''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

ΑΠΕΙΡΟΣ ΧΩΡΑ... ΤΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ

του Γ. Νεκτάριου Αγιορείτου 
Ιερά Καλύβη Ζωοδόχου Πηγής
Ιερά Σκήτη Αγίου Παντελεήμονος Κουτλουμουσίου.

ΜΕΓΑΣ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΚΑΙ  ΟΙ  ΑΙΑΚΙΔΕΣ

Α ι α κ ό ς :  Κατά την μυθολογίαν, υιός του Διός και της Νύμφης Αιγίνης. Υπήρξεν ο πρώτος Βασιλεύς της ομωνύμου νήσου του Σαρωνικού και ο Γενάρχης του Γένους των Αιακιδών. Έλαβε ως πρώτη σύζυγο την Ενδηίδα, θυγατρός του Κενταύρου Χείρωνος ή Σκίρωνος.
Εκ της Ενδηίδος απέκτησε τον Πηλέα και τον Τελαμώνα.
Έλαβε και δεύτερη σύζυγο, την θυγατέρα του Νηρέως, την Νηρηίδα Ψαμμάθη, εκ της οποίας απέκτησε τον Τώκον ή Φώκον, ο οποίος, κατά την παράδοσιν, ήταν καλύτερος και από τους δύο αδελφούς του σε όλα τα αγωνίσματα, πλην της πάλης, εις την οποίαν ο Πηλεύς ήταν ακαταγώνιστος.
Όταν δε ο Τελαμών, κατά την συνήθη εξάσκησίν του εις την δισκοβολίαν, εφόνευσε εκ λάθους τον Φώκον, ουδείς εκ των συμπολιτών του απεδέχθη τις εξηγήσεις του περί σφάλματος, ει μη μόνον ο αδελφός του Πηλεύς.  

Ο πατήρ και Βασιλεύς Αιακός, προς κατευνασμόν των δυσπίστων πολιτών, εξώρισε εκ της νήσου και τους δύο ως άνω υιούς του, μολονότι λίαν αγαπητοί σ’ αυτόν.
Έτσι, ο μεν Πηλεύς κατέφυγε εις την Φθίαν, εις το ανάκτορον του Βασιλέως Ευρυτίωνος και της συζύγου Αστυδαμείας, ο οποίος, αφού τον εξάγνισεν εκ του φόνου, του έδωσεν ως σύζυγον την θυγατέραν του Αντιγόνην, καθώς και το εν τρίτον του βασιλείου των Μυρμιδόνων.

Εν συνεχεία, ο Πηλεύς έλαβε δεύτερη σύζυγον, την θυγατέραν του Νηρέως, την Νηρηίδα Θέτιδα, εκ της οποίας απέκτησε τον Αχιλλέα, τον ξακουστό ανά το πανελλήνιον ομηρικό Ήρωα.

Ο δε Τελαμών κατέφυγε εις την παρακειμένην της Αιγίνης νήσον Σαλαμίνα, της οποίας και κατέστη Βασιλεύς.
Πέραν των ως άνω δια τον Πηλέα μνημονευομένων, o ίδιος αναφέρεται και ως ό πρώτος Βασιλεύς του ελληνικού φύλου των Μολοσσών της Ηπείρου και εν ταυτώ και ως ο ιδρυτής της εκεί διαλαμψάσης δυναστείας των Αιακιδών.


Δυναστεία των Αιακιδών εις την Ήπειρον:

Πηλεύς  (άνευ χρονολογιών)
Αλκέτας Β΄ (313/12–306)
Άδμητος (άνευ χρονολογιών)
Πύρρος Α΄ (306–272)
Θαρύπας (390–385) 
Νεοπτόλεμος Γ΄ (302–297/6)

Αλκέτας Α΄ (385–370) 
Αλέξανδρος Β΄ (272–245/40) 
Νεοπτόλεμος Β΄ (370–360/358) 
Πύρρος Β΄ (245/40–233) 
Αρρύβας (370–343/342) 
Ολυμπία (245/40–231) 
Αλέξανδρος Α΄ (343/42–331/30) 
Πτολεμαίος (233–231) 
Αιακίδης (324–317) 
(Τέλος Δυναστείας)



Ο λ υ μ π ι ά ς : Δευτερότοκος θυγάτηρ του Νεοπτολέμου Β΄, Βασιλέως των Μολοσσών της Ηπείρου ως άνω. Εγεννήθη το 373 π.Χ. εις Πασσαρώνα, πρωτευούσης του βασιλείου. Η αδελφή της ονομάζετο Τρωάς.
Το όνομά της, σύμφωνα με τον ιστορικό W. Heckel, ήταν Πολυξένη, όταν ήτο παιδί, Μυρτάλη όταν υπανδρεύθη, και αργότερα μετωνομάσθη Ολυμπιάς και Στρατονίκη. Το όνομα Ολυμπιάς της εδόθη, κατά την παράδοσιν, ύστερα από την νίκην του Φιλίππου εις τους Ολυμπιακούς αγώνας του έτους 356 π.Χ.
Διετέλεσεν ιέρεια των Καβειρίων Μυστηρίων της Σαμοθράκης, όπου εγνώρισε και ερωτεύθη τον Φίλιππον Β΄ της Μακεδονίας, μετά της οποίας ο τελευταίος απέκτησε τον Αλέξανδρον, τον επονομασθέντα Μέγαν.



Μέγας  Αλέξανδρος (Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών) : Εγεννήθη τον Ιούλιο του 356 π.Χ. εις την Πέλλαν της Μακεδονίας και απεβίωσε εις την Βαβυλώνα, την 10ην Ιουνίου του έτους 323 π.Χ.
Εβασίλευσε από του έτους 336 π.Χ. έως της τελευτής του, ως άνω.
Κατά την γραμμήν του αίματος, από πλευράς μητρός, κατήγετο και εκ του ονομαστού γένους των Αιακιδών, με τους εξακουστούς Βασιλείς και Ήρωας του Τρωϊκού Πολέμου Αχιλλέα και Αίαντα να τυγχάνουν τρισένδοξοι πρόγονοί του.
Αλλά και από πλευράς πατρός, γνήσιος Μακεδών, δηλαδή, κατήγετο από άριστα των Ελλήνων γένη.

Πύρρος Α΄Ο Πύρρος Α΄ διεδέχθη τον πατέρα του Αιακίδη εις τον θρόνον του ελληνικού φύλου των Μολοσσών της Ηπείρου και ανεδείχθη ως ο σημαντικώτερος του Οίκου των Αιακιδών της Ηπείρου, εξ επόψεως μεγάλης μορφώσεως, ονομαστής γενναιότητος και στρατηγικού νού κατά τις πολεμικές του επιχειρήσεις.
Ήταν εκ των στενών συγγενών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεδομένου ότι η μάμμη του Τρωάς ήτο αδελφή της Ολυμπιάδος, μητρός του Μεγίστου Στρατηλάτου. Ο Πύρρος είχε σημαίαν, όπου απεικονίζετο χείρ κρατούσα τέσσαρας όφεις.
Την αυτήν σημαίαν εβάσταζον και όλοι όσοι ήσαν εκ της ρίζης αυτού.

Φάρα των Μπούα – Μέγας Κωνσταντίνος: Παλαιώθεν, στην κοινωνία των Αρβανιτών της Ηπείρου, μεταξύ των επισήμων και ισχυρών οικογενειών, σημαντική θέση κατέχει η οικογένεια (φάρα) των Μπούα (ή Μπουαίων).
Οι Μπουαίοι είχον ως έδρα το Δυρράχιον, αλλ’ η επιρροή των εξετείνετο εφ’ όλης της Βορείου Αλβανίας, μία δε περιοχή γύρω από την Σκόδραν ονομάζετο Μπούαινα και σήμερον, ο ποταμός, ο οποίος την διασχίζει, ονομάζεται Μπουγιάνα. Χαρακτηριστικό σύμβολο του Οίκου των Μπουαίων υπήρξε η σημαία των τεσσάρων όφεων με την κρατούσα αυτους χείρα, ήτοι την ίδια σημαία με τον Πύρρον, στον οποίον οι Μπουαίοι ανήγαγον την καταγωγήν των. Η αυτή παράστασις εξεικονίζετο και επί του οικοσήμου των. Οι Μπουαίοι είχαν και μία άλλη σημαία, με οριζόντιες λωρίδες μπλέ και λευκές, οι οποίες παρίστανον τα κύματα της Μπουγιάνας.  

Αποτελεί γεγονός αξιοπαρατήρητο και αντικείμενο ιστορικού επιστημονικού σχολιασμού, ότι μετά πάροδον εξακοσίων περίπου ετών από του θανάτου του ως άνω Βασιλέως Πύρρου του Α΄ (272 π.Χ.),  ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας, μεταβαίνων το έτος 330 προς Βυζάντιον διά την ίδρυσιν και καθιέρωσιν εκεί της Νέας Ρώμης, της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης ως Βασιλίδος των Πόλεων, της Κωνταντινουπόλεως δηλονότι, ως πρωτευούσης του Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διήλθε εκ Δυρραχίου της Ηπείρου, όπου εκεί ήλθε εις επαφήν με τους γηγενείς Αρβανίτες Έλληνες και ανεγνώρισε την εξουσίαν των Μπουαίων επί των περιοχών των, εξετίμησε την αξίαν και την αρχοντιά των και τους παρέδωσε, ως δείγμα της προς αυτούς αυτοκρατορικής ευνοίας, ερυθρόν λάβαρον μετά κιτρίνου σταυρού κατά το μέσον, ως και μετά δύο λευκών αστέρων.

Οι Μπουαίοι, έχοντες πάντα ικανούς πολεμάρχους ως ηγέτας, διεδραμάτισαν καθ’ όλους τους αιώνας σημαντικόν ρόλον εις τα πολεμικά πράγματα του ελλαδικού χώρου, μέχρι και της ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, εκχύσαντες κατά χιλιάδες το ακραιφνώς ελληνικόν αίμα των κατά τας εκστρατείας των κατά των Οθωμανών  Τούρκων και υπέρ της ελληνίδος γής, τιμήσαντες τα μάλλα την παναρχαίαν ελληνικήν άμα δε και ηρωϊκήν καταγωγήν των.
Σήμερον, μέλη του ευγενούς ελληνικού αρβανιτικού αυτού Οίκου των Μπουαίων ευρίσκονται διεσπαρμένα σχεδόν καθ’ όλην την ελληνικήν επικράτειαν, αλλού πολλοί ολίγοι, αλλού δε περισσότεροι, ωστόσο μεταξύ των ολίγοι είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν κατά το μάλλον και ήττον επίγνωσιν της ενδόξου ιστορίας του Οίκου των πατέρων των, του Οίκου των Μπούα.

Ιερά Καλύβη Ζωοδόχου Πηγής
Ιερά Σκήτη Αγίου Παντελεήμονος Κουτλουμουσίου
Άγιον Όρος, Οκτώβριος 2012
Γέρων Νεκτάριος Μοναχός Αγιορείτης
Πηγές:
Κ. Μπίρη, «Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεωτέρου Ελληνισμού», Εκδόσεις «Μέλισσα».
Διονυσίου Διομ. Μανιά, «Η φάρα των Μπουαίων», «Περί της  Ολυμπιάδος», Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια «Βικιπαιδεία», Εγκυκλοπαίδεια «Brittanica» “Olympias”, «Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου», Π. Γαρουφαλιά, εκδόσεις «Ο Σκουφάς», 1966, «Εγώ ο Πύρρος», Ρήγα – Γεωργίου Σκουτέλα, εκδόσεις «Λιβάνη», 2003, «Αλέξανδρος ο Μέγας», Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια «Βικιπαιδεία».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου