Η δίκη παρωδία είχε στηθεί από τον Φαναριώτη Α.Μαυροκορδάτο
Μια από τις ποιο φρικτές σελίδες του αγώνα του 1821, όταν ο Γεώργιος
Καραϊσκάκης όχι μόνο δικάστηκε από άλλος Έλληνες για προδοσία, αλλά
καταδικάστηκε κιόλας. Απειλές, ψευδομάρτυρες, συνωμοσίες και κομματικά πάθη, απέναντι σ’ έναν από τους πιο αγνούς αγωνιστές της επανάστασης.
Την 1η Απριλίου 1824, στην εκκλησία της Παναγιάς στο Αιτωλικό, γίνεται μια δίκη στην οποία τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας μας προτιμούν να μην αναφέρονται. Κατηγορούμενος ήταν ένας από τους αγνότερους και σπουδαιότερους αγωνιστές της επανάστασης του 1821, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Δεν τον δίκαζαν Τούρκοι στους οποίους είχε ήδη κάνει φοβερή ζημιά, αλλά ένα έκτακτο στρατοδικείο που αποτελούνταν από Έλληνες. Απέναντι του ως κατήγοροι στέκονται οι στρατηγοί Νότης Μπότσαρης, Νικόλαος Στουρνάρης, Γιώργος Τσόγκας, Δήμος Σκαλτσάς, Αλέξιος Βλαχόπουλος, Δημήτρης Μακρής, Γιάννης Γιολδάσης και κάμποσοι μικροί και μεγαλύτεροι οπλαρχηγοί. Όπως βλέπουμε, τρία μόλις χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης η καθημαγμένη χώρα είχε ήδη γεμίσει με στρατηγούς. Τα κομματικά πάθη είχαν οξυνθεί τόσοι πολύ ανάμεσα στους επαναστάτες που η κάθε κυβέρνηση που αναλάμβανε ονόμαζε στρατηγούς όλους τους ομαδάρχες που ήταν μαζί της, τους τάιζε από τον κρατικό κορβανά, τα λάφυρα και τα ξένα δάνεια, για να τους στρέφει εναντίον όχι των Τούρκων αλλά των κομματικών αντιπάλων της.
Αυτή η δίκη παρωδία κατά του Καραϊσκάκη είχε στηθεί από τον Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το κατηγορητήριο έλεγε –αν είναι δυνατόν- ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε συνεννόηση με τον Ομέρ Βρυώνη για να του παραδώσει τη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι. Επρόκειτο για τόσο κατασκευασμένη κατηγορία που γελούσαν ως και τα μικρά παιδιά, όμως ο Μαυροκορδάτος ήθελε τον Καραϊσκάκη νεκρό. Ο ήρωας που έπεσε αργότερα στο Φάληρο πολεμώντας τους Τούρκους, δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον παμπόνηρο Φαναριώτη και επειδή ήταν αθυρόστομος έλεγε τις απόψεις του δημοσίως κάνοντας τον Μαυροκορδάτο θηρίο.
Ο Καραϊσκάκης ήταν φυματικός και εκείνη την περίοδο ήταν σε κρίση, οπότε όταν τον συνέλαβαν οι οπλαρχηγοί-στρατηγοί του Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι, τον βρήκαν ξαπλωμένο και ανήμπορο. Ξαπλωμένος σε φορείο ήταν και στη δίκη, στην οποία δημόσιος κατήγορος εναντίον του ήταν ο δεσπότης Άρτας Πορφύριος. Τόσο μεγάλα ήταν τα πάθη της εποχής.
Ο Μαυροκορδάτος, που ήταν διοικητής Στερεάς Ελλάδας, είχε βάλει στο δικαστήριο έναν ψευδομάρτυρα, τον Κωνσταντίνο Βουλπιώτη, ο οποίος υποστήριξε ότι είχε πάει στον Ομέρ Βρυώνη με γράμμα του Καραϊσκάκη. Ο κατάκοιτος ήρωας αντιμετώπισε τον Βουλπιώτη με ειρωνεία και τη γνωστή του αθυροστομία: «Βρε ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια, μα διατί τα λέγεις έτσι;» τον ρώτησε ο Πρόεδρος του στρατοδικείου. «Το’ χω χούι» απάντησε ο κατηγορούμενος. «Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρόνων;». «Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Κι εσύ είσαι ογδόντα χρονών, αλλά το χούι να γαμής δεν τ’ αφήνεις», απάντησε ειρωνικά ο ήρωας.
Πετάχτηκε πάνω ο Κίστος Τζαβέλας φωνάζοντας «στρατηγοί, βλέπω πως αδίκως θέλετε να βάψωμεν τα χέρια εις το αίμα του αθώου Καραϊσκάκη, με τις ψευδείς εξομολογήσεις του ψευτοβουλπιώτη. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, αν εσεις αποφασίσετε τον θάνατον του, το αθώο αίμα του να πέσει εις τα κεφαλάς των πρωταιτίων και εις τα τέκνα των».
Η απόφαση ήταν καταδικαστική αφού το στρατοδικείο ήταν κατασκευασμένο, πλην η παρουσία 80 οπλισμένων οπαδών του Καραϊσκάκη φόβισε τους δικαστές και αντί για θάνατο επέβαλαν εξορία για τον ήρωα. Τον σήκωσαν τα παλικάρια του και έφυγαν έχοντας προτεταμένα τα καριοφίλια και τις πιστόλες τους, για καλό και για κακό.
Καθώς έβγαινε από την εκκλησία ο Καραϊσκάκης, ανασηκώθηκε απ’ το φορείο και φώναξε στους δικαστές του: «Αδελφοί καπεταναίοι. Αν με καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός να μου το στείλει το βόλι εις το κεφάλι ευθύς, αυτού οπού εβγαίνω. Kαι αν αδίκως, να σας το πέμψει εις το ιδικό σας κεφάλι. Εσύ, ορέ Μαυροκορδάτε, την προδοσία μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γλήγορα ελπίζω να σου την γράψω εις το μέτωπο σου, διά να φαvεί ποιός είσαι.”
Την 1η Απριλίου 1824, στην εκκλησία της Παναγιάς στο Αιτωλικό, γίνεται μια δίκη στην οποία τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας μας προτιμούν να μην αναφέρονται. Κατηγορούμενος ήταν ένας από τους αγνότερους και σπουδαιότερους αγωνιστές της επανάστασης του 1821, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Δεν τον δίκαζαν Τούρκοι στους οποίους είχε ήδη κάνει φοβερή ζημιά, αλλά ένα έκτακτο στρατοδικείο που αποτελούνταν από Έλληνες. Απέναντι του ως κατήγοροι στέκονται οι στρατηγοί Νότης Μπότσαρης, Νικόλαος Στουρνάρης, Γιώργος Τσόγκας, Δήμος Σκαλτσάς, Αλέξιος Βλαχόπουλος, Δημήτρης Μακρής, Γιάννης Γιολδάσης και κάμποσοι μικροί και μεγαλύτεροι οπλαρχηγοί. Όπως βλέπουμε, τρία μόλις χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης η καθημαγμένη χώρα είχε ήδη γεμίσει με στρατηγούς. Τα κομματικά πάθη είχαν οξυνθεί τόσοι πολύ ανάμεσα στους επαναστάτες που η κάθε κυβέρνηση που αναλάμβανε ονόμαζε στρατηγούς όλους τους ομαδάρχες που ήταν μαζί της, τους τάιζε από τον κρατικό κορβανά, τα λάφυρα και τα ξένα δάνεια, για να τους στρέφει εναντίον όχι των Τούρκων αλλά των κομματικών αντιπάλων της.
Αυτή η δίκη παρωδία κατά του Καραϊσκάκη είχε στηθεί από τον Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το κατηγορητήριο έλεγε –αν είναι δυνατόν- ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε συνεννόηση με τον Ομέρ Βρυώνη για να του παραδώσει τη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι. Επρόκειτο για τόσο κατασκευασμένη κατηγορία που γελούσαν ως και τα μικρά παιδιά, όμως ο Μαυροκορδάτος ήθελε τον Καραϊσκάκη νεκρό. Ο ήρωας που έπεσε αργότερα στο Φάληρο πολεμώντας τους Τούρκους, δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον παμπόνηρο Φαναριώτη και επειδή ήταν αθυρόστομος έλεγε τις απόψεις του δημοσίως κάνοντας τον Μαυροκορδάτο θηρίο.
Ο Καραϊσκάκης ήταν φυματικός και εκείνη την περίοδο ήταν σε κρίση, οπότε όταν τον συνέλαβαν οι οπλαρχηγοί-στρατηγοί του Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι, τον βρήκαν ξαπλωμένο και ανήμπορο. Ξαπλωμένος σε φορείο ήταν και στη δίκη, στην οποία δημόσιος κατήγορος εναντίον του ήταν ο δεσπότης Άρτας Πορφύριος. Τόσο μεγάλα ήταν τα πάθη της εποχής.
Ο Μαυροκορδάτος, που ήταν διοικητής Στερεάς Ελλάδας, είχε βάλει στο δικαστήριο έναν ψευδομάρτυρα, τον Κωνσταντίνο Βουλπιώτη, ο οποίος υποστήριξε ότι είχε πάει στον Ομέρ Βρυώνη με γράμμα του Καραϊσκάκη. Ο κατάκοιτος ήρωας αντιμετώπισε τον Βουλπιώτη με ειρωνεία και τη γνωστή του αθυροστομία: «Βρε ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια, μα διατί τα λέγεις έτσι;» τον ρώτησε ο Πρόεδρος του στρατοδικείου. «Το’ χω χούι» απάντησε ο κατηγορούμενος. «Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρόνων;». «Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Κι εσύ είσαι ογδόντα χρονών, αλλά το χούι να γαμής δεν τ’ αφήνεις», απάντησε ειρωνικά ο ήρωας.
Πετάχτηκε πάνω ο Κίστος Τζαβέλας φωνάζοντας «στρατηγοί, βλέπω πως αδίκως θέλετε να βάψωμεν τα χέρια εις το αίμα του αθώου Καραϊσκάκη, με τις ψευδείς εξομολογήσεις του ψευτοβουλπιώτη. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, αν εσεις αποφασίσετε τον θάνατον του, το αθώο αίμα του να πέσει εις τα κεφαλάς των πρωταιτίων και εις τα τέκνα των».
Η απόφαση ήταν καταδικαστική αφού το στρατοδικείο ήταν κατασκευασμένο, πλην η παρουσία 80 οπλισμένων οπαδών του Καραϊσκάκη φόβισε τους δικαστές και αντί για θάνατο επέβαλαν εξορία για τον ήρωα. Τον σήκωσαν τα παλικάρια του και έφυγαν έχοντας προτεταμένα τα καριοφίλια και τις πιστόλες τους, για καλό και για κακό.
Καθώς έβγαινε από την εκκλησία ο Καραϊσκάκης, ανασηκώθηκε απ’ το φορείο και φώναξε στους δικαστές του: «Αδελφοί καπεταναίοι. Αν με καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός να μου το στείλει το βόλι εις το κεφάλι ευθύς, αυτού οπού εβγαίνω. Kαι αν αδίκως, να σας το πέμψει εις το ιδικό σας κεφάλι. Εσύ, ορέ Μαυροκορδάτε, την προδοσία μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γλήγορα ελπίζω να σου την γράψω εις το μέτωπο σου, διά να φαvεί ποιός είσαι.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου