Η Νίκαια της Βιθυνίας όπως απεικονίζεται στο Χρονικό της Νυρεμβέργης
(πηγή: marysrosaries.com)
Γιώργος Κοτζαερίδης
[...] Το χωριό των παππούδων μου είναι το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ, το οποίο βρίσκεται πάνω από τη Νίκαια, στο δρόμο για το Γενί Σεχίρ. Η παράδοση αναφέρει ότι γύρω στο 1600, ο Τούρκος δήμαρχος της ιστορικής πόλης της Νίκαιας, σημερινό İznik, επισκέφθηκε τα Χανιά της Κρήτης, προσκεκλημένος του Τούρκου δημάρχου της πόλης. Κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού θαύμασε τη λεβεντιά και την παλικαριά των νεαρών Κρητικών και παρακάλεσε τον δήμαρχο, όταν θα έφευγε, να έπαιρνε μαζί του μια ομάδα από αυτά τα παλικάρια για να τον βοηθήσουν να εξοντώσει έναν λήσταρχο ο οποίος λυμαινόταν την ευρύτερη περιοχή της Νίκαιας. Αυτός σαν αντάλλαγμα θα έδινε στο καθένα από αυτά τα παλικάρια από ένα σπίτι και πολλές άλλες παροχές.
Πράγματι, τα παλικάρια από την Κρήτη ακολούθησαν τον δήμαρχο της Νίκαιας στη Μικρά Ασία για να εξοντώσουν τον φοβερό λήσταρχο.
Μετά από ψάξιμο πολλών ημερών εντόπισαν το κρησφύγετο του λήσταρχου, το οποίο ήταν μια σπηλιά μέσα σε έναν απόκρημνο βράχο, που για να ανέβει και να κατέβει κανείς έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα μακρύ σχοινί.
Τη στιγμή εκείνη ο φοβερός λήσταρχος βγήκε από τη σπηλιά και έβαλε ένα καθρεφτάκι πάνω στα βράχια για να μπορέσει να ξυριστεί. Το καθρεφτάκι έκανε όμως αντανάκλαση στον ήλιο και φανέρωσε τη θέση του. Τότε οι Κρητικοί, που ήταν πολύ ικανοί στο σημάδι, τον σημάδευσαν με ένα τόξο και τον σκότωσαν. Η παράδοση λέει ότι ο λήσταρχος, που είχε φοβερή δύναμη, ξεψυχώντας κατάφερε να βγάλει το σπαθί του και προτάσσοντάς το, έκοψε ένα κοντινό δέντρο. Τόση δύναμη είχε.
Τον λήσταρχο τον έλεγαν Πάμπουτζακ, η περιοχή εκείνη όπου βρίσκονταν το λημέρι του ονομάζονταν Πέρασμα του Πάμπουτζακ, στα τουρκικά Πάμπουτζακ Ντεβρέντ.
Οι γενναίοι Κρητικοί πήραν αρκετή περιουσία, όπως τους υποσχέθηκε ο δήμαρχος, και επειδή τους άρεσε η περιοχή, αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.
Η παράδοση αναφέρει ότι μια μέρα πήγαν καβάλα με τα άλογά τους στο Γενί Σεχίρ, όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες, και κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού άρπαξε ο καθένας τους από ένα κορίτσι, τις έβαλαν πάνω στο άλογο και έφυγαν. Αργότερα τις παντρεύτηκαν, έκτισαν σπίτια, δημιούργησαν οικογένειες, και στο νέο χωριό που έχτισαν, έδωσαν το όνομα Πάμπουτζακ Ντεβρέντ.
Πολλά χρόνια μετά, πολλές οικογένειες από την Ήπειρο, που έψαχναν καλύτερες συνθήκες εργασίας, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Πάμπουτζακ, το οποίο το 1922 αριθμούσε 2.000 κατοίκους.
Οι Παμπουτσακλήδες, σαν γνήσιοι απόγονοι των Κρητικών που είχαν χτίσει το χωριό, ήταν πολύ γενναίοι και ατρόμητοι άντρες και αποτελούσαν το φόβητρο των Τούρκων, οι οποίοι δεν πατούσαν το πόδι τους στο χωριό. Είχαν σχηματίσει κάποιες ομάδες, που κάθε μια είχε έναν καπετάνιο και έκαναν επιδρομές και λήστευαν τα τούρκικα χωριά. Είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Δύο από αυτούς τους καπεταναίους ήταν αδέλφια, ο Καπετάν Ανδρέας και ο Καπετάν Αναστάς, οι οποίοι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Βέροια, στο Γιολά Γκελντί.
Ο παππούς, κύριε Γιώργο, συχνά αναφερόταν στους πρώτους Κρητικούς που είχαν δημιουργήσει το χωριό, και συχνά περηφανευόταν λέγοντας ότι εμείς είμαστε γενιά Κρητικών. Τον Ιούνιο του 1920 οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό, εκδικούμενοι για όσα τράβηξαν από τους κατοίκους του, οι οποίοι κατέφυγαν στο Σουσουρλούκι και στα άλλα ελληνικά χωριά. Από εκεί, το 1922, μέσω Κίου και Μουδανιών, κατέφυγαν στη Ραιδεστό.
Εκεί συνάντησαν ένα έμπορο Τούρκο, ο οποίος τους συνέστησε να πάνε να εγκατασταθούν στην Καράφεριε, που ήταν πλούσιο μέρος και είχε βουνό και μεγάλο κάμπο. Στην αρχή για δύο χρόνια έμειναν στην Κομοτηνή, απ’ όπου έστειλαν στην Καράφεριε άτομα για να δουν την περιοχή και μετά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Βέροια, στο Τσερμένι, στο Γιολά Γκελντί και στα χωριά Λυκογιάννη και Ταραμόνι. Άλλοι πατριώτες εγκαταστάθηκαν στο νομό Σερρών.
Αφήγηση Γεωργίου Φιλιππίδη, Βέροια.
Πηγή imerisia-ver.gr.
(πηγή: marysrosaries.com)
Γιώργος Κοτζαερίδης
[...] Το χωριό των παππούδων μου είναι το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ, το οποίο βρίσκεται πάνω από τη Νίκαια, στο δρόμο για το Γενί Σεχίρ. Η παράδοση αναφέρει ότι γύρω στο 1600, ο Τούρκος δήμαρχος της ιστορικής πόλης της Νίκαιας, σημερινό İznik, επισκέφθηκε τα Χανιά της Κρήτης, προσκεκλημένος του Τούρκου δημάρχου της πόλης. Κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού θαύμασε τη λεβεντιά και την παλικαριά των νεαρών Κρητικών και παρακάλεσε τον δήμαρχο, όταν θα έφευγε, να έπαιρνε μαζί του μια ομάδα από αυτά τα παλικάρια για να τον βοηθήσουν να εξοντώσει έναν λήσταρχο ο οποίος λυμαινόταν την ευρύτερη περιοχή της Νίκαιας. Αυτός σαν αντάλλαγμα θα έδινε στο καθένα από αυτά τα παλικάρια από ένα σπίτι και πολλές άλλες παροχές.
Πράγματι, τα παλικάρια από την Κρήτη ακολούθησαν τον δήμαρχο της Νίκαιας στη Μικρά Ασία για να εξοντώσουν τον φοβερό λήσταρχο.
Μετά από ψάξιμο πολλών ημερών εντόπισαν το κρησφύγετο του λήσταρχου, το οποίο ήταν μια σπηλιά μέσα σε έναν απόκρημνο βράχο, που για να ανέβει και να κατέβει κανείς έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα μακρύ σχοινί.
Τη στιγμή εκείνη ο φοβερός λήσταρχος βγήκε από τη σπηλιά και έβαλε ένα καθρεφτάκι πάνω στα βράχια για να μπορέσει να ξυριστεί. Το καθρεφτάκι έκανε όμως αντανάκλαση στον ήλιο και φανέρωσε τη θέση του. Τότε οι Κρητικοί, που ήταν πολύ ικανοί στο σημάδι, τον σημάδευσαν με ένα τόξο και τον σκότωσαν. Η παράδοση λέει ότι ο λήσταρχος, που είχε φοβερή δύναμη, ξεψυχώντας κατάφερε να βγάλει το σπαθί του και προτάσσοντάς το, έκοψε ένα κοντινό δέντρο. Τόση δύναμη είχε.
Τον λήσταρχο τον έλεγαν Πάμπουτζακ, η περιοχή εκείνη όπου βρίσκονταν το λημέρι του ονομάζονταν Πέρασμα του Πάμπουτζακ, στα τουρκικά Πάμπουτζακ Ντεβρέντ.
Οι γενναίοι Κρητικοί πήραν αρκετή περιουσία, όπως τους υποσχέθηκε ο δήμαρχος, και επειδή τους άρεσε η περιοχή, αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.
Η παράδοση αναφέρει ότι μια μέρα πήγαν καβάλα με τα άλογά τους στο Γενί Σεχίρ, όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες, και κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού άρπαξε ο καθένας τους από ένα κορίτσι, τις έβαλαν πάνω στο άλογο και έφυγαν. Αργότερα τις παντρεύτηκαν, έκτισαν σπίτια, δημιούργησαν οικογένειες, και στο νέο χωριό που έχτισαν, έδωσαν το όνομα Πάμπουτζακ Ντεβρέντ.
Πολλά χρόνια μετά, πολλές οικογένειες από την Ήπειρο, που έψαχναν καλύτερες συνθήκες εργασίας, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Πάμπουτζακ, το οποίο το 1922 αριθμούσε 2.000 κατοίκους.
Οι Παμπουτσακλήδες, σαν γνήσιοι απόγονοι των Κρητικών που είχαν χτίσει το χωριό, ήταν πολύ γενναίοι και ατρόμητοι άντρες και αποτελούσαν το φόβητρο των Τούρκων, οι οποίοι δεν πατούσαν το πόδι τους στο χωριό. Είχαν σχηματίσει κάποιες ομάδες, που κάθε μια είχε έναν καπετάνιο και έκαναν επιδρομές και λήστευαν τα τούρκικα χωριά. Είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Δύο από αυτούς τους καπεταναίους ήταν αδέλφια, ο Καπετάν Ανδρέας και ο Καπετάν Αναστάς, οι οποίοι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Βέροια, στο Γιολά Γκελντί.
Ο παππούς, κύριε Γιώργο, συχνά αναφερόταν στους πρώτους Κρητικούς που είχαν δημιουργήσει το χωριό, και συχνά περηφανευόταν λέγοντας ότι εμείς είμαστε γενιά Κρητικών. Τον Ιούνιο του 1920 οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό, εκδικούμενοι για όσα τράβηξαν από τους κατοίκους του, οι οποίοι κατέφυγαν στο Σουσουρλούκι και στα άλλα ελληνικά χωριά. Από εκεί, το 1922, μέσω Κίου και Μουδανιών, κατέφυγαν στη Ραιδεστό.
Εκεί συνάντησαν ένα έμπορο Τούρκο, ο οποίος τους συνέστησε να πάνε να εγκατασταθούν στην Καράφεριε, που ήταν πλούσιο μέρος και είχε βουνό και μεγάλο κάμπο. Στην αρχή για δύο χρόνια έμειναν στην Κομοτηνή, απ’ όπου έστειλαν στην Καράφεριε άτομα για να δουν την περιοχή και μετά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Βέροια, στο Τσερμένι, στο Γιολά Γκελντί και στα χωριά Λυκογιάννη και Ταραμόνι. Άλλοι πατριώτες εγκαταστάθηκαν στο νομό Σερρών.
Αφήγηση Γεωργίου Φιλιππίδη, Βέροια.
Πηγή imerisia-ver.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου