''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Έχει την δική του ύλη ο κόσμος στον οποίο ζουν τα Πνεύματα

Οι εμφανίσεις πνευμάτων στούς αγίους της Εκκλησίας είναι απολύτως όμοιες μέ τίς εμφανίσεις πού περιγράφονται στη Γραφή. Αποδεικνύεται κι άπ’ αυτές ότι τά πνεύματα έχουν κάποιαν υλικότητα, την εξωτερική μορφή καί τά μέλη τών ανθρώπων, την ικανότητα να μιλούν, άλλά καί να κλαίνε καί να γελούν όπως οι άνθρωποι.

Αποδεικνύεται, επίσης, ότι ό κόσμος στον οποίο ζουν τά πνεύματα, κόσμος αόρατος σ’ εμάς, έχει τή δική του ύλη καί ότι τά πνεύματα βρίσκονται σε συνάφεια μ’ αυτή την ύλη, εξαρτώνται από τόν χώρο καί τόν χρόνο, έχουν κινητικότητα. Θα παραθέσουμε στη συνέχεια μερικά παραδείγματα από τούς βίους τών άγίων.

Η αγία όσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή (2ος αϊ.), καταπληγωμένη από τά βασανιστήρια καί αλυσοδεμένη, βρισκόταν στη φυλακή γιά την πίστη της στον Χριστό. Ήταν μεσάνυχτα καί ή αγία προσευχόταν, όταν της παρουσιάστηκε ένας άγγελος τού Θεού, έχοντας στα χέρια του τά όργανα τών παθημάτων τού Χριστού: σταυρό, καλάμι, σφουγγάρι καί στεφάνι.

Αφού την έλυσε, της είπε να σηκωθεί καί της γνωστοποίησε ότι ό Κύριος θα τή θεράπευε. Πράγματι, μόλις εκείνη σηκώθηκε, ό άγγελος άγγιξε όλες τίς πληγές της μέ τό σφουγγάρι, καί τότε όχι μόνο τό σώμα της θεραπεύθηκε, άλλά καί τό πρόσωπό της έλαμψε από εξαίσια ομορφιά. "Υστερ’ άπ’ αυτό, ο άγγελος έγινε άφαντος . Και ο τρόπος και η αμεσότητα της θεραπείας είναι ασύλληπτα καί ανεξήγητα από τόν ανθρώπινο νου. Προφανώς, όμως, τό μέσο της θεραπείας ήταν υλικό.

Ό όσιος Τίτος ό πρεσβύτερος της Μονής τών Σπηλαίων τού Κιέβου (12ος αϊ.) ήταν ετοιμοθάνατος. Οι πατέρες, έπειτα από παράκλησή του, οδήγησαν στο κρεβάτι του τόν διάκονο Εύάγριο, μέ τόν όποιο βρισκόταν σε έχθρα, γιά να συγχωρεθούν καί να συμφιλιωθούν. Μόλις τόν είδε ό όσιος, ανασηκώθηκε, έσκυψε προς τό μέρος του καί τόν παρακάλεσε μέ δάκρυα:
— Συγχώρεσε με! Φεύγω άπ’ αυτόν τόν κόσμο!
Μα ό διάκονος αρνήθηκε να συγχωρέσει τόν αδελφό του. Γύρισε άλλου τό πρόσωπό του καί ξεστόμισε μπροστά σε όλους τά φοβερά τούτα λόγια:
— Ποτέ δεν θα συμφιλιωθώ μαζί του, ούτε σ’ αυτή τή ζωή ούτε στήν άλλη!

Την ίδια στιγμή, όμως, έπεσε κάτω νεκρός, ενώ ό ετοιμοθάνατος πρεσβύτερος σηκώθηκε εντελώς υγιής, σάν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ! Στους κατάπληκτους αδελφούς ό όσιος Τίτος διηγήθηκε τί τού είχε αποκαλυφθεί:
— Καθώς βρισκόμουν στήν επιθανάτια κλίνη, χωρίς να έχω συμφιλιωθεί μέ τόν Εύάγριο, άγγελοι μέ πλησίασαν, άλλά έφυγαν αμέσως από κοντά μου, κλαίγοντας γιά τόν χαμό της ψυχής μου. Απεναντίας, οι δαίμονες ήρθαν καί έμειναν δίπλα μου, χαρούμενοι πού θα κέρδιζαν την ψυχή μου εξαιτίας της οργής καί της μνησικακίας. Τότε ήταν πού σάς παρακάλεσα να φέρετε τόν αδελφό, γιά να συγχωρεθούμε. Όταν, όμως, έσκυψα, ζητώντας του συγχώρηση, κι εκείνος γύρισε αλλού τό πρόσωπό του, είδα ξαφνικά δίπλα μου έναν άγγελο φοβερό μέ πύρινο ακόντιο στο χέρι. Μ’ αυτό τρύπησε τόν Εύάγριο, πού έπεσε νεκρός. Ύστερα άπλωσε τό άλλο του χέρι σ’ εμένα καί μέ σήκωσε. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκα γερός καί δυνατός. Είχα θεραπευτεί θαυματουργικά.

Γιά τή θανάτωση του Εύαγρίου χρησιμοποιήθηκε μέσο υλικό, μολονότι αόρατο στα ανθρώπινα μάτια.
Πρέπει να σημειωθεί έδώ ότι καί οι δαίμονες, όπως οι άγγελοι, μπορούν να προκαλέσουν τόν θάνατο. Ό όσιος Ευθύμιος ό Μέγας διηγήθηκε γιά κάποιον υποκριτή πού βασανίστηκε καί θανατώθηκε από δαίμονα μέ πύρινη τρίαινα.
Κλαίνε, επίσης, οι δαίμονες. Έκλαιγαν, όταν ό όσιος Μακάριος ό Μέγας ξέφυγε από τά χέρια τους καί πέρασε τίς πύλες του ουρανού.

Ό άγιος Αμφιλόχιος, επίσκοπος Ικονίου, φίλος του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, χειροτονήθηκε από άγγέλους. Σαράντα χρόνια είχε συμπληρώσει στήν άσκηση, σ’ έναν έρημο τόπο της Λυκαονίας, όταν κοιμήθηκε ό τότε επίσκοπος Ικονίου Ιωάννης. Έστειλε τότε νύχτα ό Θεός έναν άγγελό Του στον Άμφιλόχιο καί του μήνυσε:
— Άμφιλόχιε, να πας στη μητρόπολη των Ίκονιέων καί να γίνεις ποιμένας των λογικών της προβάτων!
Ό άγιος, όμως, δεν αποφάσιζε να εκτελέσει τή θεία εντολή, επειδή φοβόταν μήπως ήταν δαιμονική απάτη. Ό άγγελος ήρθε καί την επόμενη νύχτα μέ τό ίδιο μήνυμα, αλλά καί πάλι ό άγιος δεν ανταποκρίθηκε. Τέλος, την τρίτη νύχτα, ό άγγελος του είπε:
— Μην εναντιώνεσαι στη θεϊκή προσταγή, Αμφιλόχιε, γιατί ή χάρη του Αγίου Πνεύματος σε ψήφισε επίσκοπο.

Ό άγιος, γιά να διαπιστώσει αν ήταν πράγματι άγγελος, του ζήτησε να προσευχηθούν μαζί. Καί δίαν τό έκαναν, ό άγγελος τόν πήρε από τό χέρι καί τόν έφερε στην εκκλησία. Οι πόρτες άνοίχθηκαν αμέσως μπροστά τους, όπως κάποτε οι πύλες της Ιερουσαλήμ μπροστά στον Απόστολο Πέτρο. Μόλις βρέθηκαν μέσα στον ναό, ένα ουράνιο φως καταύγασε ολόκληρο τόν χώρο. Ξαφνικά παρουσιάστηκαν πολλοί λευκοντυμένοι άνδρες, πού πήραν τόν Άμφιλόχιο στο άγιο Βήμα καί τού έβαλαν στα χέρια ένα Ευαγγέλιο, λέγοντάς του:
— Ό Θεός ας είναι μαζί σου!
Ένας άπ’ αυτούς, πού φαινόταν σάν αρχηγός τους, καθώς ξεπερνούσε όλους τούς άλλους σε μεγαλοπρέπεια καί φωτεινότατα, είπε μεγαλόφωνα:
— Άς κάνουμε προσευχή, γιά να τόν επισκιάσει ή χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Αφού προσευχήθηκαν, στράφηκαν πάλι στον Άμφιλόχιο.
— Ειρήνη σ’ εσένα! τού είπαν κι έγιναν άφαντοι.

Ό όσιος Ποιμήν ό ασθενής (12ος αί.), μοναχός της Λαύρας τών Σπηλαίων του Κιέβου, έγινε μοναχός από άγγέλους. Ό όσιος Ποιμήν ήταν από μικρός πολύ φιλάσθενος. Όταν έφτασε σε νεανική ηλικία, άρχισε να παρακαλεί τούς γονείς του να τόν πάνε στο μοναστήρι, γιατί ήθελε να γίνει μοναχός. Εκείνοι, όμως, ούτε να τό ακούσουν δεν ήθελαν. Κάποτε ό νέος αρρώστησε πιο βαριά από κάθε άλλη φορά. Τό σώμα του γέμισε πληγές καί οι γιατροί δεν μπορούσαν να τόν θεραπεύσουν. 05 γονείς του, άπελπισμένοι γιά τή ζωή του, τόν σήκωσαν στα χέρια καί τόν έφεραν στη Λαύρα τών Σπηλαίων, ικετεύοντας μέ δάκρυα ιούς μοναχούς να προσευχηθούν γιά τή θεραπεία του. Πράγματι, οι πατέρες έκαναν εκτενείς προσευχές γιά την ανάρρωση τού νέου, άλλά δεν εισακούστηκαν από τόν Θεό, ό όποιος είχε άλλο σχέδιο γιά τόν εκλεκτό Του.

Ό πατέρας καί ή μητέρα του βρίσκονταν συνεχώς δίπλα του, καθώς φοβούνταν μήπως, αν έφευγαν, έπειθε τούς πατέρες να τόν κουρέψουν καλόγερο, όπως ποθούσε. Μια νύχτα, καθώς εκείνος αγρυπνούσε μέ μυστικές προσευχές στο κρεβάτι τού πόνου καί οι γονείς του κοιμόντουσαν λίγο πιο πέρα, ολόφωτοι άγγελοι μέ τή μορφή πανέμορφων νέων κύκλωσαν ξαφνικά τό κρεβάτι του. Πίσω τους ήταν άλλοι, πού έμοιαζαν μέ τόν ηγούμενο καί τούς πατέρες της λαύρας. Στα χέρια τους κρατούσαν αλλά όσα απαιτούνται γιά τή μοναχική κουρά: ψαλίδι, σταυρό, κερί, Ευαγγέλιο, τρίχινο ζωστικό, μανδύα, κουκούλι...
— Θέλεις να σε κείρουμε μοναχό; ρώτησαν τόν άρρωστο νέο.
— Καί βέβαια θέλω! αποκρίθηκε εκείνος χαρούμενα Ό Θεός σάς έστειλε, κύριοί μου, γιά να εκπληρώσετε τόν πόθο της καρδιάς μου.
Άρχισαν αμέσως την άκολουθία της κουράς, πού την τέλεσαν όλη σύμφωνα μέ την προβλεπόμενη τάξη. Τόν ονόμασαν Ποιμένα καί τού έβαλαν στα χέρια μιαν αναμμένη λαμπάδα
— Σαράντα μερόνυχτα θ’ ανάβει ή λαμπάδα σου, αδελφέ Ποιμήν, τού είπαν. Όλη σου ή ζωή θα είναι ένα διαρκές μαρτύριο από την αρρώστια Μέ την υπομονή σου θα κερδίσεις την ουράνια βασιλεία. Να θυμάσαι ότι λίγο πριν από την κοίμησή σου θα αποκατασταθεί ή υγεία σου. Αυτό θα είναι τό σημάδι πού θα σου δείξει ότι πλησιάζει τό τέλος σου.

Οι άγγελοι αποχαιρέτησαν τόν όσιο μέ ιόν συνήθη μοναχικό ασπασμό καί έφυγαν, παίρνοντας τά κομμένα μαλλιά του μέσα σ’ ένα μαντήλι. Περνώντας από την εκκλησία, άφησαν τό μαντήλι πάνω στον τάφο του οσίου Θεοδοσίου. Στο μεταξύ, οι μοναχοί των πιο κοντινών κελιών, ακούγοντας τίς ψαλμωδίες, νόμισαν ότι ό ηγούμενος μέ μερικούς πατέρες έκειρε τόν άρρωστο ή ότι αυτός είχε αποβιώσει καί τού έκαναν Τρισάγιο. Όταν ήρθαν, όμως, βρήκαν τούς γονείς τού οσίου να συνεχίζουν τόν ύπνο τους καί τόν ίδιο να κείτεται στο κρεβάτι του ξύπνιος καί χαρούμενος, ντυμένος μέ μοναχικά ενδύματα.
— Τί έγινε, αδελφέ; τόν ρώτησαν. Ποιος σε κούρεψε μοναχό; Τί ψαλμωδίες ήταν αυτές πού ακούσαμε εμείς, ένώ ο! γονείς σου, πού κοιμούνται έδώ μέσα, δεν τίς ακόυσαν;
— Ό ηγούμενος μαζί μέ κάποιους αδελφούς καί μερικούς πανέμορφους νέους ήρθαν έδώ, μέ έκειραν καί μου έδωσαν τό όνομα Ποιμήν, είπε ό όσιος. Εκείνοι ήταν πού έψαλλαν. Μου έβαλαν στα χέρια κι αυτή τή λαμπάδα. Είπαν ότι θ’ ανάβει σαράντα μερόνυχτα. Τά μαλλιά μου τά τύλιξαν σ’ ένα μαντήλι καί, όπως άκουσα, θα τά πήγαιναν στήν εκκλησία
0ι μοναχοί έτρεξαν στήν εκκλησία, άλλά τή βρήκαν κλειστή. Ξύπνησαν τούς εκκλησιαστικούς καί τούς ρώτησαν:
— Μήπως μπήκε κανένας στήν εκκλησία μετά τό Απόδειπνο;
— Όχι, απάντησαν. Όταν την κλειδώσαμε, ήταν άδεια καί κανείς δεν άνοιξε μετά.
Ειδοποίησαν τότε τόν ηγούμενο, ό οποίος, όταν πληροφορήθηκε τί είχε συμβεί, πρόσταξε ν’ ανοίξουν την εκκλησία. Σε λίγο όλοι αντίκρισαν τό μαντήλι μέ τά μαλλιά του νεόκουρου μοναχού πάνω στον τάφο τού οσίου Θεοδοσίου. Ενδελεχής έρευνα, πού άκολούθησε, απέδειξε ότι ό όσιος δεν είχε καρεϊ από πατέρες της λαύρας. Τελικά όλοι πείστηκαν πώς είχε γίνει θεία επέμβαση. Ολοφάνερα αποδεικτικά στοιχεία ήταν τόσο τό μαντήλι μέ τά μαλλιά, πού βρέθηκε μέσα στήν κλειδωμένη εκκλησία, όσο καί ή λαμπάδα, πού παρέμεινε αναμμένη, χωρίς να λιώνει τό κερί, γιά σαράντα εικοσιτετράωρα.

Ό όσιος Ποιμήν πέρασε τά υπόλοιπα είκοσι χρόνια της ζωής του στο κρεβάτι τού πόνου. Κοιμήθηκε όσιακά, αφού προηγουμένως έγινε τελείως καλά, όπως του είχαν πει οι άγγελοι.
Στήν ίδια λαύρα έζησε καί ό όσιος Αλύπιος ό εικονογράφος (12ος αΐ). Κάποιος ευσεβής χριστιανός είχε παραγγείλει στον όσιο μία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Την είχε τάξει στήν Παναγία γιά τό πανηγύρι της, στις 15 Αυγούστου, καί παρακάλεσε να είναι έτοιμη εγκαίρως. Αλλά σε λίγες μέρες ό όσιος αρρώστησε βαριά. "Έτσι ήταν αδύνατο να ζωγραφίσει την εικόνα. Ό χριστιανός, πού την είχε παραγγείλει, επισκέφτηκε λυπημένος τόν άρρωστο γέροντα καί τόν παρακάλεσε να κάνει δ, τι περνούσε από τό χέρι του, προ- κειμένου να είναι έτοιμη στη γιορτή της Κοιμήσεως.
— Να έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό καί στήν πρόνοιά Του, τού είπε ό όσιος. Την ημέρα της γιορτής ή εικόνα θα βρίσκεται στη θέση της, στήν εκκλησία.
Ωστόσο, όταν ό χριστιανός ήρθε την παραμονή της γιορτής γιά να πάρει την εικόνα, διαπίστωσε πώς δεν ήταν έτοιμη, καθώς ή κατάσταση του αρρώστου είχε επιδεινωθεί.
— Γιατί, πάτερ, δεν με ειδοποίησες ότι δεν θα μπορούσες να φτιάξεις την εικόνα, παραπονέθηκε, ώστε να βρω άλλον αγιογράφο; "Έχω υποσχεθεί να την πάω αύριο στην εκκλησία. Τί θα κάνω τώρα;
— Παιδί μου, αποκρίθηκε με πραότητα ό όσιος, εγώ ήδη αναχωρώ άπ’ αυτόν τόν κόσμο, όπως μου φανέρωσε ό Θεός. Εσένα, όμως, δεν θα σε αφήσω λυπημένο. Να ξέρεις πώς ό Κύριος μπορεί μ’ έναν Του λόγο μόνο να ζωγραφίσει την εικόνα της Μητέρας Του.

Παρά τή διαβεβαίωση τού αγίου, όμως, ό χριστιανός έφυγε συγχυσμένος. Μετά την αναχώρηση του, μπήκε στο κελί ένας άγνωστος φωτεινός νέος. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο καί άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σιωπηλός. Γιά μια στιγμή ό γέροντας νόμισε πώς ήταν κάποιος εικονογράφος σταλμένος από τόν χριστιανό πού είχε παραγγείλει την εικόνα. Αλλά ή υπερκόσμια λαμπρότητά του, ή εκπληκτική ταχύτητα μέ την οποία δούλευε τά χρώματα καί ή τελειότητα της εργασίας του τόν έπεισαν πώς ήταν άγγελος τού Θεού. Σε τρεις ώρες είχε τελειώσει! Τότε μόνο γύρισε καί μίλησε στον όσιο.
— Πάτερ, του είπε, μήπως λείπει τίποτε από την εικόνα; Μήπως έκανα κανένα λάθος;
Συγκλονισμένος εκείνος, αποκρίθηκε:
— Όχι, άγγελε του Θεού! Υπέροχη την έκανες την εικόνα, μέ τή βοήθεια του Κυρίου σου.

Τότε ό ουράνιος ζωγράφος πήρε στα χέρια του την εικόνα κι έγινε άφαντος.
Στο μεταξύ, ό χριστιανός, πού την είχε παραγγείλει, δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη τή νύχτα Πρωί-πρωί σηκώθηκε μέ βαριά καρδιά καί κίνησε γιά την εκκλησία Καθώς ήταν ό πρώτος πού έφτασε εκεί, θα μπορούσε ανενόχλητος να κλάψει, αφήνοντας τή λύπη του να ξεχυθεί μπροστά στον Θεό. Μπαίνοντας, όμως, στον ναό, τί να δει! Ή εικόνα, εξαίσια καί λαμπερή, ήταν τοποθετημένη στο προσκυνητάρι της! Τότε μέ δέος θυμήθηκε τή διαβεβαίωση τού οσίου Αλυπίου ότι ή εικόνα θα ήταν έτοιμη στη γιορτή της Παναγίας. "Έπεσε καταγής καί την προσκύνησε, τρέμοντας από συγκίνηση. Μετά τή Λειτουργία έτρεξε στη Λαύρα τών Σπηλαίων καί διηγήθηκε στον ηγούμενο τό θαύμα. Μαζί πήγαν στο κελί τού οσίου Αλυπίου, τόν όποιο βρήκαν στα τελευταία του. Μόλις πού πρόλαβε, πριν παραδώσει ειρηνικά τό πνεύμα του στον Κύριο, να τούς εξηγήσει πώς είχε ζωγραφιστεί ή εικόνα:
— Άγγελος του Θεού την έφτιαξε. Αυτός, επίσης, την πήγε στήν εκκλησία. Καί να! Ό ίδιος άγγελος στέκεται τώρα εδώ, δίπλα μου, περιμένοντας εντολή από τόν Κύριο γιά να πάρει την ψυχή μου.
Καί μέ τά λόγια αυτά κοιμήθηκε.

Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

http://apantaortodoxias.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου