Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που χτύπησε όλες τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Η
Αθήνα ηττήθηκε και κυριεύτηκε από τους Πελοποννήσιους, αλλά και η
Σπάρτη δεν ωφελήθηκε από την νίκη της. Τόσο πολύ είχε εξαντληθεί από τον
πολύχρονο πόλεμο που αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη διαιτησία του
μεγαλύτερου εχθρού των Ελλήνων, του Πέρση βασιλιά. Μέσα από τα γεγονότα
αυτού του φρικτού εμφυλίου πολέμου, ο Θουκυδίδης καταγράφει τη
συμπεριφορά των αντιπάλων και αντλεί πολύτιμα συμπεράσματα, χρήσιμα όχι
μόνο στον πόλεμο, αλλά και στις καθημερινές μάχες της ζωής.
Ο πόλεμος δεν διεξάγεται τόσο με τα όπλα όσο με τα χρήματα (1.83 – Ομιλία του Αρχίδαμου)
Είναι ανοησία να εκστρατεύει κανείς εναντίον τέτοιων εχθρών που ακόμα και αν τους κατακτήσει δεν θα κατορθώσει να τους εξουσιάσει, ενώ αν δεν τους κατακτήσει δεν θα είναι πια στην ίδια θέση που ήταν πριν την επιχείρηση.
Εκείνα που προκαλούν περισσότερο τον θαυμασμό είναι όσα παραμένουν σε απόσταση και η φήμη τους δεν έχει επαληθευτεί. (6.11 – Ο Νικίας στην Εκκλησία του Δήμου)
Πολλοί, ενώ ήταν ακόμα σε θέση να προβλέψουν σε τι κινδύνους πάνε να μπλέξουν, τους παρέσυρε η ισχύς μιας γοητευτικής λέξης, της λεγόμενης ντροπής, και αφού νικήθηκαν από αυτήν, με τη θέλησή τους έπαθαν συμφορές ανήκεστες και επέφεραν στον εαυτό τους ατίμωση, η οποία επειδή ήταν αποτέλεσμα της μωρίας τους, αποδείχθηκε πιο ταπεινωτική από εκείνη που θα προκαλούσε η κακοτυχία. (5.111 – Οι Αθηναίοι στους Μηλίους)
Δεν αληθεύει πως θυσιάζει ευκολότερα τη ζωή του εκείνος που είναι δυστυχής και δεν ελπίζει σε καλύτερη τύχη. Την θυσιάζουν εκείνοι που κινδυνεύουν να εξευτελιστούν περισσότερο, αν προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή τους νικηθούν. Για τον άνδρα με γενναίο φρόνημα χειρότερος είναι ο εξευτελισμός της δειλίας από τον γενναίο και απρόσμενο θάνατο. (2.43– Ομιλία Περικλή)
Συνήθως, οι πολιτείες που αποκτούν αιφνιδίως ευημερία, γίνονται αλαζονικές. Πιο ασφαλές είναι να έρχεται η ευημερία με μέτρο και όχι ξαφνικά στους ανθρώπους, και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ευκολότερη η αντίσταση στις δυσχέρειες από τη διαφύλαξη της ευτυχίας (3.39 – Ομιλία Κλέωνα)
Εκείνοι που φοβούνται εξαιτίας της καχυποψίας τους, παρασύρονται προσωρινώς από ευχάριστα λόγια, αλλά όταν φτάσει η ώρα της δράσης, ενεργούν σύμφωνα με το συμφέρον τους (6.83 – Εύφημος ο Αθηναίος στους Συρακούσιους)
Φαίνεται πως οι άνθρωποι όταν αδικούνται οργίζονται περισσότερο απ’ όταν δέχονται βία. Διότι στην πρώτη περίπτωση θεωρούν πως εξαπατήθηκαν από ισάξιό τους, ενώ στη δεύτερη υποτάσσονται σε ανώτερό τους. (1.77 – Ομιλία Αθηναίων)
Από τη φύση τους οι άνθρωποι υποχωρούν ευκολότερα σε έναν μετριοπαθή εχθρό και αγωνίζονται πεισματικά εναντίον εκείνου που είναι ανένδοτος, ακόμα κι αν αυτό είναι παράλογο. (4.19 – πρέσβεις των Σπαρτιατών)
Στη λήψη ορθών αποφάσεων δύο είναι πιο βλαπτικά στοιχεία: η βιασύνη και η οργή. Η πρώτη συντροφεύεται από την ανοησία και η δεύτερη από την αμορφωσιά και την στενομυαλιά. (3.42 – Ομιλία Διοδότου)
Ο καλός πολίτης δεν πρέπει να εκφοβίζει εκείνους που έχουν αντίθετη γνώμη, αλλά να τους κερδίζει με επιχειρήματα. (3.42 – Ομιλία Διόδοτου)
Εκεί όπου προβλέπονται σπουδαία βραβεία για την ανδρεία, εκεί βρίσκονται οι άριστοι πολίτες. (2.46 – Επιτάφιος λόγος Περικλή)
«Εκείνος που γνωρίζει τι πρέπει να κάνει, αλλά δεν είναι ικανός να το εξηγήσει σαφώς στους άλλους, είναι σαν να μην έχει σκεφτεί τίποτα.
Εκείνος που έχει και τα δύο, αλλά δεν αγαπά την πατρίδα του, επίσης δεν μπορεί να συμβουλέψει ορθά.
Αν αγαπά και την πατρίδα του, αλλά δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο χρήμα, για να το κερδίσει, μπορεί να πουλήσει τα πάντα.» (2.60 – Ομιλία Περικλή)
Η νεότητα και το γήρας, χωριστά το ένα απ’ το άλλο δεν κατορθώνουν τίποτα. Η δύναμη προέρχεται από την ανάμειξη της κρίσης του ανώριμου, του μέσου και του ακριβούς. (6.18 – Αλκιβιάδης στην Εκκλησία του Δήμου)
Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο της Αθήνας, αλλά καταγόταν από τη Θράκη, όπου διέθετε μεγάλη πατρική περιουσία (κτήματα και χρυσωρυχεία). Ήταν συγγενής του ήρωα του Μαραθώνα, Μιλτιάδη και του Κίμωνα. Όταν ήταν 30 περίπου ετών, στα πρώτα χρόνια του πολέμου που περιγράφει, προσβλήθηκε και από τον μεγάλο λοιμό που οδήγησε στον θάνατο το 25% του πληθυσμού της Αθήνας. Ευτυχώς, ήταν από τους τυχερούς και επέζησε. Το 424 π.Χ, όταν, ως στρατηγός, απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη από τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι τον εξόρισαν.
Μεγάλη τύχη για εμάς, διότι στα είκοσι χρόνια της εξορίας του είχε όλο τον χρόνο να ταξιδέψει και να γράψει την πολύτιμη ιστορία του. Σύμφωνα με την παράδοση πέθανε, μάλλον από κάποια ασθένεια, το 399 π.Χ, τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο Σωκράτης και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος. Το πιθανότερο όμως είναι πως πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ δούλευε ακόμα το βιβλίο του.
Η τελευταία φράση που έγραψε ήταν «Όταν τελειώσει ο χειμώνας, μετά από αυτό το καλοκαίρι, ολοκληρώνεται το 21ο έτος του πολέμου». Δεν πρόλαβε να περιγράψει εκείνον τον χειμώνα, τον οποίο μαζί με τα υπόλοιπα έξι χρόνια του πολέμου περιγράφει στην ιστορία του ο Ξενοφών.
Ο καλός σχεδιασμός
Ο πόλεμος δεν διεξάγεται τόσο με τα όπλα όσο με τα χρήματα (1.83 – Ομιλία του Αρχίδαμου)
Με τον πιο ασφαλή τρόπο
ζει εκείνος που έχει μεταμεληθεί τις λιγότερες φορές επειδή χαρίστηκε
στους εχθρούς του. (1.34 – Ομιλία των Κερκυραίων)
Ισχυρότερος είναι
εκείνος που αντιμετωπίζει τον εχθρό του με σωφροσύνη από εκείνον που
ασυλλόγιστα του επιτίθεται βίαια (3.48 – Ομιλία Διόδοτου)
Ο πόλεμος συμβαίνει όταν οι μεν θεωρούν το κέρδος από αυτόν μεγαλύτερο από τα δεινά που θα φέρει, οι δε προτιμούν να υποστούν τους κινδύνους του πολέμου από μία άμεση ζημιά. Αν όμως αυτές οι επιδιώξεις εμφανιστούν σε ακατάλληλη εποχή, τότε είναι ωφέλιμες οι συμβουλές για διαπραγματεύσεις.
Είναι στην ανθρώπινη φύση να θέλει κάποιος να εξουσιάζει εκείνον που μένει απαθής και να αμύνεται όταν δέχεται επίθεση (4.59,61 – Ερμοκράτης από τις Συρακούσες)
Κανείς δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τον σχεδιασμό και την εκτέλεση ενός έργου, αλλά όταν σχεδιάζουμε νιώθουμε ασφαλείς, ενώ κατά την εφαρμογή του σχεδίου εξ αιτίας του φόβου υστερούμε. (1.120 – Ομιλία των Κορινθίων)
Ο πόλεμος συμβαίνει όταν οι μεν θεωρούν το κέρδος από αυτόν μεγαλύτερο από τα δεινά που θα φέρει, οι δε προτιμούν να υποστούν τους κινδύνους του πολέμου από μία άμεση ζημιά. Αν όμως αυτές οι επιδιώξεις εμφανιστούν σε ακατάλληλη εποχή, τότε είναι ωφέλιμες οι συμβουλές για διαπραγματεύσεις.
Είναι στην ανθρώπινη φύση να θέλει κάποιος να εξουσιάζει εκείνον που μένει απαθής και να αμύνεται όταν δέχεται επίθεση (4.59,61 – Ερμοκράτης από τις Συρακούσες)
Κανείς δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τον σχεδιασμό και την εκτέλεση ενός έργου, αλλά όταν σχεδιάζουμε νιώθουμε ασφαλείς, ενώ κατά την εφαρμογή του σχεδίου εξ αιτίας του φόβου υστερούμε. (1.120 – Ομιλία των Κορινθίων)
Είναι ανοησία να εκστρατεύει κανείς εναντίον τέτοιων εχθρών που ακόμα και αν τους κατακτήσει δεν θα κατορθώσει να τους εξουσιάσει, ενώ αν δεν τους κατακτήσει δεν θα είναι πια στην ίδια θέση που ήταν πριν την επιχείρηση.
Εκείνα που προκαλούν περισσότερο τον θαυμασμό είναι όσα παραμένουν σε απόσταση και η φήμη τους δεν έχει επαληθευτεί. (6.11 – Ο Νικίας στην Εκκλησία του Δήμου)
Ο ψυχολογικός παράγοντας
Πολλοί, ενώ ήταν ακόμα σε θέση να προβλέψουν σε τι κινδύνους πάνε να μπλέξουν, τους παρέσυρε η ισχύς μιας γοητευτικής λέξης, της λεγόμενης ντροπής, και αφού νικήθηκαν από αυτήν, με τη θέλησή τους έπαθαν συμφορές ανήκεστες και επέφεραν στον εαυτό τους ατίμωση, η οποία επειδή ήταν αποτέλεσμα της μωρίας τους, αποδείχθηκε πιο ταπεινωτική από εκείνη που θα προκαλούσε η κακοτυχία. (5.111 – Οι Αθηναίοι στους Μηλίους)
Δεν αληθεύει πως θυσιάζει ευκολότερα τη ζωή του εκείνος που είναι δυστυχής και δεν ελπίζει σε καλύτερη τύχη. Την θυσιάζουν εκείνοι που κινδυνεύουν να εξευτελιστούν περισσότερο, αν προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή τους νικηθούν. Για τον άνδρα με γενναίο φρόνημα χειρότερος είναι ο εξευτελισμός της δειλίας από τον γενναίο και απρόσμενο θάνατο. (2.43– Ομιλία Περικλή)
Συνήθως, οι πολιτείες που αποκτούν αιφνιδίως ευημερία, γίνονται αλαζονικές. Πιο ασφαλές είναι να έρχεται η ευημερία με μέτρο και όχι ξαφνικά στους ανθρώπους, και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ευκολότερη η αντίσταση στις δυσχέρειες από τη διαφύλαξη της ευτυχίας (3.39 – Ομιλία Κλέωνα)
Εκείνοι που φοβούνται εξαιτίας της καχυποψίας τους, παρασύρονται προσωρινώς από ευχάριστα λόγια, αλλά όταν φτάσει η ώρα της δράσης, ενεργούν σύμφωνα με το συμφέρον τους (6.83 – Εύφημος ο Αθηναίος στους Συρακούσιους)
Φαίνεται πως οι άνθρωποι όταν αδικούνται οργίζονται περισσότερο απ’ όταν δέχονται βία. Διότι στην πρώτη περίπτωση θεωρούν πως εξαπατήθηκαν από ισάξιό τους, ενώ στη δεύτερη υποτάσσονται σε ανώτερό τους. (1.77 – Ομιλία Αθηναίων)
Από τη φύση τους οι άνθρωποι υποχωρούν ευκολότερα σε έναν μετριοπαθή εχθρό και αγωνίζονται πεισματικά εναντίον εκείνου που είναι ανένδοτος, ακόμα κι αν αυτό είναι παράλογο. (4.19 – πρέσβεις των Σπαρτιατών)
Η λήψη αποφάσεων
Στη λήψη ορθών αποφάσεων δύο είναι πιο βλαπτικά στοιχεία: η βιασύνη και η οργή. Η πρώτη συντροφεύεται από την ανοησία και η δεύτερη από την αμορφωσιά και την στενομυαλιά. (3.42 – Ομιλία Διοδότου)
Ο καλός πολίτης δεν πρέπει να εκφοβίζει εκείνους που έχουν αντίθετη γνώμη, αλλά να τους κερδίζει με επιχειρήματα. (3.42 – Ομιλία Διόδοτου)
Εκεί όπου προβλέπονται σπουδαία βραβεία για την ανδρεία, εκεί βρίσκονται οι άριστοι πολίτες. (2.46 – Επιτάφιος λόγος Περικλή)
«Εκείνος που γνωρίζει τι πρέπει να κάνει, αλλά δεν είναι ικανός να το εξηγήσει σαφώς στους άλλους, είναι σαν να μην έχει σκεφτεί τίποτα.
Εκείνος που έχει και τα δύο, αλλά δεν αγαπά την πατρίδα του, επίσης δεν μπορεί να συμβουλέψει ορθά.
Αν αγαπά και την πατρίδα του, αλλά δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο χρήμα, για να το κερδίσει, μπορεί να πουλήσει τα πάντα.» (2.60 – Ομιλία Περικλή)
Η νεότητα και το γήρας, χωριστά το ένα απ’ το άλλο δεν κατορθώνουν τίποτα. Η δύναμη προέρχεται από την ανάμειξη της κρίσης του ανώριμου, του μέσου και του ακριβούς. (6.18 – Αλκιβιάδης στην Εκκλησία του Δήμου)
Θουκυδίδης
Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο της Αθήνας, αλλά καταγόταν από τη Θράκη, όπου διέθετε μεγάλη πατρική περιουσία (κτήματα και χρυσωρυχεία). Ήταν συγγενής του ήρωα του Μαραθώνα, Μιλτιάδη και του Κίμωνα. Όταν ήταν 30 περίπου ετών, στα πρώτα χρόνια του πολέμου που περιγράφει, προσβλήθηκε και από τον μεγάλο λοιμό που οδήγησε στον θάνατο το 25% του πληθυσμού της Αθήνας. Ευτυχώς, ήταν από τους τυχερούς και επέζησε. Το 424 π.Χ, όταν, ως στρατηγός, απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη από τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι τον εξόρισαν.
Μεγάλη τύχη για εμάς, διότι στα είκοσι χρόνια της εξορίας του είχε όλο τον χρόνο να ταξιδέψει και να γράψει την πολύτιμη ιστορία του. Σύμφωνα με την παράδοση πέθανε, μάλλον από κάποια ασθένεια, το 399 π.Χ, τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο Σωκράτης και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος. Το πιθανότερο όμως είναι πως πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ δούλευε ακόμα το βιβλίο του.
Η τελευταία φράση που έγραψε ήταν «Όταν τελειώσει ο χειμώνας, μετά από αυτό το καλοκαίρι, ολοκληρώνεται το 21ο έτος του πολέμου». Δεν πρόλαβε να περιγράψει εκείνον τον χειμώνα, τον οποίο μαζί με τα υπόλοιπα έξι χρόνια του πολέμου περιγράφει στην ιστορία του ο Ξενοφών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου