Ερώτημα
τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στην εκφορά του, τόσο δύσκολο στην
απάντησή του. Ερώτημα τόσο αληθινό, τόσο ανθρώπινο, τόσο απαιτητικό, που
όμως από τη φύση του...
δεν αντέχει στο λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους που δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν. […]
Γιατί σε μένα Θεέ μου; Ηχεί στ’ αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις, με αισθήματα, όχι με σκέψεις, με σιωπή, όχι με απόψεις, με συμπόνια, όχι με απαντήσεις. Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση. Στρέφω το βλέμμα μου τριγύρω και αντικρίζω συνανθρώπους μας που πάσχουν, αδελφούς μας που λυγίζουν, που θα ήθελαν κάπως να εκφραστούν, αλλά είτε αδυνατούν είτε διστάζουν είτε και φοβούνται. Όλοι αυτοί, τελικά, δεν είναι… άλλοι, ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας. Θα ήθελα λοιπόν για λίγο να δανείσω τα χείλη της δικής μου ψυχής στην ανάγκη της δικής τους να εκφράσει τον βουβό της πόνο και να διατυπώσει την επίμονη απορία της.
Προ καιρού μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το Νοσοκομείο Παίδων. Πήγα στο γραφείο της διευθύντριας του Ογκολογικού που έτυχε να γνωρίζω. Μου πρότεινε να επισκεφθούμε τους θαλάμους των παιδιών. Απέφυγα να συναινέσω. Έριξα μια ματιά στους τοίχους του πρωτότυπου γραφείου της, που ήταν γεμάτοι από πρόσωπα πονεμένα και ελπιδοφόρα, πληγωμένα και αγωνιστικά. Άλλα ακόμη βρίσκονται κοντά μας για να πολλαπλασιάζουν τη χαρά και άλλα μας έχουν φύγει για να προκαλούν την ανάγκη της συνάντησης μαζί τους στην αγκαλιά του Θεού. […]
Βγήκαμε απ’ το γραφείο της και νόμιζα ότι έβγαινα από την αλήθεια για να μπω στο ψέμα αυτής της ζωής, αλλά με μια ανομολόγητη ανακούφιση. Σκόνταψα όμως στη μεγαλύτερη αλήθεια. Στο σαλόνι σε ένα τραπεζάκι, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια τρία παιδάκια, δίχως μαλλιά, με πρόσωπα ωχρά, με ενδοφλέβιες χημειοθεραπευτικές παροχές στα χέρια. Δίπλα τους ισάριθμες νεαρές μητέρες και ένας παππούς. Τα μάτια των μεγάλων μεμιάς καρφώθηκαν επάνω μου. Τα παιδάκια αμέριμνα συνέχισαν τη διασκέδασή τους. Εγώ αμήχανα δεν τολμούσα να δώσω το ψεύτικο χαμόγελο του… καλού παπά που ήλθε να κάνει την καλή του πράξη. Ποτέ το βλέμμα των γονέων και η αμεριμνία των παιδιών δεν με είχαν τόσο βαθιά τρυπήσει. Η εικόνα αυτή αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ερώτημα που ηχεί στα αυτιά μου μέχρι αυτήν τη στιγμή. Τα μάτια αυτά διψούσαν για μια γουλιά απάντησης στην πιο λακωνική, αλλά πιο εσώτερη απορία που σχηματίζεται στην καρδιά κάθε φυσιολογικού ανθρώπου: «Γιατί σε μένα, Θεέ μου;» […]
δεν αντέχει στο λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους που δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν. […]
Γιατί σε μένα Θεέ μου; Ηχεί στ’ αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις, με αισθήματα, όχι με σκέψεις, με σιωπή, όχι με απόψεις, με συμπόνια, όχι με απαντήσεις. Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση. Στρέφω το βλέμμα μου τριγύρω και αντικρίζω συνανθρώπους μας που πάσχουν, αδελφούς μας που λυγίζουν, που θα ήθελαν κάπως να εκφραστούν, αλλά είτε αδυνατούν είτε διστάζουν είτε και φοβούνται. Όλοι αυτοί, τελικά, δεν είναι… άλλοι, ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας. Θα ήθελα λοιπόν για λίγο να δανείσω τα χείλη της δικής μου ψυχής στην ανάγκη της δικής τους να εκφράσει τον βουβό της πόνο και να διατυπώσει την επίμονη απορία της.
Προ καιρού μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το Νοσοκομείο Παίδων. Πήγα στο γραφείο της διευθύντριας του Ογκολογικού που έτυχε να γνωρίζω. Μου πρότεινε να επισκεφθούμε τους θαλάμους των παιδιών. Απέφυγα να συναινέσω. Έριξα μια ματιά στους τοίχους του πρωτότυπου γραφείου της, που ήταν γεμάτοι από πρόσωπα πονεμένα και ελπιδοφόρα, πληγωμένα και αγωνιστικά. Άλλα ακόμη βρίσκονται κοντά μας για να πολλαπλασιάζουν τη χαρά και άλλα μας έχουν φύγει για να προκαλούν την ανάγκη της συνάντησης μαζί τους στην αγκαλιά του Θεού. […]
Βγήκαμε απ’ το γραφείο της και νόμιζα ότι έβγαινα από την αλήθεια για να μπω στο ψέμα αυτής της ζωής, αλλά με μια ανομολόγητη ανακούφιση. Σκόνταψα όμως στη μεγαλύτερη αλήθεια. Στο σαλόνι σε ένα τραπεζάκι, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια τρία παιδάκια, δίχως μαλλιά, με πρόσωπα ωχρά, με ενδοφλέβιες χημειοθεραπευτικές παροχές στα χέρια. Δίπλα τους ισάριθμες νεαρές μητέρες και ένας παππούς. Τα μάτια των μεγάλων μεμιάς καρφώθηκαν επάνω μου. Τα παιδάκια αμέριμνα συνέχισαν τη διασκέδασή τους. Εγώ αμήχανα δεν τολμούσα να δώσω το ψεύτικο χαμόγελο του… καλού παπά που ήλθε να κάνει την καλή του πράξη. Ποτέ το βλέμμα των γονέων και η αμεριμνία των παιδιών δεν με είχαν τόσο βαθιά τρυπήσει. Η εικόνα αυτή αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ερώτημα που ηχεί στα αυτιά μου μέχρι αυτήν τη στιγμή. Τα μάτια αυτά διψούσαν για μια γουλιά απάντησης στην πιο λακωνική, αλλά πιο εσώτερη απορία που σχηματίζεται στην καρδιά κάθε φυσιολογικού ανθρώπου: «Γιατί σε μένα, Θεέ μου;» […]
Γιατί ο πόνος; γιατί η αδικία; γιατί τα παιδάκια; γιατί τόσο πρόωρα; γιατί με αυτόν τον τρόπο; γιατί την απερίγραπτη χαρά της αθώας παρουσίας τους να τη διαδέχεται ο αβάσταχτος πόνος; γιατί; Κι αν είναι για το άγνωστο καλό μας, γιατί αυτό το καλό μας να είναι τόσο πικρό;
Γιατί σε μένα; Τι έκανα; Πού να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία; Κι αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω ν’ αναστρέψω τα πράγματα; Και ποιος ο λόγος εξαιτίας μου να υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι; Αυτό μου φαίνεται πιο αδύνατο να το αντέξω. Κινδυνεύω να χάσω και τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά ποιο το όφελος αυτής της ιστορίας;
Γιατί σε μένα Θεέ μου; Δεν είμαι παιδί σου; Δεν είσαι Θεός αγάπης; Τι σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριό μου; Πώς να με προσελκύουν τα μαστιγώματά Σου; Πως συνδυάζεται η καλοσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού; […]
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχεια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για το θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά ο Ίδιος τον επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Κι όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο –μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνο ο μόνον ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβα της η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν» συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε σε αυτόν τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή σταθερό. Αυτό όμως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλειά των ορθολογιστικών απαντήσεων μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνον η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.
Η μοναδική ευκαιρία
Τελικά το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, τη δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση, δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος· όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία. Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερα από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα, αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη, που ποτέ του δεν είχε καν φανταστεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που κανείς αλλιώς δεν τις βλέπει. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις· αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να μπορεί να τα αντικρύσει.
Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς, συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής. Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο.
Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με τον δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες» που νομίζουμε πως Αυτός μας κάνει.
Προ καιρού με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.
- Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο.
- Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;»
- Δεν σας καταλαβαίνω πάτερ μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου; Και περιμένω όχι τον θάνατό μου, προσδοκώ τον φωτισμό μου!»
Νικολάου, Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός, εκδ. Σταμούλη Α.Ε., σ.112-131
Πηγή: Η αγάπη πάντα ελπίζει
http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου