Καθημερινή, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΑΝΟΥΔΟΥ
Το
1303, οι Καταλανοί ταξίδεψαν από τη Σικελία στην Κωνσταντινούπολη για
να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο στην αντιμετώπιση της οθωμανικής
απειλής.
«Από τη μια είναι ο πιο
περήφανος λαός στον κόσμο, καθότι δεν υπάρχει λαός που να του έχουν
κάποιο σεβασμό, πέρα από αυτούς τους ίδιους, παρότι δεν αξίζουν τίποτα,
κι από την άλλη είναι ο λιγότερο φιλεύσπλαχνος προς τον πλησίον του λαός
στον κόσμο όλον».Ετσι περιγράφει τους Βυζαντινούς Ελληνες
ο Καταλανός στρατιώτης και συγγραφέας Ραμόν Μουντανέρ στο περίφημο
Χρονικό του, αποσπάσματα του οποίου κυκλοφορούν για πρώτη φορά στα
ελληνικά.
Η σκληρότητα των περιγραφών ίσως ξενίζει τον Ελληνα αναγνώστη, που είναι πιο εξοικειωμένος με τους -εξίσου αρνητικούς- χαρακτηρισμούς των Καταλανών σε δημοτικά τραγούδια.
Και πώς να μην περιγράφεται με μελανά χρώματα ο μισθοφορικός στρατός, που τον 14ο αιώνα λεηλάτησε χωρίς έλεος περιοχές της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας;
Εντούτοις, ο αναγνώστης του Χρονικού του Μουντανέρ καταλήγει να βλέπει με κάποια συμπάθεια τα μέλη της Καταλανικής Εταιρείας, που το 1303 ταξίδεψαν από τη Σικελία στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο στην αντιμετώπιση της οθωμανικής απειλής.
Ως «αμοιβή» για τις υπηρεσίες τους, έλαβαν νοθευμένα νομίσματα και τίτλους ευγενείας χωρίς αντίκρισμα, ενώ λίγο αργότερα είδαν τον αρχηγό τους, Roger de Flor (Ρογήρος ο Ανθηρός), να δολοφονείται εν ψυχρώ κατόπιν εντολής του γιου του αυτοκράτορα, Μιχαήλ Παλαιολόγου. Ακολουθώντας μια μάλλον συνηθισμένη πρακτική, οι «εργοδότες» τους προσπάθησαν να τους ξεφορτωθούν μόλις έπαψαν να τους είναι χρήσιμοι.
«Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες τους, αλλά δεν ήταν σε θέση να δώσουν ό,τι είχαν υποσχεθεί», αναφέρει ο Λάμπρος Κωτσαλάς, υποψήφιος διδάκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα. «Το άλλο μισό μερίδιο της ευθύνης το φέρουν βέβαια οι ίδιοι οι Καταλανοί, που παρερμήνευσαν τις υποσχέσεις των Βυζαντινών, υπερδιογκώνοντάς τις», προσθέτει.
Σε μια εποχή όπου οι αιματηρές συγκρούσεις, οι αψιμαχίες και οι έριδες μεταξύ των βασιλικών οικογενειών διαμόρφωναν το κυρίαρχο σκηνικό σε ολόκληρη την Ευρώπη και όπου τα στρατεύματα των Φράγκων, των Οθωμανών και των Βυζαντινών μάχονταν για την κυριαρχία της «Ρωμανίας», οι προδομένοι μισθοφόροι εκδικήθηκαν με τον μόνο τρόπο που γνώριζαν: σπέρνοντας τον φόβο και τον θάνατο μεταξύ των υπηκόων της αυτοκρατορίας με τη λεγόμενη «καταλανική εκδίκηση».
Αιώνες προτού αρχίσουν οι συζητήσεις περί καταλανικής ανεξαρτησίας και δημοψηφίσματος, το Πριγκιπάτο της Καταλωνίας ήταν ήδη ανεξάρτητο από το Βασίλειο της Αραγωνίας – αν και, ύστερα από την ένωση των δύο οικογενειών το 1137, ο εκάστοτε βασιλιάς της Αραγωνίας είχε και τον τίτλο του ανώτατου άρχοντα, δηλαδή του κόμη, της Καταλωνίας. Η απουσία βασιλιά στην Καταλωνία καταδεικνύει την ύπαρξη μιας «πιο αστικής κοινωνίας με μη μοναρχική παράδοση», εξηγεί ο Λάμπρος Κωτσαλάς. Το γεγονός πως πριγκιπάτο και βασίλειο υπάγονταν στο Στέμμα της Αραγωνίας οφείλεται σε τυπικούς λόγους, αφού σύμφωνα με το πρωτόκολλο ο βασιλιάς προηγείται του κόμη, υπογραμμίζει ο ιστορικός.
Εν μέρει ο στόχος τους επιτεύχθηκε, αφού κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχία τους στον ελλαδικό χώρο καταλαμβάνοντας, το 1311, το φραγκικό Δουκάτο των Αθηνών, το οποίο περιλάμβανε την Αττική, τη Μεγαρίδα, τη Βοιωτία και τη Φωκίδα με πρωτεύουσα τη Θήβα, ενώ «με τις νέες κατακτήσεις τους δημιουργείται το γειτονικό Δουκάτο των Νέων Πατρών (Φθιώτιδα, Θεσσαλία), με πρωτεύουσα τις Νέες Πάτρες ή Υπάτη. Καταλανοί φεουδάρχες αποκτούν επίσης τη Νότια Εύβοια, τη Σαλαμίνα και την Αίγινα», εξηγεί ο ιστορικός.
Στο τέλος, βέβαια, η παρουσία τους αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά μόνιμη, καθώς από το 1360 οι «αιματηρές εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των φατριών των Καταλανών ευγενών και αξιωματούχων» προετοίμασαν το έδαφος για την απώλεια των δουκάτων στα τέλη του 14ου αιώνα.
Οι προθέσεις και οι επιθυμίες δεν είναι έννοιες με τις οποίες είθισται να ασχολούνται οι ιστορικοί, όμως η διατριβή του Λάμπρου Κωτσαλά δεν εστιάζει αποκλειστικά σε «γεγονότα»: το επιστημονικό ενδιαφέρον του περιστρέφεται γύρω από αντιλήψεις και νοοτροπίες όχι των λογίων ή των ιστορικών, αλλά των «συνηθισμένων» ανθρώπων. Για την ακρίβεια, καταπιάνεται με τις «καταλωνικές και αραγονέζικες νοοτροπίες του 14ου και 15ου αιώνα, σχετικά με την παρουσία του Στέμματος της Αραγωνίας, δηλαδή των ανθρώπων του, στη Ρωμανία».
Από τη μέχρι τώρα έρευνά του προκύπτει πως, παρά τα σχόλια του Μουντανέρ για τον εγωκεντρισμό των Ελλήνων και τις περιγραφές των Καταλανών ως στυγνών εκτελεστών στα δημοτικά τραγούδια, η συνύπαρξη των δύο λαών ήταν εν πολλοίς γόνιμη: μεταξύ άλλων, πραγματοποιήθηκαν μεταφράσεις βιβλίων, Ελληνες λόγιοι, όπως ο νοτάριος Δημήτριος Ρέντης, ανήλθαν στην καταλανική ιεραρχία και γενιές Καταλανών γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον ελλαδικό χώρο.
Αυτοδίδακτος
Η αξία του Χρονικού του Μουντανέρ δεν έγκειται τόσο στην αμεροληψία του.
Οικονομικός υπεύθυνος, αρχιγραμματέας και υπαρχηγός της Καταλανικής Εταιρείας, συμμετείχε ενεργά στα περισσότερα γεγονότα που εξιστορεί. Παράλληλα, το συγγραφικό έργο του αυτοδίδακτου χρονικογράφου ολοκληρώθηκε μόνο λίγα χρόνια μετά την εκστρατεία της Καταλανικής Εταιρείας στην Ανατολή. Ο ίδιος δεν επιχειρεί να κερδίσει τον αναγνώστη με την ψυχρή αντικειμενικότητά του, αλλά με την αμεσότητα της γραφής του, τις εν τω βάθει γνώσεις του και την ικανότητά του να συλλαμβάνει τα συναισθήματα και «τον ψυχισμό της ομάδας», υποστηρίζει ο Λάμπρος Κωτσαλάς.
Αν και ορισμένες φορές παρασύρεται σε υπερβολές ή επιχειρεί να συγκαλύψει περιστατικά που θα αμαύρωναν την εικόνα της Εταιρείας και του Στέμματος της Αραγωνίας, σε γενικές γραμμές διατηρεί τη διαύγεια και την ψυχραιμία του. Επιπλέον, γράφει εξ ολοκλήρου στη δημοτική, χρησιμοποιώντας φράσεις που παραπέμπουν στον προφορικό λόγο – κάτι πρωτοφανές για την εποχή του.
Η σκληρότητα των περιγραφών ίσως ξενίζει τον Ελληνα αναγνώστη, που είναι πιο εξοικειωμένος με τους -εξίσου αρνητικούς- χαρακτηρισμούς των Καταλανών σε δημοτικά τραγούδια.
Και πώς να μην περιγράφεται με μελανά χρώματα ο μισθοφορικός στρατός, που τον 14ο αιώνα λεηλάτησε χωρίς έλεος περιοχές της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας;
Εντούτοις, ο αναγνώστης του Χρονικού του Μουντανέρ καταλήγει να βλέπει με κάποια συμπάθεια τα μέλη της Καταλανικής Εταιρείας, που το 1303 ταξίδεψαν από τη Σικελία στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο στην αντιμετώπιση της οθωμανικής απειλής.
Ως «αμοιβή» για τις υπηρεσίες τους, έλαβαν νοθευμένα νομίσματα και τίτλους ευγενείας χωρίς αντίκρισμα, ενώ λίγο αργότερα είδαν τον αρχηγό τους, Roger de Flor (Ρογήρος ο Ανθηρός), να δολοφονείται εν ψυχρώ κατόπιν εντολής του γιου του αυτοκράτορα, Μιχαήλ Παλαιολόγου. Ακολουθώντας μια μάλλον συνηθισμένη πρακτική, οι «εργοδότες» τους προσπάθησαν να τους ξεφορτωθούν μόλις έπαψαν να τους είναι χρήσιμοι.
«Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες τους, αλλά δεν ήταν σε θέση να δώσουν ό,τι είχαν υποσχεθεί», αναφέρει ο Λάμπρος Κωτσαλάς, υποψήφιος διδάκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα. «Το άλλο μισό μερίδιο της ευθύνης το φέρουν βέβαια οι ίδιοι οι Καταλανοί, που παρερμήνευσαν τις υποσχέσεις των Βυζαντινών, υπερδιογκώνοντάς τις», προσθέτει.
Σε μια εποχή όπου οι αιματηρές συγκρούσεις, οι αψιμαχίες και οι έριδες μεταξύ των βασιλικών οικογενειών διαμόρφωναν το κυρίαρχο σκηνικό σε ολόκληρη την Ευρώπη και όπου τα στρατεύματα των Φράγκων, των Οθωμανών και των Βυζαντινών μάχονταν για την κυριαρχία της «Ρωμανίας», οι προδομένοι μισθοφόροι εκδικήθηκαν με τον μόνο τρόπο που γνώριζαν: σπέρνοντας τον φόβο και τον θάνατο μεταξύ των υπηκόων της αυτοκρατορίας με τη λεγόμενη «καταλανική εκδίκηση».
Αιώνες προτού αρχίσουν οι συζητήσεις περί καταλανικής ανεξαρτησίας και δημοψηφίσματος, το Πριγκιπάτο της Καταλωνίας ήταν ήδη ανεξάρτητο από το Βασίλειο της Αραγωνίας – αν και, ύστερα από την ένωση των δύο οικογενειών το 1137, ο εκάστοτε βασιλιάς της Αραγωνίας είχε και τον τίτλο του ανώτατου άρχοντα, δηλαδή του κόμη, της Καταλωνίας. Η απουσία βασιλιά στην Καταλωνία καταδεικνύει την ύπαρξη μιας «πιο αστικής κοινωνίας με μη μοναρχική παράδοση», εξηγεί ο Λάμπρος Κωτσαλάς. Το γεγονός πως πριγκιπάτο και βασίλειο υπάγονταν στο Στέμμα της Αραγωνίας οφείλεται σε τυπικούς λόγους, αφού σύμφωνα με το πρωτόκολλο ο βασιλιάς προηγείται του κόμη, υπογραμμίζει ο ιστορικός.
Η Καταλανική Εταιρεία
Σε
αυτό το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό τοποθετούνται η δημιουργία και η
δράση της Καταλανικής Εταιρείας. Στα πλέον διαβόητα μέλη της
συγκαταλέγονται οι ελαφρά οπλισμένοι, ορεσίβιοι Αλμογάβαροι από τα
Πυρηναία, ικανοί στη μάχη σώμα με σώμα παρά τον ελαφρύ αυτοσχέδιο
οπλισμό τους. Δεινοί πολεμιστές με άριστη οργάνωση και πειθαρχία, οι
περίπου 6.000 μισθοφόροι της Καταλανικής Εταιρείας επέλεγαν τους
διοικητές τους, λάμβαναν οι ίδιοι της αποφάσεις που τους αφορούσαν, αντί
να περιμένουν τις εντολές κάποιου μονάρχη. Μονίμως σε αναζήτηση
ευκαιριών πλουτισμού, ζούσαν μια νομαδική ζωή, στην οποία τους συνόδευαν
οι γυναίκες -σύζυγοι και ερωμένες- και τα παιδιά τους. Ακριβώς γι’ αυτό
τον λόγο δεν έφτασαν στην ελληνόφωνη Ανατολία με εχθρικές προθέσεις,
υπογραμμίζει ο Λάμπρος Κωτσαλάς. Αντίθετα, ξεκίνησαν το ταξίδι τους «με
την προοπτική της μόνιμης εγκατάστασης» και δεν εγκατέλειψαν τον σκοπό
τους ούτε μετά την προδοσία των Βυζαντινών.Εν μέρει ο στόχος τους επιτεύχθηκε, αφού κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχία τους στον ελλαδικό χώρο καταλαμβάνοντας, το 1311, το φραγκικό Δουκάτο των Αθηνών, το οποίο περιλάμβανε την Αττική, τη Μεγαρίδα, τη Βοιωτία και τη Φωκίδα με πρωτεύουσα τη Θήβα, ενώ «με τις νέες κατακτήσεις τους δημιουργείται το γειτονικό Δουκάτο των Νέων Πατρών (Φθιώτιδα, Θεσσαλία), με πρωτεύουσα τις Νέες Πάτρες ή Υπάτη. Καταλανοί φεουδάρχες αποκτούν επίσης τη Νότια Εύβοια, τη Σαλαμίνα και την Αίγινα», εξηγεί ο ιστορικός.
Στο τέλος, βέβαια, η παρουσία τους αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά μόνιμη, καθώς από το 1360 οι «αιματηρές εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των φατριών των Καταλανών ευγενών και αξιωματούχων» προετοίμασαν το έδαφος για την απώλεια των δουκάτων στα τέλη του 14ου αιώνα.
Οι προθέσεις και οι επιθυμίες δεν είναι έννοιες με τις οποίες είθισται να ασχολούνται οι ιστορικοί, όμως η διατριβή του Λάμπρου Κωτσαλά δεν εστιάζει αποκλειστικά σε «γεγονότα»: το επιστημονικό ενδιαφέρον του περιστρέφεται γύρω από αντιλήψεις και νοοτροπίες όχι των λογίων ή των ιστορικών, αλλά των «συνηθισμένων» ανθρώπων. Για την ακρίβεια, καταπιάνεται με τις «καταλωνικές και αραγονέζικες νοοτροπίες του 14ου και 15ου αιώνα, σχετικά με την παρουσία του Στέμματος της Αραγωνίας, δηλαδή των ανθρώπων του, στη Ρωμανία».
Από τη μέχρι τώρα έρευνά του προκύπτει πως, παρά τα σχόλια του Μουντανέρ για τον εγωκεντρισμό των Ελλήνων και τις περιγραφές των Καταλανών ως στυγνών εκτελεστών στα δημοτικά τραγούδια, η συνύπαρξη των δύο λαών ήταν εν πολλοίς γόνιμη: μεταξύ άλλων, πραγματοποιήθηκαν μεταφράσεις βιβλίων, Ελληνες λόγιοι, όπως ο νοτάριος Δημήτριος Ρέντης, ανήλθαν στην καταλανική ιεραρχία και γενιές Καταλανών γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον ελλαδικό χώρο.
Αυτοδίδακτος
Η αξία του Χρονικού του Μουντανέρ δεν έγκειται τόσο στην αμεροληψία του.
Οικονομικός υπεύθυνος, αρχιγραμματέας και υπαρχηγός της Καταλανικής Εταιρείας, συμμετείχε ενεργά στα περισσότερα γεγονότα που εξιστορεί. Παράλληλα, το συγγραφικό έργο του αυτοδίδακτου χρονικογράφου ολοκληρώθηκε μόνο λίγα χρόνια μετά την εκστρατεία της Καταλανικής Εταιρείας στην Ανατολή. Ο ίδιος δεν επιχειρεί να κερδίσει τον αναγνώστη με την ψυχρή αντικειμενικότητά του, αλλά με την αμεσότητα της γραφής του, τις εν τω βάθει γνώσεις του και την ικανότητά του να συλλαμβάνει τα συναισθήματα και «τον ψυχισμό της ομάδας», υποστηρίζει ο Λάμπρος Κωτσαλάς.
Αν και ορισμένες φορές παρασύρεται σε υπερβολές ή επιχειρεί να συγκαλύψει περιστατικά που θα αμαύρωναν την εικόνα της Εταιρείας και του Στέμματος της Αραγωνίας, σε γενικές γραμμές διατηρεί τη διαύγεια και την ψυχραιμία του. Επιπλέον, γράφει εξ ολοκλήρου στη δημοτική, χρησιμοποιώντας φράσεις που παραπέμπουν στον προφορικό λόγο – κάτι πρωτοφανές για την εποχή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου