Μόνο
για την υπόθεση Siemens στις ΗΠΑ διατέθηκαν 300 δικηγόροι και ειδικοί
ενώ πραγματοποιήθηκαν πάνω από 1.700 συνεντεύξεις σε 34 χώρες
O δικηγόρος της Βοστώνης, Δημήτρης Ιωαννίδης,
παρακολουθώντας την πολύκροτη υπόθεση της Novartis στην Ελλάδα, αλλά
και εκείνες της Siemens και της Johnson & Johnson αναλαμβάνει να μας
εξηγήσει πως αυτές έχουν σχέση με παραβιάσεις του Αμερικανικού νόμου
περί διαφθοράς.
Από τον Δημήτρη Ιωαννίδη*
Επιμέλεια – έρευνα>Αλεξάνδρα Τσόλκα
«Τόσο
το SEC (η αντίστοιχη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ) όσο και το
Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατέθεσαν αγωγές εναντίον αυτών των
εταιρειών ισχυριζόμενοι ότι οι εταιρείες αυτές με σκοπό να εξυπηρετήσουν
το εταιρικό τους συμφέρον προσέφεραν δωροδοκίες και ενίσχυσαν την
διαφθορά. Κατά τις Αμερικανικές αρχές, οι εταιρίες Siemens και η J &
J διεξήγαγαν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, ακολουθώντας το ίδιο
μοτίβο, δηλαδή της δωροδοκίας κυβερνητικών στελεχών, ενώ η J & J
επίσης δωροδοκούσε γιατρούς» μας λέει.
Και
ενώ οι αμερικανικές αρχές κατάφεραν να κλείσουν τις υποθέσεις αυτές
εντός σχετικά σύντομου χρονικού διαστήματος, αναγκάζοντας τις εταιρείες
αυτές να πληρώσουν υπέρογκα πρόστιμα, αλλά και να επιστρέψουν τα
παράνομα κέρδη τους συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απέκτησαν στην
Ελλάδα, οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ακόμη φτάσει κανένα αποτέλεσμα!
Ο
κ. Ιωαννίδης είναι πλήρως ενημερωμένος για το θέμα της διαφθοράς στις
διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές μιας και αποτελεί την αντικείμενο
στις διαλέξεις του. «Η διαφθορά είναι τόσο διαδεδομένη σε πολλές
χώρες ώστε να καθίσταται αδιανόητη η οριστικοποίηση μιας εμπορικής
συμφωνίας, χωρίς ορισμένες οικονομικές “διευθετήσεις”» μας λεει και
συνεχίζει πως «η Ελλάδα έχει κάποια ιστορία, με πρόσφατο παράδειγμα την
υπόθεση της Novartis που βρίσκεται στο προσκήνιο τους τελευταίους μήνες. Κατά
πολλούς, η διαφθορά αποτελεί ένα από τα αίτια των σημερινών οικονομικών
προβλημάτων της χώρας μας, καθώς το κόστος ορισμένων έργων υποδομής
έχει διογκωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω πολλών πληρωμών που γίνονται “κάτω
από το τραπέζι”».
Για
την πολιτική βούληση, την απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, τις
συνεχείς έρευνες των αρχών στις ΗΠΑ για τις εταιρείες Siemens, Daimler
και της Johnson & Johnson (εφεξής “J & J”) και την τιμωρία τους,
γράφει στο Κουρδιστό Πορτοκάλι την έρευνα που ακολουθεί:
Οι
Αμερικανικές εταιρείες που έχουν εμπορικές δραστηριότητες ανά τον κόσμο
έχουν την υποχρέωση να γνωρίζουν σε βάθος τις διατάξεις της νομοθεσίας
περί διαφθοράς, Foreign Corrupt Practices Act του 1977,
15 USC § 78dd-1, et seq., (εφεξής “FCPA”). Ο νόμος απαγορεύει σε
Αμερικανούς υπηκόους και εταιρείες να πληρώσουν “διεφθαρμένα”
ποσά/προβούν σε παράνομες προσοδοπαροχές σε ξένους αξιωματούχους για την
εξασφάλιση ή τη διατήρηση της επιχείρησης τους. Η νομοθετική ιστορία
του FCPA καταδεικνύει σαφώς ότι αυτό το είδος της διαφθοράς υπήρξε
ανεξέλεγκτο και κάλυψε “μια ευρεία κλίμακα ενεργειών από δωροδοκίες
υψηλών ξένων αξιωματούχων, προκειμένου να εξασφαλιστεί κάποιου τύπου
ευνοϊκή μεταχείριση από μια ξένη κυβέρνηση μέχρι και πληρωμές
διευκόλυνσης («λάδωμα/φακελάκι») που υποτίθεται ότι έγιναν για να
εξασφαλίσουν την υποστήριξη κυβερνητικών αξιωματούχων κατά την άσκηση
των υπουργικών ή υπαλληλικών καθηκόντων τους.”
Το
Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο FCPA το 1977 για να πατάξει την δωροδοκία
κυβερνητικών στελεχών σε ξένα κράτη αφού αυτή η επιχειρηματική πρακτική
στρέφεται εναντίον της ακεραιότητας του επιχειρηματικού μοντέλου των
ΗΠΑ. Ο νόμος FCPA επιβάλλει πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις, ενώ οι
πολυάριθμες διατάξεις του Νόμου απαγορεύουν την: α) άμεση δωροδοκία και
β) την δωροδοκία εγχώριων εταιρειών και των αξιωματούχων τους μέσω
μεσαζόντων. Την ίδια στιγμή, ο φορολογικός κώδικας δεν επιτρέπει
φοροαπαλλαγές για χρηματικά ποσά που δόθηκαν για δωροδοκίες, ενώ η
έκδοση μετοχικών τίτλων πρέπει να πληρεί τα λογιστικά πρότυπα που
ορίζονται στην νομοθεσία 15 USC § 78m (β) (2)).
Ειδικότερα,
οι διατάξεις του FCPA απαγορεύουν σε κάθε εκδότη εισηγμένων στο
χρηματιστήριο τίτλων που είναι κατατεθειμένοι σύμφωνα με το άρθρο 12(β)
της νομοθεσίας Securities Exchange Act του 1934, 15 USC § 78(o)(d), “να
κάνουν χρήση αλληλογραφίας ή οποιουδήποτε μέσου ή τρόπου για διακρατικό
εμπόριο για την προώθηση μιας διεφθαρμένης προσφοράς, πληρωμής, ή
υπόσχεσης πληρωμής, ή έγκρισης για την πληρωμή σε χρήμα ή την παροχή σε
είδος αξίας σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εν γνώσει του ότι όλα ή ένα μέρος
αυτών των χρημάτων ή από την παροχή σε είδος αξίας θα προσφερθούν,
παραδοθούν ή θα δοθούν σαν υπόσχεση, άμεσα ή έμμεσα, σε έναν ξένο
κρατικό υπάλληλο με σκοπό την απόκτηση ή την διατήρηση εμπορικών
συναλλαγών για ή με οποιοδήποτε άτομο, ή να κατευθύνει όποιο άτομο
δύναται να εξασφαλίσει οποιασδήποτε φύσεως αθέμιτο πλεονέκτημα.15 U.S.C.
§ 78dd-1 (α) (3)”. Βλέπε (3)
Υπό
αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, εταιρίες με έδρα τις ΗΠΑ και εταιρείες με
δραστηριότητες στις ΗΠΑ υποχρεούνται να προβούν σε ενδοεταιρικές
ελέγχους για την αποτροπή παραβιάσεων του FCPA σε όποια περίπτωση
στελέχη ή/ και σύμβουλοι επιχειρήσεων έχουν επιχειρηματικές συναλλαγές
σε αγορές του εξωτερικού, όπου ισχύουν τοπικά έθιμα και ποικιλόμορφες
κουλτούρες. Όπως θα καταστεί αντιληπτό και από το παρόν άρθρο, είναι
σύνηθες οι εταιρείες να ενδίδουν σε χρηματοδοτήσεις που παραβιάζουν τον
Αμερικανικό νόμο FCPA, καθώς η ευρέως διαδεδομένη διαφθορά έχει καταστεί
ο κανόνας για τη διενέργεια επιχειρηματικών συναλλαγών σε πολλές χώρες.
Συχνά ανακύπτει ένα δίλημμα ως προς το ότι ο ανταγωνισμός συχνά είναι
συνώνυμος με βαλίτσες από μετρητά που περνούν στα χέρια κρατικών
αξιωματούχων και με καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς μέσω
υπεράκτιων δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζονται ως “αμοιβές για
συμβουλές”, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από
δωροδοκίες με σκοπό την εξασφάλιση κερδοφόρων συμφωνιών.
Αυτό
που συχνά εξασφαλίζει την ολοκλήρωση μιας σύμβασης είναι η προσωπική
σχέση με έναν κυβερνητικό αξιωματούχο και η χρηματοδότηση μιας τέτοιας
σχέσης (δηλαδή “από τις αμοιβές για συμβουλές”) παρά η ποιότητα των
προϊόντων/υπηρεσιών ή η ανταγωνιστική τιμολόγηση.
Η Υπόθεση της Siemens
Στις
12 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (“SEC”) κατέθεσε αγωγή
κατά της Siemens Aktiengesellschaft (“Siemens”), υποστηρίζοντας ότι η
εταιρεία με έδρα το Μόναχο παραβίασε τις διατάξεις του FCPA για την
καταπολέμηση της δωροδοκίας, για την τήρηση λογιστικών βιβλίων και
αρχείων, καθώς τις διατάξεις για τους εσωτερικούς ελέγχους. Την ίδια
ημέρα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης (“DOJ”) υπέβαλε αγωγή κατά της Siemens
στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Περιφέρειας της Κολούμπια, για παραβίαση
του νόμου FCPA, περιγράφοντας με λεπτομέρεια τον τρόπο, τις μεθόδους
και τη συμπεριφορά της Siemens για την εξασφάλιση των συμβάσεων μέσω
διαφθοράς και πλήθος δωροδοκιών.
Ως
μέρος του διακανονισμού με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς – SEC, η Siemens
συμφώνησε να καταβάλει συνολικά $1,6 δισ. δολάρια ως επιστροφή παράνομου
πλουτισμού και για πρόστιμα που της επιβλήθηκαν, το μεγαλύτερο ποσό που
μια επιχείρηση έχει ποτέ πληρώσει για την διευθέτηση κατηγοριών για
διαφθορά. Συγκεκριμένα, η Siemens συμφώνησε να καταβάλει $350
εκατομμύρια δολάρια ως επιστροφή παράνομου πλουτισμού στην Επιτροπή
Κεφαλαιαγοράς, $450 εκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα ή χρηματικές ποινές
στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και το πρόστιμο ύψους 395€
εκατομμυρίων Ευρώ (περίπου $572 εκατομμύρια δολάρια) στο Γραφείο του
Γενικού Εισαγγελέα στο Μόναχο της Γερμανίας. Τον Οκτώβριο του 2007, η
Siemens κατέβαλε, επίσης, πρόστιμο ύψους 201€ εκατομμυρίων Ευρώ (περίπου
$291 εκατομμύρια δολάρια) στον εισαγγελέα του Μονάχου.
Οι
αγωγές του SEC και οι καταγγελίες του DOJ περιγράφουν τον ιστό της
διαφθοράς με μεγάλη λεπτομέρεια. Πριν από το 1999, το γερμανικό δίκαιο
δεν απαγόρευε τις δωροδοκίες προς το εξωτερικό και οι εταιρείες
μπορούσαν να εκπέσουν τις πληρωμές αυτές που γίνονταν σε χώρες του
εξωτερικού, ως δαπάνες. Αν και υπήρχαν νόμοι σε διάφορα κράτη κατά της
διαφθοράς, η Siemens είχε μηχανισμούς πληρωμής που περιλάμβαναν μετρητά
και εξ λογιστικούς λογαριασμούς που χρησιμοποιήθηκαν για να προβούν στις
απαραίτητες πληρωμές για να κερδίσουν συμβάσεις.
Η
αγωγή του SEC περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο “η Siemens ανέπτυξε ένα
δίκτυο μηχανισμών πληρωμής με σκοπό να διοχετεύσει τα χρήματα μέσω
τρίτων με τρόπο που να αποκρύπτεται ο σκοπός και ο τελικός αποδέκτης των
κεφαλαίων.” Δεν υπήρχαν εσωτερικοί έλεγχοι που να ελέγχουν τις
δραστηριότητες σχετιζόμενες με την διαφθορά, ενώ εντός της εταιρείας
υπήρξε συναίνεση και αποδοχή για τη δωροδοκία σε όλα τα επίπεδα της
ανώτερης διοίκησης, και στα τμήματα κανονιστικής συμμόρφωσης, εσωτερικού
ελέγχου, ακόμα και στο νομικό και οικονομικό τμήμα της εταιρίας.
Από
το 1999 έως το 2003, το Διοικητικό Συμβούλιο της Siemens ήταν
αναποτελεσματικό όσον αφορά την εφαρμογή των ελέγχων για την
αντιμετώπιση των περιορισμών που επιβάλλονται από την Συνθήκη του
Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (“ΟΟΣΑ”) για την
καταπολέμηση της διαφθοράς, την οποία υιοθέτησε η Γερμανία το έτος 1999.
Η
Siemens ήταν επίσης αναποτελεσματική στην συμμόρφωση προς τις
κανονιστικές απαιτήσεις των ΗΠΑ και το νομοθετικό πλαίσιο για την
καταπολέμηση της δωροδοκίας, που η Siemens ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί
μετά την εισαγωγή των μετοχών της εταιρίας στον Χρηματιστήριο της Νέας
Υόρκης στις 12 Μαρτίου 2001.
Η
Siemens χρησιμοποιούσε σύμβουλους επιχειρήσεων και συμφωνίες για
επιχειρηματικές συμβουλές με σκοπό την πραγματοποίηση αθέμιτων πληρωμών
και για να διοχετεύσει τις πληρωμές αυτές σε πρόσωπα ή/και σε
κυβερνητικούς αξιωματούχους. Παρά τις δημόσιες δηλώσεις της Siemens σε
θέματα που αφορούσαν τους συμβούλους επιχειρήσεων, δεν υπήρχαν κανόνες
που να ελέγχουν τις σχέσεις αυτές πριν τον Ιούνιο του 2005. “Υπήρχαν
επιπλέον προειδοποιητικά σημάδια διαφθοράς που συμπεριελάμβαναν
παραδοχές για δωροδοκία ή για τις λεγόμενες “πληρωμές μπόνους” σε
κυβερνητικούς αξιωματούχους τον Μάρτιο του 2006 από διευθυντικό στέλεχος
της Siemens Ελλάδα για το ποσό άνω των € 37 εκατομμύρια, καθώς και η
ταυτοποίηση τον Απρίλιο του 2006 στα πλαίσια ενός εσωτερικού ελέγχου της
KPMG πάνω από 250 ύποπτων πληρωμών που έγιναν μέσω κάποιου ενδιάμεσου
φορέα, για λογαριασμό της εταιρίας Information and Communication Mobile,
μια εταιρική προκάτοχος της COM, και της Siemens SpA στην Ιταλία.”
Η
αγωγή του SEC παρουσιάζει την εικόνα ότι “η Siemens έκανε 4.283
ξεχωριστές πληρωμές συνολικού ποσού περίπου $1,4 δισεκατομμύρια σε
δωροδοκίες κυβερνητικών στελεχών σε ξένες χώρες σε όλο τον κόσμο. Επίσης
περίπου 1.185 ξεχωριστές πληρωμές προς τρίτους συνολικού ύψους περίπου
391 εκατομμύρια δολάρια δεν ελέγχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν, τουλάχιστον
εν μέρει, για παράνομους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της δωροδοκίας
για αποκόμιση αθέμιτου επιχειρηματικού πλεονεκτήματος και της
υπεξαίρεσης.”
Υπό
την απειλή να βρεθεί αντιμέτωπη με πρωτοφανή πρόστιμα και ποινικές
κυρώσεις σε περίπτωση μη συνεργασίας, η Siemens προσέλαβε την
αμερικανική δικηγορική εταιρεία Debevoise & Plimpton, για να
διεξάγει μια εσωτερική έρευνα και να μοιραστεί τις πληροφορίες με τις
αμερικανικές ομοσπονδιακές αρχές. “Καθώς οι Γερμανοί και οι Αμερικανοί
ερευνητές συνεργάζονταν για να εξακριβώσουν το όλο σκηνικό, η Debevoise
και οι συνεργάτες της προσέλαβαν περισσότερους από 300 δικηγόρους,
εγκληματολόγους και μέλη του προσωπικού ώστε να εξακριβώσουν τις
χιλιάδες πληρωμές που είχαν πραγματοποιηθεί ανά τον κόσμο, σύμφωνα με τα
αρχεία που κατατέθηκαν στο δικαστήριο. Οι Αμερικανοί ερευνητές και οι
δικηγόροι της εταιρίας Debevoise διεξήγαγαν περισσότερες από 1.700
ένορκες καταθέσεις σε 34 χώρες. Συγκέντρωσαν περισσότερα από 100
εκατομμύρια έγγραφα, δημιουργώντας ειδικές εγκαταστάσεις στην Κίνα και
τη Γερμανία για να αποθηκεύσουν τα αρχεία από αυτήν και μόνο την έρευνα.
Περαιτέρω, η Debevoise και ένα εξωτερικός ελεγκτής αφιέρωσαν πάνω από
1.500.000 χρεωστικές ώρες, σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα. Η Siemens
επίσης ανέφερε ότι η εσωτερική της έρευνα και οι σχετικές αναδιαρθρώσεις
κόστισαν πάνω από $1 δις δολάρια.” Βλέπε (6)
Η
αγωγή του SEC περιγράφει λεπτομερώς πώς η Siemens έκανε $1,4 δισ. σε
πληρωμές σε ξένους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Για παράδειγμα, μεταξύ
του 2001 και του 2007, η Siemens TS και Siemens Α.Ε., η θυγατρική
εταιρεία στη Βενεζουέλα, κατάβαλλε περίπου $16,7 εκατομμύρια σε
δωροδοκίες σε κυβερνητικά στελέχη της Βενεζουέλας σε σχέση με την
κατασκευή του μετρό στις πόλεις της Βαλένθια και του Maracaibo. “Τα
δύο έργα, το μετρό της Βαλένθια και το μετρό του Μαρακαΐμπο, απέδωσαν
περίπου $642 εκατομμύρια εισόδημα για την Siemens. Η Siemens
χρησιμοποίησε ως ενδιάμεσο ένα σύμβουλο επιχειρήσεων από την Κύπρο
προκειμένου να συγκεντρώσει κεφάλαια για την πραγματοποίηση πληρωμών
ύψους $2.5 εκατομμυρίων για δωροδοκίες για το έργο της Βαλένθια.
Ψεύτικες συμφωνίες που συνήφθησαν με το σύμβουλο επιχειρήσεων, οι οποίες
υποθετικά αφορούσαν άλλα έργα της Siemens, ουσιαστικά είχαν σχεδιαστεί
για τη μεταφορά χρημάτων στη Βαλένθια. Το εν λόγω καθεστώς ενίσχυσης
είχε εγκριθεί από έναν πρώην CFO της εταιρίας πού ήταν στέλεχος στην
ομάδα TS στη Siemens.” Βλέπε ¶38 της Αγωγής του SEC.
Μεταξύ
του 2002 και του 2007, η Siemens TS είχε καταβάλει περίπου $22
εκατομμύρια δολάρια σε συμβούλους επιχειρήσεων οι οποίοι χρησιμοποίησαν
κάποιο μέρος από αυτά τα ταμεία για να δωροδοκήσουν ξένους αξιωματούχους
σε σχέση με 7 έργα για την κατασκευή συρμών του μετρό και της
σηματοδότησης για λογαριασμό των πελατών της Κινεζικής κυβέρνησης. Η
συνολική αξία των έργων ήταν πάνω από $1 δισ. δολάρια. Βλέπε ¶43 της
Αγωγής του SEC.
Μεταξύ
του 2002 και του 2005, η Siemens PG κατέβαλλε περίπου $20 εκατομμύρια
δολάρια σε δωροδοκίες σε ένα πρώην διευθυντή της κρατικής εταιρείας
Ισραήλ Electric (“IEC”). Οι δωροδοκίες καταβλήθηκαν σε σχέση με τις
τέσσερις συμβάσεις για την κατασκευή και λειτουργία σταθμών παραγωγής
ενέργειας στο Ισραήλ. Η συνολική αξία των συμβάσεων ήταν περίπου $786
εκατομμύρια δολάρια. Η Siemens δρομολόγησε τις δωροδοκίες μέσω ενός
σύμβουλου επιχειρήσεων που ήταν ο γαμπρός του διευθύνοντος συμβούλου της
Siemens Israel Limited, μια περιφερειακή θυγατρική της Siemens. Βλέπε
¶44 της Αγωγής του SEC.
Μεταξύ
του 2002 και του 2003, η Siemens PTD πλήρωσε περίπου 25 εκατομμύρια
δολάρια σε δωροδοκίες προς πελάτες της Κινεζικής κυβέρνησης σε σχέση με
δύο έργα για την εγκατάσταση γραμμών μεταφοράς υψηλής τάσης ηλεκτρισμού
στη Νότια Κίνα. Η συνολική αξία των συμβολαίων ήταν περίπου $838
εκατομμύρια δολάρια. Βλέπε ¶46 της Αγωγής του SEC.
Μεταξύ
του 2004 και του 2006, η Siemens COM κατέβαλε περίπου $5.3 εκατομμύρια
σε δωροδοκίες σε κυβερνητικούς αξιωματούχους στο Μπαγκλαντές σε σχέση με
μια σύμβαση με την Bangladesh Telegraph & Telephone Board (“BTTB”)
για την εγκατάσταση υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Η συνολική αξία της
σύμβασης ήταν περίπου 40,9 εκατομμύρια ευρώ. Οι πληρωμές που έγιναν σε
τρεις συμβούλους επιχειρήσεων, σύμφωνα με εικονικές συμβάσεις για τις
υπηρεσίες που συνδέονταν με το έργο κινητής τηλεφωνίας. Βλέπε ¶ 47 της
καταγγελίας του SEC.
“Η
Siemens COM κατέβαλε περίπου $12.700.000 δολάρια σε ύποπτες πληρωμές σε
σχέση με έργα στην Νιγηρία, ενώ τουλάχιστον $4.5 εκατομμύρια δολάρια
καταβλήθηκαν ως δωροδοκίες σε σχέση με τέσσερα έργα τηλεπικοινωνιών με
τους πελάτες της κυβέρνησης της Νιγηρίας, συμπεριλαμβανομένης της
Nigeria Telecommunications Limited και του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Η
συνολική αξία των τεσσάρων συμβάσεων ήταν περίπου $130 εκατομμύρια
δολάρια. Η πρακτική της καταβολής δωροδοκιών από τη Siemens COM στη
Νιγηρία ήταν μακροχρόνια και συστηματική. Σύμφωνα με υψηλόβαθμο υπάλληλο
της Siemens Limited Nigeria, περιφερειακή εταιρεία, οι πληρωμές για
δωροδοκίες μεταξύ του 2000 και 2001 ανήλθαν κατά μέσο όρο σε ποσοστό 15%
έως 30% της αξίας των συμβάσεων. Οι πληρωμές αυτές συνήθως γινόταν μέσα
από εικονικές συμφωνίες για παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ενώ καμία
πραγματική παροχή υπηρεσιών δεν είχε πραγματοποιηθεί.” Βλέπε ¶49 της
Αγωγής του SEC.
Τόσο
οι αγωγές του SEC, όσο και του DOJ περιγράφουν αναλυτικά τις άμεσα ή
έμμεσες πληρωμές δωροδοκίας σε ξένους κυβερνητικούς αξιωματούχους σε
τουλάχιστον 290 έργα στη Βενεζουέλα, στην Κίνα, στο Ισραήλ, στο
Μπαγκλαντές, στην Νιγηρία, στην Αργεντινή, στο Βιετνάμ, στη Ρωσία και το
Μεξικό. Στην ουσία, η Siemens είχε θέσει σε εφαρμογή ένα καλά
ενορχηστρωμένο σχέδιο για να αποφεύγει τις διώξεις για δωροδοκία στις
ΗΠΑ, μεταφέροντας την έγκριση των συμφωνιών και τις πληρωμές των
συμβούλων μέσω των κεντρικών γραφείων της Siemens στη Γερμανία και όχι
μέσω των ΗΠΑ.
Τέλος,
και αυτό έχει οπωσδήποτε σημασία για την Ελλάδα, ένας μάνατζερ της
SIEMENS COM Greece το Μάρτιο 2006 παραδέχτηκε στο τμήμα Εταιρικής
Κανονιστικής Συμμόρφωσης και Εσωτερικού Ελέγχου το Μάρτιο του 2006 ότι
είχε λάβει σημαντικά κονδύλια για “πληρωμές μπόνους” προς τα διευθυντικά
στελέχη της ΟΤΕ . Ούτε η Siemens ZV, ούτε το τμήμα Εταιρικής
Κανονιστικής Συμμόρφωσης πραγματοποίησε μια εμπεριστατωμένη έρευνα με
στόχο να εξακριβώσει την πλήρη έκταση της διαφθοράς στην Ελλάδα ή στην
επιχείρηση Siemens COM γενικότερα.
Η Υπόθεση της Johnson & Johnson
-Το
Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατάθεσε μήνυση εναντίον της J & J
για το τη δωροδοκία του 20% της αξίας των συσκευών της σε Έλληνες
χειρουργούς-
Στις
7 Απριλίου 2011, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) άσκησε αγωγή κατά της
Johnson & Johnson διότι παραβίασε το νόμο FCPA λόγω δωροδοκίας
γιατρών του δημοσίου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και επίσης ότι πλήρωσε
μίζες στο Ιράκ για να κερδίσει παράνομα νέα, επιχειρηματικά έργα. Το SEC
ισχυρίζεται ότι “τουλάχιστον από το 1998, οι θυγατρικές της εταιρίας
από το New Brunswick, N.J., η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή
φαρμάκων, καταναλωτικών προϊόντων, και ιατρικών συσκευών, κατέβαλε
δωροδοκίες σε γιατρούς του δημοσίου στην Ελλάδα, οι οποίοι επέλεγαν
χειρουργικά εμφυτεύματα της εταιρίας, καθώς και σε γιατρούς του δημοσίου
και σε διοικητές νοσοκομείων στην Πολωνία, οι οποίοι εδιναν έγκριση για
την ανάθεση συμβολαίων στην J & J, και τέλος, σε γιατρούς του
δημοσίου στη Ρουμανία για να συνταγογραφήσουν φαρμακευτικά προϊόντα της
εταιρίας. Περαιτέρω, θυγατρικές εταιρίες της J & J κατέβαλαν
δωροδοκίες στο Ιράκ για την απόκτηση 19 συμβολαίων στα πλαίσια του
Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών “Oil for Food”.
Το
Υπουργείο Δικαιοσύνης κατάθεσε επίσης μήνυση εναντίον της J & J
γιατί είχε αναλάβει “ένα πολύπλοκο σχέδιο για να πληρώσει περίπου 20%
της αξίας των συσκευών της εταιρείας σε Έλληνες χειρουργούς. Τέτοιες
δωροδοκίες ήταν τόσο καθιερωμένες στην Ελλάδα, σύμφωνα με το έγγραφο, σε
σημείο που ένας λογιστής ενεργών για λογαριασμό του Έλληνα εμπορικού
αντιπροσώπου της εταιρείας δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να
αποκρύψουν το σκοπό προορισμού αυτών των χρημάτων στις οικονομικές
καταστασεις προς την μητρική εταιρεία Johnson & Johnson.”
Ως
μέρος του διακανονισμού, η J & J συμφώνησε να πληρώσει περισσότερα
από $48.6 εκατομμύρια δολάρια ως επιστροφή παράνομου πλουτισμού και για
τόκους επιδικίας για τη διευθέτηση των κατηγοριών της Επιτροπής
Κεφαλαιαγοράς και να καταβάλει $21.4 εκατομμύρια δολάρια ως πρόστιμο στο
αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης για την εξωδικαστική επίλυση των
ποινικών διώξεων.
Η Υπόθεση της Daimler
– Ανταποδοτικά οφέλη για οχημάτων και ανταλλακτικά και στο Προγράμμα των Ηνωμένων Εθνών “Oil for Food”-
Στις
22 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άσκησε αγωγή κατά της Daimler
AG, παλαιότερα γνωστή ως Daimler-Chrysler AG (“Daimler”), και κατά τις
θυγατρικές και άλλες συνδεδεμένες εταιρίες, υποστηρίζοντας ότι παραβίασε
την νομοθεσία για την καταπολέμηση της δωροδοκίας, για την τήρηση
λογιστικών βιβλίων, στοιχείων και τις διατάξεις περί εσωτερικών ελέγχων
του FCPA κάνοντας παράνομες πληρωμές, άμεσα ή έμμεσα, σε ξένους
κυβερνητικούς αξιωματούχους, με σκοπό να εξασφαλίσει και να διατηρήσει
πωλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Την
1η Απριλίου 2010, η Daimler συμφώνησε να πληρώσει $ 91.4 εκατομμύρια ως
επιστροφή παρανομως κτηθέντος πλουτισμού για να διευθετήσει τις
κατηγορίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ενώ συμφώνησε επίσης να πληρώσει
$93.6 εκατομμύρια σε πρόστιμα για τη διευθέτηση κατηγοριών σε επιμέρους
ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Η
συμπεριφορά της Daimler είναι παρόμοια με τις επιχειρηματικές πρακτικές
που χρησιμοποιούσε η Siemens, δεδομένου ότι δημιούργησε ένα λαβύρινθο
πληρωμών σε κυβερνητικούς αξιωματούχους με σκοπό να αποφύγει τον
εντοπισμό από τις αρχές των ΗΠΑ για τις πραγματοποιηθείσες παραβιάσεις
του Νόμου FCPA.
Στην
αγωγή, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ισχυρίζεται ότι η Daimler
χρησιμοποιούσε δωροδοκίες για την προώθηση των πωλήσεων από τις
κυβέρνησης της Ρωσίας, της Κίνας, του Βιετνάμ, της Νιγηρίας, της
Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Κροατίας και της Βοσνίας. “Μεταξύ άλλων
μέσων, η Daimler χρησιμοποιούσε δεκάδες λίστες λογαριασμών, που ήταν
γνωστά στο εσωτερικό της εταιρίας ως interne Fremdkonten ή εσωτερικοί
λογαριασμοί για τρίτους, για τη διατήρηση πιστωτικών υπολοίπων προς
όφελος των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αυτά τα πιστωτικά υπόλοιπα που
ελέγχονταν από τις θυγατρικές εταιρίες της Daimler ή από εξωτερικούς
συνεργάτες, συμπεριλαμβανομένων ξένων κυβερνητικών αξιωματούχων ή
εμπόρους της Daimler, ή από διανομείς ή άλλους παράγοντες οι οποίοι κατά
καιρούς χρησιμοποιήθηκαν ως ενδιάμεσοι για την πραγματοποίηση πληρωμών
σε ξένους κυβερνητικούς αξιωματούχους”.
Σύμφωνα
με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, “οι λογαριασμοί χρηματοδοτούνταν από
διάφορους ψεύτικους μηχανισμούς τιμολόγησης, όπως “προσαυξήσεις των
τιμών”, “ενσωματωμένες τιμές” ή υπερβολικές προμήθειες. Η Daimler
χρησιμοποιούσε επίσης τεχνητές μειώσεις στην τιμή ή εκπτώσεις στις
συμβάσεις πώλησης για να εκτελέσει τις δωροδοκίες. Στις περιπτώσεις
αυτές, το σύνολο ή μέρος των εκπτώσεων επιστρεφόταν πίσω σε κυβερνητικά
στελέχη μέσω λογιστικών λογαριασμών , αντί να πιστωθεί στο έργο της
σύμβασης με την κυβέρνηση.”
Το
SEC ισχυρίζεται επίσης ότι η Daimler κατέβαλε $56 εκατομμύρια δολάρια
σε αθέμιτες πληρωμές σε διάστημα άνω των 10 ετών. “Οι πληρωμές αφορούσαν
περισσότερες από 200 συναλλαγές σε τουλάχιστον 22 χώρες. Η Daimler
κέρδισε $1,9 δις. δολάρια σε έσοδα και τουλάχιστον $90 εκατομμύρια
δολάρια σε παράνομα κέρδη μέσω από αυτές τις αθέμιτες συναλλαγές, οι
οποίες αφορούσαν τουλάχιστον 6300 εμπορικά οχήματα και 500 επιβατικά
αυτοκίνητα. Η Daimler επίσης κατέβαλε ανταποδοτικά οφέλη σε υπουργεία
του Ιράκ σε σχέση με τις άμεσες και έμμεσες πωλήσεις οχημάτων και
ανταλλακτικών στο πλαίσιο του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών “Oil for
Food”.
Η
Daimler δεν τηρούσε σωστά λογιστικά βιβλία και αρχεία και είχε
ανεπαρκείς εσωτερικούς ελέγχους για τον εντοπισμό και την πρόληψη αυτών
των πληρωμών, οι οποίες γινόταν κατά παράβαση των τμημάτων 30Α,
13(β)(2)(Β) και 13(β)(2)(Α) του νόμου Securities Exchange Act του 1934.
Σύμφωνα
με την καταγγελία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, “η δωροδοκία διακατείχε
μεγάλα τμήματα της επιχείρησης και των θυγατρικών εταιρειών, είχε την
έγκριση μελών της διοίκησης της Daimler, και συνεχίστηκε κατά τη
διάρκεια της έρευνας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Οι πρακτικές διαφθοράς
της Daimler είχαν εγκριθεί από ή ήταν γνωστές στους πρώην επικεφαλής
των τμημάτων πωλήσεων στο εξωτερικό της Daimler και των τμημάτων
εμπορικών οχημάτων, στον πρώην επικεφαλής της Daimler του τμήματος
Export and Trade Finance (θυγατρική της Daimler Financial Services), και
στους πρώην επικεφαλής των θυγατρικών της Daimler.”
Οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ζητήσει το αρχείο των ΗΠΑ Αμερικανικό κράτος
Μόνο
για την υπόθεση Siemens στις ΗΠΑ διατέθηκαν 300 δικηγόροι και ειδικοί,
πραγματοποιήθηκαν πάνω από 1.700 συνεντεύξεις σε 34 χώρες, σημειώθηκαν
περισσότερα από 100 εκατομμύρια έγγραφα και έφτασε το $1,5 εκατ.
χρεωστικές ώρες απασχόλησης-
Οι
περιπτώσεις αυτές δίνουν μια αξιόπιστη εικόνα για το πώς οι πολυεθνικές
εταιρείες προωθούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα σε όλο τον
κόσμο και ειδικότερα στην Ελλάδα. Εμφανίζουν προθυμία για τη δημιουργία
μαύρων ταμείων και υπεράκτιων λογαριασμών και να πληρώσουν κυβερνητικούς
αξιωματούχους σημαντικά ποσά δωροδοκίας για να εξασφαλίσουν συμβόλαια,
όλα με την έγκριση υψηλόβαθμων στελεχών της εταιρείας. Οι δωροδοκίες δεν
είναι τίποτα περισσότερο από μια αύξηση των τιμών που καταβάλλουν οι
κυβερνήσεις και συχνά θεωρούνται ως μέρος του κόστους της
επιχειρηματικής δραστηριότητας στο εξωτερικό. Η Ελλάδα εμπίπτει στην
κατηγορία αυτή δεδομένου ότι τόσο η Siemens, όσο και η Daimler και η J
& J είχαν σχετική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η διαφθορά είναι
διάχυτη σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας και αντικατοπτρίζεται στην
ευκολία με την οποία ακόμη και εταιρίες μεγάλου κύρους έχουν υποκύψει σε
αυτή την επιχειρηματική συμπεριφορά στην Ελλάδα.
Αυτό
που είναι ενδιαφέρον για την υπόθεση Siemens είναι ότι το Ελληνικό
Κοινοβούλιο διεξήγαγε έρευνες για τις δραστηριότητες της Siemens, αλλά
πιθανόν να μην μπορεί να διαθέσει τα οικονομικά κονδύλια που είχαν στην
διάθεση τους οι ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουν σωστά
τέτοιες παγκόσμιες δραστηριότητες. Μια λογική προσέγγιση από τις
ελληνικές αρχές θα ήταν να ζητήσει τη συνδρομή των αρχών των ΗΠΑ όσον
αφορά την αξιολόγηση του αρχείου που έχει το Αμερικανικό κράτος με
δεδομένη την έκταση της έρευνας της υπόθεσης Siemens εδώ – (διατέθηκαν
300 δικηγόροι και ειδικοί, πάνω από 1.700 συνεντεύξεις σε 34 χώρες, πάνω
από 100 εκατομμύρια έγγραφα και μέχρι $1,5 εκατ. χρεωστικές ώρες
απασχόλησης).
Αυτό
θα μπορούσε να παράσχει στις ελληνικές αρχές λεπτομερείς πληροφορίες
για παρόμοια θέματα και στη συνέχεια θα ήταν δυνατή η περαιτέρω δίωξη
ατόμων και εταιριών που εμπλέκονται σε δωροδοκίες και διαφθορά. Φαίνεται
εντελώς παράλογο, αφενός μεν οι αρχές των ΗΠΑ να ανακτούν βαριά
πρόστιμα και αποζημιώσεις από τις εταιρείες που δωροδοκούν Έλληνες
κυβερνητικούς αξιωματούχους, ενώ οι ελληνικές αρχές φαίνεται να μην
μπορούν να ξεμπλέξουν το νήμα των πολύπλοκων συναλλαγών για πολλά χρόνια
χωρίς αντίστοιχα ανάλογη αποκατάσταση.
Αξιοσημείωτο
είναι επιπλέον το γεγονός ότι η διαφθορά στην Ελλάδα πρέπει να
αντιμετωπιστεί από τις ελληνικές αρχές, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα που
εμπλέκονται, δεδομένου ότι ο λαός έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη στο
πολιτικό σύστημα που έχει αμαυρωθεί επανειλημμένα από κατηγορίες
διαφθοράς. Η απογοήτευση των Ελλήνων με το πολιτικό τους σύστημα δεν
μπορεί να αντιμετωπιστεί κατάλληλα, έως ότου οι διεφθαρμένες πρακτικές
των επιχειρήσεων διωχθούν πλήρως και με διαφάνεια. Αυτή την κατεύθυνση,
εάν εφαρμοστεί, θα νομιμοποιήσει τις όποιες προσπάθειες κάνει η ελληνική
κυβέρνηση να εφαρμόσει μέτρα λιτότητας και οικονομικών πολιτικών
προκειμένου να σώσει την Ελλάδα από την αθέτηση υποχρέωσεων εξυπηρέτησης
του δημόσιου χρέους της χώρας.
*Ο Δημήτρης Ιωαννίδης είναι συνέταιρος στο δικηγορικό γραφείο του Roach, Ιoannidis & Megaloudis LLC στην Βοστόνη.
Δικόγραφα και αποφάσεις των αρχών των ΗΠΑ
[1] H.R. Rep. No. 95-640, at 4 (1977). 1075 PLI/Corp, *119.
2 S. Rep. No. 95-114 (1977), reprinted in 1977 U.S.C.C.A.N. 4098, 4101.
Πηγή: kourdistoportocali
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου