτω ο Βενιζέλος».


- Να το σηκώσουμε στα χέρια το τάγμα! ακούστηκε μια φωνή.


- Στα χέρια! Στα χέρια! βόηξεν όλο το πλήθος.


Δεν ήταν χέρι που να μην είχε το μαντήλι στα μάτια… Λίγο αργότερα μου διηγείτο ο ταγματάρχης Μίμης Βλαχόπουλος, διοικητής του ευτυχισμένου αυτού τάγματος.


-«Δεν μπορούσα να καταλάβω το συναίσθημα των ανδρών μου όταν μπήκαν στα βαγόνια, που θα τους έφερναν στην Πόλη. Συγκίνησις; Όχι δεν ήταν συγκίνησις. Τρέλλα; Ούτε. Θάμβος; Αυτό ίσως να ‘νε. Λες και δεν μπορούσαν να πιστέψουν σε μια τέτοια ευτυχία, ευτυχία που περνούσε τα όρια τον πιο τολμηρών ονείρων μας. Όταν πια ξεκίνησε το τραίνο, ξέσπασαν τα εσώτατα συναισθήματα των ανδρών μου, σ’ ένα τραγούδι. Κι έσμιξε το τραγούδι των φαντάρων με τις ζητωκραυγές των Ελλήνων των Προαστείων, από τον Άη Στέφανο ως το Σιρκετζή, που παρετάχθηκαν δεξιά και αριστερά της σιδηροδρομικής γραμμής. Όταν περνούσαμε τα τείχη της Πόλης ο νους μου ανέτρεξε στις μαύρες εκείνες μέρες, που τα στίφη του Πορθητή έσφιγγαν την Θεοφύλακτο Πόλη. Άξαφνα τα τραγούδια έπαψαν. Περνούσαμε μπρος από την Αγιά Σοφιά. Καμμιά φωνή λες και κόπηκαν κι οι αναπνοές. Και μονάχα ο θόρυβος της ατμομηχανής ακούονταν. Όλο το τάγμα βρέθηκεν όρθιο μέσα στα βαγόνια. Και τα χέρια, που κατέβαιναν από τα μάτια, υγρά, διέγραφαν πάνω στο στήθος των πολεμιστών το σημείο του Σταυρού. Ποιος θα με πείση πως εκείνη την στιγμή δεν άκουα από τα στήθια όλων μας βγαλμένο το ύμνο της Υπερμάχου Στρατηγού;…» 
 
στο συγκλονιστικό δεύτερο μέρος...

Αποβίβαση στο ίδιο μέρος από όπου έφυγαν οι Κρητικοί του 1453!
Ο γέρος που μαρμάρωσε!
Η προφητεία...
Το πάλατι του Σουλτάνου έδρα του Ελληνικού Τάγματος!
Οι Κρητικοί χωροφύλακες της Κωνσταντινουπόλεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου