Γέροντα, τί διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἀκηδία καὶ τὴν ραθυμία;
–
Ἀκηδία εἶναι ἡ πνευματικὴ τεμπελιά, ἐνῶ ἡ ραθυμία ἀναφέρεται καὶ στὴν
ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Καλύτερα ὅμως νὰ λείψουν καὶ τὰ δύο. Ἡ ἀκηδία καὶ ἡ
ραθυμία μερικὲς φορὲς κολλοῦν καὶ σὲ ψυχὲς ποὺ ἔχουν πολλὲς προϋποθέσεις
γιὰ πνευματικὴ ζωή, ποὺ ἔχουν εὐαισθησία, φιλότιμο.
Σὲ
ἕναν ἀδιάφορο ὁ πειρασμὸς δὲν κάνει τόσο κακό. Ἕνας εὐαίσθητος ὅμως
ἄνθρωπος, ἂν στενοχωρηθῆ, νιώθει μετὰ ἀκηδία. Πρέπει νὰ βρῆ τί τὸν
στενοχώρησε καὶ νὰ τὸ ἀντιμετωπίση πνευματικά, γιὰ νὰ ξαναβρῆ τὸ
κουράγιο καὶ νὰ πάρη μπρὸς ἡ μηχανή του.
Νὰ
προσέχη νὰ μὴν ἀφήνη ἀθεράπευτες πληγές, γιατὶ μετὰ κάμπτεται ἀπὸ τὰ
τραύματά του. Τὸ ψυχικὸ τσάκισμα, τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια φέρνει καὶ τὸ
σωματικό, τὸν ἀχρηστεύει. Ὁ γιατρὸς δὲν βρίσκει τίποτε, γιατὶ τὴν βλάβη
τὴν ἔχει προκαλέσει ὁ πειρασμός. Πόσες ψυχὲς ποὺ ἔχουν φιλότιμο,
εὐαισθησία, τὶς βλέπω ἀχρηστευμένες!
– Γέροντα, αἰσθάνομαι ἐξάντληση καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω καθόλου πνευματικά[1]. Αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ κούραση ἢ μήπως εἶναι ἀπὸ ραθυμία;
– «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή»[2],
δὲν λέει; Δὲν εἶναι κούραση σωματική· ψυχικὸ τσάκισμα εἶναι. Αὐτὸ εἶναι
χειρότερο ἀπὸ τὴν σωματικὴ κούραση. Μὲ τὸ ψυχικὸ τσάκισμα ξεβιδώνεται
κανεὶς καὶ γίνεται σὰν ἕνα ὄχημα ποὺ ὅλα τὰ ἐξαρτήματά του εἶναι καλά,
ἀλλὰ ἡ μηχανή του εἶναι διαλυμένη.
– Γέροντα, βλέπω ὅτι, ἐνῶ πρῶτα ἀγαποῦσα τὰ πνευματικά, τώρα δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε.
–
Γιατί δὲν μπορεῖς νὰ κάνης τίποτε; Δὲν ἔχεις δυνάμεις; Ἐγὼ βλέπω ὅτι
ἔχεις. Δὲν θυμᾶσαι παλιά, ὅταν χτιζόταν τὸ μοναστήρι καὶ δούλευες ὅλη
μέρα στὸ γιαπί, πόσα πνευματικὰ ἔκανες;
– Μήπως, Γέροντα, φταίει ποὺ ἔδωσα ὅλον τὸν ἑαυτό μου στὶς δουλειές;
–
Πιὸ πολὺ φταίει ποὺ ἄφησες τὸν ἑαυτό σου χαλαρό. Κοίταξε νὰ τὸν
σκληραγωγήσης· νὰ ἀγαπήσης τὴν ἄσκηση. Ἐγώ, ποὺ ἔχω μισὸ πνεύμονα,
ξέρεις πόσες μετάνοιες κάνω; Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ. Μόνο γιὰ τὰ
κομποσχοίνια, ποὺ κάνω μὲ μικρὲς μετάνοιες, σοῦ λέω ὅτι, ὅταν
κουράζεται τὸ ἕνα χέρι, κάνω τὸν σταυρὸ μὲ τὸ ἄλλο.
Αὐτὰ
σοῦ τὰ λέω ἀπὸ ἀγάπη. Ἄλλοι δὲν ἔχουν τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἔχεις ἐσύ,
καὶ ξέρεις πῶς ἀγωνίζονται, πῶς παλεύουν; Ἐσὺ γιὰ λοκατζῆς κάνεις! Πῶς
ἄφησες ἔτσι τὸν ἑαυτό σου;
Ἐγὼ
θὰ προσεύχωμαι γιὰ σένα, ἀλλά, γιὰ νὰ βοηθηθῆς, πρέπει κι ἐσὺ νὰ κάνης
μιὰ προσπάθεια. Κατάλαβες; Στὰ πνευματικὰ πρέπει νὰ δώσης ὅλον τὸν
ἑαυτό σου, καὶ τότε θὰ ἀποδώσης καὶ στὴν διακονία σου.
–
Γέροντα, μερικὲς φορές, ὅταν εἶμαι στὸ κελλί, μὲ πιάνει ἀκηδία. – Στὸ
κελλί σου δὲν προσεύχεσαι, δὲν μελετᾶς; Ὅσο μπορεῖς, νὰ μὴν ἀφήνης νὰ
περνάη ὁ χρόνος χωρὶς νὰ κάνης τίποτε. Δὲν μπορεῖς νὰ προσευχηθῆς; Ἂς
μελετήσης κάτι ποὺ σὲ βοηθάει ἐκείνη τὴν ὥρα. Διαφορετικὰ ὁ διάβολος
μπορεῖ νὰ ἐκμεταλλευθῆ τὴν ἄσχημη κατάστασή σου καὶ νὰ σὲ ἐξουθενώση.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ ΣΤ' «Περὶ προσευχῆς»
__________________________[1] «Πνευματικό» είναι: ευχή με το κομποσχοίνι, μετάνοιες, πνευματική μελέτη κ.λπ. που κάνει ο μοναχός εκτός της διατεταγμένης Ακολουθίας και του μοναχικού κανόνος. Αυτά γίνονται και από λαϊκούς που αγωνίζονται στον κόσμο.
[2] Τρίτον Μεγαλυνάριον της Μικράς και της Μεγάλης Παρακλήσεως εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου