Τό πνεῦμα τοῦ ᾽40. Ἄλλοτε καί τώρα
Μοναχός Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης Δρ Θ., Πτ. Φ.Μέρος Α´ Ἱστορικόν
Μεγάλη ὑποχρέωση αἰσθανόμαστε ἀπέναντι στούς ἥρωες, πού πολέμησαν τό 1940 καί στή συνέχεια γιά νά εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα ἐλεύθεροι καί γιά νά μποροῦν καί κάποιοι αὐτούς τούς ἥρωες νά τούς ἀμφισβητοῦν ἤ καί νά τούς ὑβρίζουν ἀπό τήν ἀσφάλεια καί τή ζεστασιά τοῦ καναπέ τους.
Κάθε ἑλληνική ψυχή ὅμως αἰσθάνεται τό χρέος νά πεῖ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ καί νά ἀποδώσει τήν ἐποφειλομένη σ᾽ αὐτούς τιμή, τούς πατεράδες καί παπποῦδες τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων, πού ἀνέβασαν τήν Ἑλλάδα στό ὑψηλότερο βάθρο τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας.
Εἶναι γνωστοί οἱ διθυραμβικοί ἔπαινοι πρός τούς ἥρωες αὐτούς καί τήν Ἑλλάδα, πού τούς ἀνέδειξε.
Ἔπαινοι ἀπό ἐχθρούς καί φίλους. Ἀναφέρουμε μόνον τήν παραδοχή τοῦ Ἀδόλφου Χίτλερ, ὁ ὁποῖος μιλώντας στή Γερμανική Βουλή (Ράιχσταγκ) στίς 4 Μαΐου 1941 εἶπε καί τά ἑξῆς: «Ἡ ἱστορική δικαιοσύνη μέ ὑποχρεώνει νά διαπιστώσω ὅτι ἀπ᾽ ὅλους τούς ἀντιπάλους μας ὁ Ἕλληνας στρατιώτης ἰδίως ἐπολέμησε μέ ὕψιστο ἡρωϊσμό καί αὐτοθυσία... Συνθηκολόγησε μόνον, ὅταν ἡ συνέχιση τῆς ἀντίστασης δέν ἦταν πλέον δυνατή καί δέν εἶχε κανένα λόγο».
Καί ἀπό τούς φίλους: Τό γνωστό τοῦ Ουΐνστον Τσῶρτσιλ: «Ὥς τώρα λέγαμε ὅτι οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν σάν ἥρωες. Ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς θά λέμε ὅτι οἱ ἥρωες πολεμοῦν σάν Ἕλληνες!» Ἐξ ἄλλου ὁ ραδιοφωνικός σταθμός τῆς Μόσχας μετέδιδε: «Πολεμήσατε ἄοπλοι ἐναντίον πανόπλων καί νικήσατε, μικροί ἐναντίον μεγάλων κι ἐπικρατήσατε. Δέν ἦταν δυνατόν νά γίνει διαφορετικά, διότι εἶσθε Ἕλληνες. Κερδίσαμε χρόνο, γιά νά ἀμυνθοῦμε. Ὡς Ρῶσοι καί ὡς ἄνθρωποι σᾶς εὐγνωμονοῦμε».
Ποιό ἦταν ὅμως τό πνεῦμα τοῦ 40, μιά καί αὐτός εἶναι ὁ τίτλος τῆς ἀποψινῆς μας ὁμιλίας;
Τό πνεῦμα τοῦ ᾽40, ἴδιο καί ἀπαράλλακτο μέ τό ἀθάνατο κρασί τοῦ ᾽21, μέ τό ὁποῖο ὁ μεγάλος μας Κωστῆς Παλαμᾶς προέτρεπε τήν ἑλληνική νεολαία νά μεθύσει («Τοῦτο τόν λόγο θά σᾶς πῶ, δέν ἔχω ἄλλον κανένα. Μεθύστε μέ τό ἀθάνατο κρασί τοῦ ᾽21») εἶναι τό διαχρονικό πνεῦμα καί ἦθος τῆς μακραίωνης ἱστορικῆς μας συνέχειας: Ὁ ἔρωτας καί ὁ ἀγώνας γιά τήν ἐλευθερία καί τό δίκαιο καί αὐτά μέ βάση τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί στήν πατρίδα καί στίς ἄλλες πολυτίμητες διαχρονικές μας ἀξίες: τό φιλότιμο, τήν λεβεντιά, τήν οἰκογένεια, τήν παράδοση, τό κοινοτικό πνεῦμα καί τόσα ἄλλα ἀκόμη.
Δίνουμε μερικά χαρακτηριστικά δείγματα αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, ὅπως ἐκφράσθηκε τό ᾽40-41, στόν τιτάνιο ἀγώνα ἑνός μικροῦ λαοῦ ἀπέναντι σέ δύο σιδηρόφρακτες αὐτοκρατορίες, τήν Ἰταλία πρῶτα καί τή Γερμανία στή συνέχεια.
Διαβάζουμε στόν τόμο Μαρτυρίες 1940-44: «Πρός τόν κ. Πρόεδρο τῆς Κυβερνήσεως ἀπεστάλη τό κάτωθι τηλεγράφημα... “Στερούμενος χρημάτων ἵνα προσφέρω διά τάς πολεμικάς ἀνάγκας τῆς πατρίδος μας, προσφέρω τό χωράφι μου, κείμενον εἰς θέσιν Βάρικο, χωρίον Λιόπεσι Ἠπείρου, ἐκ στρεμμάτων 22. Παρακαλῶ εὐλαβῶς δεχθῆτε μόνην δυνατήν προσφοράν μου”, ἐφ.Ἡ Πρωΐα, 10.11.1940». ἐν: Μαρτυρίες 40-44, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1988, σ. 29).
Καί ἀπό τό ἀφυπνιστικό ἄρθρο τοῦ φίλου δασκάλου Δημήτρη Νατσιοῦ «Τό ᾽40 στά σχολικά βιβλία Γλώσσας: δειλία, ἡττοπάθεια καί διασυρμός τοῦ Ἔπους!!», τό ὁποῖο ἐμπεριέχεται στό βιβλίο του Τά ἄθεα γράμματα καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους, ἐκδ. Ἱ. Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, Γουμένισσα Κιλκίς, δανείζομαι τό ἀκόλουθο συγκινητικό περιστατικό: «Στόν πανηγυρικό λόγο πού ἐκφώνησε στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, στίς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1960, ὁ μεγάλος μας λογοτέχνης Στρατῆς Μυριβήλης, μεταξύ τῶν ἄλλων σπουδαίων ἀνέφερε καί ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, πού διαδραματίστηκε, ὄχι “στό διάσελο τῆς Ἱστορίας” (Βρεττάκος), στίς ἀετορράχες τῆς Πίνδου, ἀλλά στά μετόπισθεν, ὅπου ὁ ἀπόλεμος πληθυσμός τῆς πατρίδας μας συναγωνιζόταν τήν ἀνδρεία τῶν μαχητῶν. Τό μεταφέρω:
Εἶχε ὀργανωθῆ, κατά τή διάρκεια τοῦ ἀγῶνα ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος, ἀπ᾽ τόν Ἐρυθρό Σταυρό τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα καί ἕναν φίλο γιατρό, σ᾽ αὐτή τήν ὑπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου νά τόν δῶ καί νά τά ποῦμε. Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρά κάθε μέρα γιά νά δώση τό αἷμα του γιά τούς τραυματίες μας. ῏Ηταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά πού περίμεναν τή σειρά τους. Μιά μέρα, λοιπόν, ὁ ἐπί τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στήν σειρά τῶν αἱμοδοτῶν πού περίμεναν, νά στέκεται καί ἕνα γεροντάκι.
− Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλεις ἐδῶ;
Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:
− Ἦρθα κι ἐγώ, γιατρέ, νά δώσω αἷμα.
Ὁ γιατρός τόν κοίταξε αὐστηρά μέ ἀπορία καί συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τό δισταγμό του. Ἡ φωνή του ἔγινε πιό ζωηρή.
− Μή μέ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τό αἷμα μου εἶναι καθαρό, καί ἀκόμα ποτές μου δέν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καί οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πώς οἱ δύο πῆγαν ἀπό αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στή γυναῖκα μου, θά ᾽ναι κι ἄλλοι πατεράδες, πού μπορεῖ νά χάσουν τά παλληκάρια τους, γιατί δέ θά ᾽χουν οἱ γιατροί μας αἷμα νά τούς δώσουν. Νά πάω νά δώσω κι ἐγώ τό δικό μου. Ἄιντε, πήγαινε, γέρο μου, μοῦ εἶπε, κι ἄς εἶναι γιά τήν ψυχή τῶν παιδιῶν μας. Καί ἐγώ σηκώθηκα κι ἦρθα (Ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940, Πανηγυρικοί λόγοι ἀκαδημαϊκῶν, ἐπιμέλεια Πέτρος Χάρης, Ἀθήνα 1978, σ. 322)» (Δημήτρη Νατσιοῦ, ἐνθ᾽ ἀνωτ. σσ. 199-200).
Αὐτό ἤτανε τό πνεῦμα τοῦ ᾽40. Καί ὅπως διαβάζουμε ἀλλοῦ: «...Τό ἔπος τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου μπορεῖ νά γράφτηκε στίς γραμμές τοῦ μετώπου, ἀλλά ἴσως τίποτε νά μήν ἦταν ἴδιο χωρίς τή συγκινητική συνεισφορά τῶν "ἄοπλων μαχητῶν" τῆς ὀπισθοφυλακῆς» (ἐφημ. Ἐλεύθερος Τύπος,Ὀκτώβριος 2011, ἀφιέρωμα στό ἔπος τοῦ ᾽40).
Πόσα ἀλήθεια θά εἶχε νά πεῖ κανείς καί νά γράψει γι᾽ αὐτούς τούς «ἄοπλους μαχητές» μέ κορυφαῖες τίς ἡρωίδες γυναῖκες τῆς Πίνδου, πού μετέφεραν πυρομαχικά στήν πρώτη γραμμή ἀψηφώντας τόν χιονιά στά περήφανα βουνά τῆς Ἠπείρου.
Ἐκεῖ φάνηκε ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς ἑλληνικῆ ψυχῆς, στήν Πίνδο καί στή Βόρειο Ἤπειρό μας.
Καί γιά νά θυμηθοῦμε οἱ παλαιότεροι καί νά μαθαίνουν οἱ νεώτεροι, γιατί πλέον τά ἐμβατήρια τῶν ἐνόπλων μας δυνάμεων παιανίζονται χωρίς νά συνοδεύονται ἀπό λόγια, ἄς ἀκούσουμε τό θρυλικό ἐμβατήριο γιά «τοῦ Δαβάκη τ᾽ ἄξια παλληκάρια».
Η ΠΙΝΔΟΣ ΜΑΣ
Πάνω ᾽κεῖ στῆς Πίνδου μας τίς κορφές,
πού θαρρεῖς τ᾽ ἀστέρια φιλοῦνε,
τῆς Πατρίδος λίγες ἁγνές μορφές,
τά πυκνά σκοτάδια ἐρευνοῦν.
Τῆς Πατρίδος πάντα πιστοί φρουροί
τόν ἐχθρό νἀρθῆ καρτεροῦνε,
τόν ἐχθρό πού πίστευε πώς μπορεῖ
στήν Ἑλλάδα νικητής νά μπῆ.
Ἡ νύχτα φεύγει, σβήνουν τ᾽ ἀστέρια
τ᾽ ἀγρίμια πᾶνε νά κρυφτοῦν,
μά τοῦ Δαβάκη μας τά ξεφτέρια
δέν θέ νά πᾶν ν᾽ ἀναπαυθοῦν.
Ἐχθροί μιλιούνια, ντροπή αἰώνια,
τ᾽ ἅγια μας σύνορα πατοῦν
καί μέ τουφέκια καί μέ κανόνια
σίδερο καί φωτιά σκορποῦν.
Εἰς τήν Πίνδο τραγουδᾶνε
τοῦ Δαβάκη τ᾽ ἄξια παλληκάρια
κι ὅλο δόξες ἀντηχοῦνε τ᾽ ἄλλα τά βουνά.
Τήν Ἑλλάδα μας ὑμνοῦνε
καί τ᾽ ἀνδρειωμένα της βλαστάρια,
πού τόν κάθ᾽ ἐχθρό νικοῦνε,
σάν παντοτεινά.
Καί γιά νά θυμηθοῦμε καί τόν νομπελίστα μας Ὀδυσσέα Ἐλύτη, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ὡς ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγός στόν πόλεμο τοῦ ᾽40 καί ἀπό ἐκεῖ ἐμπνεύσθηκε τόσο τό ἀριστούργημά του «Ἄξιόν Ἐστι» (1959), ὅσο καί τό «Ἄσμα ἡρωικό καί πένθιμο στόν χαμένο ἀνθυπολοχαγό τῆς Ἀλβανίας». Εἶναι γνωστοί οἱ στίχοι τοῦ «Ἄξιόν Ἐστι»: «Μνήμη τοῦ λαοῦ μου σέ λένε Πίνδο καί σέ λένε Ἄθω» καί λίγο παρακάτω:
«Τά θεμέλιά μου στά βουνά
καί τά βουνά σηκώνουν οἱ λαοί στόν ὦμο τους
καί πάνω τους ἡ μνήμη καίει
ἄκαυτη βάτος!».
Αὐτά εἶναι τά ὁρόσημα τῆς Ἱστορίας μας. Σέ λένε Πίνδο καί σέ λένε Ἄθω. Οἱ δύο φτεροῦγες τῆς Ρωμιοσύνης, μέ τίς ὁποῖες πετᾶ ψηλά: Ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα καί τήν ἐλευθερία «Σέ λένε Πίνδο» καί ἡ ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί τήν Κυρά τήν Παναγιά «Σέ λένε Ἄθω», τήν ὑπέρμαχο στρατηγό τοῦ Γένους, τήν ὁποία ὄχι μόνον οἱ Ἕλληνες μαχητές, ὑπερασπιστές τοῦ πατρίου ἐδάφους, ἀλλά καί οἱ θρασύτατοι Ἰταλοί εἰσβολεῖς ἔβλεπαν πολλές φορές ὀφθαλμοφανῶς νά προηγεῖται τῶν τμημάτων καί τῆς σημαίας μας καί νά ὁδηγεῖ στή νίκη. Νά τί διαβάζουμε στό προαναφερθέν βιβλίο Μαρτυρίες 40-44ὑπό τόν τίτλο «Ἡ γυναίκα μέ τά μαῦρα»:
«Καθώς ἐνθυμοῦμαι ἕνα περιοδικό τότε ἔγραφε τά ἑξῆς. Ἰταλοί αἰχμάλωτοι συλληφθέντες ἀπό τούς Ἕλληνες ἠρώτησαν. “Ἔχετε καί γυναῖκες στό Στρατό;’’ ὄχι ἀπήντησαν οἱ δικοί μας. Καί οἱ Ἰταλοί ἠρώτησαν πάλιν. ῾῾Τότε ποιά ἦταν ἐκείνη ἡ γυναίκα μέ τά μαῦρα πού ἐπήγαινε μπροστά ἀπό τούς στρατιώτας;’’» (ἔνθ᾽ ἀνωτ. σ. 66).
Καί μέ τήν εὐκαιρία νά ποῦμε ὅτι εἶναι λάθος νά μιλοῦμε γιά ἀλβανικό ἔπος. Δέν ἦταν ἀλβανικό ἔπος, ἔπος δηλαδή καί νίκη τῶν Ἀλβανῶν(!) ἀλλά ἔπος καί νίκη τῶν Ἑλλήνων στά βουνά τῆς ἑνιαίας μας Ἠπείρου, Νοτίου καί Βορείου, ἡ ὁποία γιά τρίτη φορά τότε ἐλευθερώθηκε ἀπό τόν ἔνδοξο ἑλληνικό στρατό καί δυστυχῶς ἀκόμη σκλάβα εἶναι. Ἄς ὄψονται τά συμφέροντα καί ἡ ὑποκρισία τῶν δῆθεν φίλων καί συμμάχων μας...
Ἐπίσης νά ποῦμε ὅτι εἶναι καλύτερα νά χρησιμοποιοῦμε τίς λέξεις στρατιώτης, ὁπλίτης ἤ μαχητής καί ὄχι τήν ἰταλική λέξη φαντάρος, πού πολλές φορές ἀκοῦμε νά χρησιμοποιεῖται καί σήμερα.
Καί γιά νά ἔλθουμε καί στό γνωστό θέμα, πού ἐδημιούργησε ἡ ἐν Ἑλλάδι ἀριστερά ὅλων τῶν ἀποχρώσεων: Ποιός εἶπε τό ΟΧΙ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940;
Ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἱστορικά γεγονότα καί τίς πηγές, τό «ΟΧΙ» τό εἶπε ὁ τότε ἐθνικός κυβερνήτης Ἰωάννης Μεταξᾶς, ἐκφράζοντας ὅλους τούς Ἕλληνες.
Ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς μέ τήν στρατιωτική καί πολιτική του ἰδιοφυία εἶχε ἤδη ἀπό τίς 18 Μαρτίου 1939 πάρει τήν «φοβεράν ἀπόφασιν», ἐάν ἀπειληθεῖ ἡ Ἑλλάδα ἀπό τούς Ἰταλούς καί Γερμανούς, ὅπως καί ἔγινε, νά μπεῖ στόν πόλμο μέ τό μέρος τῆς Ἀγγλίας. «Φοβεράν ἀπόφασιν» τήν ὀνομάζει, στό προσωπικό του Ἡμερολόγιο, τό ὁποῖο ἔχει ἐκδοθεῖ (Ἰωάννου Μεταξᾶ, Ἀπομνημονεύματα, ἐκδ. Γκοβόστης, σ. ...), ἀλλ᾽ εἶναι δυστυχῶς ἐξαφανισμένο, ἐπειδή κάποιοι φοβοῦνται, προφανῶς, τήν ἱστορική ἀλήθεια. Συνεπῶς δέν ἦταν μία ἐξ ἀνάγκης ἀπόφαση τῆς στιγμῆς, τήν ὁποία ἔλαβε ὁ Μεταξᾶς στίς 3 τά μεσάνυχτα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940, φοβούμενος μήπως τόν ἀνατρέψει ὁ λαός, ἐάν ἔλεγε τό «ΝΑΙ», ὅπως τόν κατηγοροῦν οἱ πλαστογράφοσι τῆς Ἱστορίας!
Ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά πεπραγμένα του καί ἀπό τίς καταγραφές στό προσωπικό του ἡμερολόγιο, ἤδη ἀπό τό 1936, πού ἀνέλαβε τήν ἐξουσία, προετοίμασε στρατό καί λαό γιά τόν πόλεμο, πού ἔβλεπε νά ἔρχεται. Τό ἀποδεικνύει ἡ περίφημη «γραμμή Μεταξᾶ» καί οἱ δαπάνες γιά τούς ἐξοπλισμούς καί τήν ἀναδιοργάνωση τοῦ στρατοῦ. Ἐνῶ ἀπό τό 1923 μέχρι τό 1934 εἶχαν δαπανηθεῖ γιά τόν ἐξοπλισμό τοῦ Στρατοῦ μας μόνο 3.000.000.000 Δραχμές, κατά τά ἔτη 1935-1940 δαπανήθηκε γιά τόν Στρατό ξηρᾶς, μόνο ἀπό τόν προϋπολογισμό καί ἀπό τό Ταμεῖο Ἐθνικῆς Ἀμύνης, τό ἰλιγγιῶδες γιά τήν ἐποχή ἐκείνη χρηματικό ποσό τῶν 15.707.305.490 Δραχμῶν! (Κωνσταντίνου Νούσκα, ὑποστρατήγου ἐ.ἀ., Ἡ πραγματική ἀλήθεια γιά τό ἔπος τοῦ Σαράντα, ἐκδ. «Λυδία», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 49).
Ὁ Μεταξᾶς λοιπόν εἶχε πάρει τήν ἀπόφασή του ἤδη ἀπό τότε καί ἦταν σαφές ὅτι τό ἐθνικό συμφέρον ἐπέτασσε ἡ Ἑλλάδα νά εἶναι μέ τό μέρος τῆς Ἀγγλίας καί τῶν χωριῶν πού ἀντιμάχονταν τό Ἄξονα Γερμανίας-Ἰταλίας. Σημειωτέον ὅτι καί ἡ τότε κομμουνιστική Σοβιετική Ἕνωση μέ τό σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ ἦταν σύμμαχη μέ τόν Χίτλερ καί τόν Μουσολίνι. Γι᾽ αὐτό καί τό ΚΚΕ τότε προέτρεπε —χωρίς φυσικά νά βρίσκει καμμία ἀνταπόκριση— προέτρεπε τούς Ἕλληνες νά μήν πολεμήσουν τούς Ἰταλούς, χαρακτηρίζοντας ὡς «πόλεμο φασιστικό καί κατακτητικό»(!) τόν τιτάνιο ἐκεῖνον ἀγῶνα μας, πού ἄφησε ἔκθαμβη ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἀφοῦ ἡ Σοβιετική Ἕνωση δέχθηκε τήν ἐπίθεση τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας, στίς 22 Ἰουνίου τοῦ 1941, ἄλλαξε καί ἡ γραμμή τοῦ Κ.Κ.Ε.!
Διαβάζουμε στό Ἡμερολόγιο τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ, καθώς ἱστορεῖ ὁ τότε ὑπουργός Ἀμβρόσιος Τζίφος στίς «Ἀναμνήσεις» του γιά τό ὑπουργικό συμβούλιο, πού συνεκάλεσε ὁ Μεταξᾶς τά ξημερώματα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου μετά τό ἱστορικό «ΟΧΙ»: «Εἰς τό Γραφεῖον τοῦ Προέδρου ἔφθασα πρῶτος ἐκ τῶν Ὑπουργῶν. Τόν βρῆκα καθισμένο σέ μία πολυθρόνα μέ τό ὕφος ἀνθρώπου πού εἶχε βγάλει ἀπό τούς ὤμους του ἕνα τεράστιο βάρος, τοῦ ἀνθρώπου πού αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἐκτελέσει καί ἀπέναντι τῆς πατρίδος του καί ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ του τό καθῆκον του.
» Τό πρόσωπό του ἔλαμπε καί ἐφαίνετο δέκα χρόνια νεώτερος.
» Ἐν τούτοις, ἄν καί δέν μποροῦσε νά κρύψη τά συναισθήματά του, δέν θέλησε νά προβῆ σέ ἀνακοινώσεις προτοῦ συγκεντρωθοῦμε ὅλοι.
» Ἐν τῷ μεταξύ ἔφθασαν καί οἱ ἄλλοι Ὑπουργοί καί κατά τάς 4.15´ συγκεντρωθήκαμε ὅλοι στήν αἴθουσα τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου». (Ἀπο-μνημονεύματα, ἔνθ᾽ ἀνωτ., τ. Δ´, μέρος Β´, σ. 747.
Σημειωτέον ὅτι ἡ ὀξυδέρκεια τοῦ Μεταξᾶ προεῖδε τήν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων, γι᾽ αὐτό καί εἶπε στό ὑπουργικό ἐκεῖνο Συμβούλιο τά ἑξῆς «προφητικά»: «Σήμερα ἀναλαμβάνομεν σκληρότατον ἀγῶνα, μέ μέσα τε-λείως ἄνισα καί δέν πρέπει νά αὐταπατώμεθα ὅτι θά πολεμήσωμεν μόνον τούς Ἰταλούς.
» Τά συμφέροντα τοῦ Ἄξονος εἶναι ἀναπόσταστα καί ἀργά ἤ γρήγο-ρα θά πολεμήσουμε καί τούς Γερμανούς.
» Τό πιθανώτατο λοιπόν εἶναι νά χάσωμε προσωρινῶς τήν Μακε-δονίαν καί τήν Ἤπειρον καί δέν ἀποκλείεται καί αὐτάς τάς Ἀθήνας καί τάς ἑστίας μας καί ὅ,τι ἄλλο ἔχουμε νά ἐγκαταλείψωμεν προσωρινῶς, μεταβαίνοντες εἰς Πελοπόννησον ἤ εἰς Κρήτην.
» Ὁ πόλεμος λοιπόν πού σήμερα ἀναλαμβάνει τό ῎Εθνος εἶναι μόνον καί μόνον πόλεμος τιμῆς καί ἐπειδή πιστεύω βαθύτατα ὅτι αἱ ἠθικαί ἀξίαι τελικῶς θά θριαμβεύσουν ἐπί τῶν ὑλικῶν, ἔχω ἀπόλυτον τήν πεποίθησιν ὅτι ἡ νίκη θά εἶναι τελικῶς μέ τό μέρος τῶν Συμμάχων». (Ἀπομνημονεύματα, τ. Δ´, μέρος Β´, σ. 748).
Ὅπως ἐπίσης εἶχε «προβλέψει» ὁ Μεταξᾶς καί τήν ἐνσωμάτωση τῆς Δωδεκανήσου ἀλλά καί τόν ξενοκίνητο ἀδελφοκτόνο σπαραγμό ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ 1944, ὁ ὁποῖος ἔληξε μέ τή νίκη τοῦ Ἐθνικοῦ μας Στρατοῦ τόν Αὔγουστο τοῦ 1949. Σημειωτέον ὅτι ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς ἀπέθανε στίς 30 Ἰανουαρίου τοῦ 1941, πάνω στό κορύφωμα τῆς νίκης, καθώς ὁ στρατός μας εἶχε φθάσει μέχρι τό Τεπελένι καί πιό πάνω ἐλευθερώνοντας ὅλη τή Βόρειο Ἤπειρο καί ἦταν ἕτοιμος νά πετάξει τούς Ἰταλούς στή θάλασσα.
Ὁ Μεταξᾶς κατάφερε νά ἑνώσει ὅλους τούς Ἕλληνες. Ὁ ἐνθουσιασμός γιά τή νίκη, πού ἐπικρατοῦσε ἀπό τό ἱστορικό ἐκεῖνο πρωϊνό τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 μέχρι καί τό τέλος τοῦ πολέμου στίς 20 Ἀπριλίου 1941 ἦταν ἀπερίγραπτος. Τό ἀποδεικνύουν οἱ ἐφημερίδες, οἱ θεατρικές ἐπιθεωρήσεις καί τά κινηματογραφικά «Ἐπίκαιρα» τῆς Ἐποχῆς. Ὁ Μεταξᾶς λοιπόν μέ τό «ΟΧΙ» ἕνωσε ὅλους τούς Ἕλληνες. Νά τί γράφουν δύο πολιτικοί του ἀντίπαλοι καί πρῶτος ὁ ἀρθρογράφος τῆς ἐφημερίδος Ἡ Καθημερινή Γεώργιος Α. Βλάχος: «Τώρα ἡ Α. Ε. [Αὐτοῦ Ἐξοχότης] ὁ κ. Ἰωάννης Μεταξᾶς, Πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος, ἔφθασεν εἰς τό ἀκρότατον σημεῖον τῆς Δόξης του. Ἔγινε Γιάννης. Δέν εἶναι οὔτε ἡ αὐτοῦ Ἐξοχότης, οὔτε ὁ Πρωθυπουργός, οὔτε ὁ Πρόεδρος. Εἰς τό στρατιωτικόν νοσοκομεῖον, ὅταν ὁ τραυματίας εἶχε γείρει εἰς τό προσκέφαλόν του βαρύς, τόν ἠρώτησε ἡ ἀδελφή νοσοκόμος, τί θέλει, ἐκεῖνος ἀπήντησε:
— Θέλω τόν Γιάννη...
Ὅπως αἱ μελωδίαι διά νά ζήσουν πρέπει νά κατεβοῦν εἰς τούς δρόμους, οὕτω καί τῶν δημοσίων ἀνδρῶν τά ὀνόματα θά ζητήσουν εἰς τούς δρόμους, μεταξύ τοῦ λαοῦ, τήν ἀθανασίαν. Ὁ κ. Μεταξᾶς ἔχει ἀπέναντι τῆς ἀθανασίας κερδήσει τήν μάχην του: εἶπε τό ὄχι, ἔγινε Γιάννης... —τί τοῦ μένει; Νά γίνη καί ἄγαλμα. Θά γίνη λοιπόν. Ἀλλ᾽ ὄχι ὅπως ηὐχήθημεν ἄλλοτε, ἀπό μάρμαρον τοῦ Πεντελικοῦ. Θά γίνη ἀπό τόν ὀρείχαλκον πού θ᾽ ἀποδώσουν ταπεινωμένα, αἰχμάλωτα, τά ἐχθρικά πυροβόλα, αὐτά πού τόν ἐξύπνησαν εἰς τάς τρεῖς τό πρωΐ...
» Ἡ στήλη αὐτή —συνεχίζει ὁ Γεώργιος Βλάχος— ἠσθάνθη τώρα, τάς ἡμέρας αὐτάς τῆς χαρᾶς, τήν ἀνάγκην νά φυλλομετρήση τήν ἱστορίαν της —τούς παλαιούς της λογαριασμούς— νά ἀνατρέξη εἰς περασμένους καιρούς, νά ἐνθυμηθῆ. Ἀλλά ἠσθάνθη πρό παντός τήν ἀνάγκην νά γράψη ὅ,τι φρονεῖ, ὅ,τι σκέπτεται διά τόν ἄνθρωπον αὐτόν ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπί δεκαέξ ἔτη ἠγωνίσθη ἐναντίον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἰς μάτην διά νά χρησιμεύση εἰς τήν Ἑλλάδα, εἰς μέν τέσσαρα ἔτη κατώρθωσε νά τήν ἀναπλάση, εἰς δέ μίαν ὥραν τήν ἔσωσε». Ὑπογραφή: Γ.Α.Β (=Γεώργιος Α. Βλάχος) (Ἀπομνημονεύματα, ἔνθ᾽ ἀνωτ., τόμ. Δ´, μέρος Β´, σ. 756). Ἔτσι μιλοῦν καί πολιτεύονται οἱ ἄνδρες, πού βάζουν τό ἐθνικό συμφέρον πάνω ἀπό τό προσωπικό καί ἀπό τό κομματικό.
Καί ἕνας Κρητικός, ὁ Παντελῆς Μαρκογιαννάκης, γράφει στό ἡμερολόγιό του στίς 29.1.1941 ὑπό τόν τίτλο: Θάνατος Ἰωάννου Μεταξᾶ «Ὅταν ἦρθε τό χαμπάρι, νά τό ποῦμε, ὅτι πέθανε ὁ Μεταξᾶς, ἐσμπαραλιάσαμε ὅλοι. Κοπῆκαν τά χέρια μας, κοπῆκαν τά πάντα. Ναί, οἱ Κρητικοί εἴμασταν πάντα ἐναντίον τοῦ Μεταξᾶ. Ὅλοι, ὅλοι. Ἀλλά δέν ἔχει σημασία. Τότε εἴμασταν ὅλοι ἕνας κορμός, δηλαδή ὅλος ὁ στρατός εἴμαστε ἕνα. Δέν εἴχαμε τότε οὔτε κόμματα, οὔτε Μεταξάδες, γιατί σοῦ λέει, ἐδῶ ἔχουμε τόν ἐξωτερικό κίνδυνο. Καί, σοῦ λέει, τώρα πεθαίνει στήν κρισιμότερη στιγμή ὁ ἀρχηγός μας, τώρα τί θά γίνει;» (Μαρτυρίες ᾽40-44, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σ. 77).
Αὐτά λοιπόν τά ὑψηλά καί ὑπέροχα τότε.
Μέρος Β´, Ἠθικόν
Ποῦ ὀφείλονταν ὅμως οἱ νίκες ἐκεῖνες;
Τό θαῦμα τοῦ ᾽40, ὅπως ἔχει γραφεῖ, ἦταν ἕνα θαῦμα τῆς Μεγαλόχαρης, ἕνα θαῦμα τῆς Παναγίας μας, τή μνήμη τῆς ὁποίας προσέβαλαν βάναυσα οἱ Ἰταλοί, ὅταν ἐτορπίλισαν, ἄνανδρα καί ὕπουλα τό καταδρομικό μας Ἕλλη στό λιμάνι τῆς Τήνου ἀνήμερα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Δεκαπενταύγουστο τοῦ 1940.
Τό θαῦμα τοῦ ᾽40 ὀφειλόταν κατά πρῶτον στή βοήθεια τῆς Παναγίαςστόν δίκαιο ἀγῶνα μας γιά τήν διατήρηση τῆς πολυτίμητης ἐλευθερίας. Ἡγεσία καί λαός εἶχαν βαθειά πίστη, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τά διαγγέλματα τοῦ Βασιλέως Γεωργίου Β´, τοῦ Πρωθυπουργοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ, τοῦ Ἀρχιστρατήγου τῆς νίκης Ἀλεξάνδρου Παπάγου, ἀπό τά πολεμικά ἀνακοινωθέντα καί ἀπό τόν τύπο τῆς ἐποχῆς. Ἡ νίκη ὀφειλόταν κατά δεύτερον στήν στρατιωτική καί ψυχολογική προετοιμασία στρατοῦ καί λαοῦ, στήν πίστη ὅλων στό δίκαιο τοῦ ἀγῶνος καί στήν ἀνεπανάληπτη ὁμοψυχία, πού ἐπικρατοῦσε. Ὁμοψυχία ἡγεσίας πολιτειακῆς, πολιτικῆς, στρατιωτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς. Ὁμοψυχία ἡγεσίας καί λαοῦ. Ὁμοψυχία λαοῦ καί στρατοῦ. Ὅλοι σάν ἕνας ἄνθρωπος.
Νά τί γράφει ὁ Βασίλειος Λαούρδας στό περιοδικό Εὐθύνη, Ὀκτώβριος 1973: Τό βρίσκουμε καί αὐτό στόν τόμο Μαρτυρίες ᾽40-44, ὑπό τόν τίτλο «Δίδαγμα ὁμονοίας». «Τό πρῶτο μεγάλο δίδαγμα ἀπό τήν ἐπέτειο τοῦ 1940 εἶναι τό δίδαγμα ὁμονοίας τοῦ Ἔθνους. Μέσα σέ κάθε κοινωνία ὑπάρχουν ἰδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές καί προσωπικές ἀντιθέσεις. Ἀλλά τήν ὥρα πού κινδυνεύει τό ἔθνος, καμμία ἀπό τίς ἀντιθέσεις αὐτές δέν ἔχει καί δέν πρέπει νά ἔχη σημασία. Καμμία διαφορά, ὅσο καί ἄν εἶναι αὐτή καθ᾽ ἑαυτή σημαντική, δέν μπορεῖ νά ἀντιπαρατίθεται στήν ἀνάγκη νά διατηρηθῆ ἡ ἑνότης καί ἡ ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους. Ὅσες φορές ὁ Ἑλληνισμός δέν ὑποτάχθηκε σ᾽ αὐτόν τόν κανόνα, ὅσες φορές ἀπό προσωπικές καί ἀπό πολιτικές ἀντιθέσεις δέν ἄκουσε αὐτή τήν ἐντολή, ἐπλήρωσε βαρύτατο φόρο.
» Πνεῦμα ὁμονοίας ἦταν ἡ πηγή τοῦ θριάμβου τοῦ 1940.
[…]
» Ἦταν ὄχι μόνο ζήτημα ἐπιβιώσεως, ἀλλά καί ζήτημα τιμῆς ἡ ἄμυνα στά βουνά τῆς Ἠπείρου. Μέ τήν ἀντίστασή του, ὁ Ἕλλην ἔδωσε ἕνα παρά-δειγμα, προσέφερε ἀνυπολόγιστη βοήθεια στίς μαχόμενες δυνάμεις τῆς ἐλευθερίας καί ἐπαλήθευσε τή μεγάλη παράδοσή του, τήν παράδοση τοῦ Ἕλληνος. […]
» Μέ τήν ἀπέραντη ποικιλία της καί τήν ἐσωτερική ἑνότητά της ἡ Ἑλληνική παράδοση εἶναι πηγή ὑπερηφανείας. Εἶναι ὅμως μαζί καί βαρύτατο χρέος γιά ὅλους μας, ἄντρες καί γυναῖκες, νέους καί ἡλικιωμένους, ἐργάτες, διανοούμενους, στρατιωτικούς καί κληρικούς. Κάθε πράξη μας τήν κρίνει ἀτελείωτη σειρά ἀπό προγόνους, πού μᾶς παρακολουθοῦν σιωπηλά ἀπό τήν ἄλλη ὄχθη τῆς ζωῆς». (Μαρτυρίες ᾽40-44, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σ. 22).
Καί καθώς συνοψίζει ὁ ἀκαδημαϊκός Ἄγγελος Τερζάκης στό βιβλίο τουἙλληνική Ἐποποιΐα 1940-1941: «Αὐτό θά εἶναι τό τέλος τοῦ ἰταλικοῦ φασισμοῦ. Ἡ εἰσβολή στήν Ἑλλάδα εἶχε στοιχίσει στήν Ἰταλία 13.755 νεκρούς, 50.874 τραυματίες, 12.368 κρυοπαγημένους, 25.067 ἀγνοουμένους. Σύνολο: 102.064 ἄντρες. Στό μεταξύ, τήν ἴδια αὐτή ἄνοιξη τοῦ 1941, ἡ σύγκρουση γιά τήν κυριαρχία τοῦ μεσογειακοῦ χώρου θά συνεχιζόταν στήν Κρήτη. Εἴταν τό προγεφύρωμα πού χρειάζονταν οἱ Γερμανοί γιά νά κατέβουν στή Μέση Ἀνατολή, τόν ἀπώτερο αὐτό σκοπό τῆς καθόδου τους στό Νότο. Ἕνα μῆνα ἀκριβῶς μετά τή συνθηκολόγηση τῆς Ἠπείρου, στίς 20 Μαΐου, κύματα ἀπανωτά ἀπό ἀεροπλάνα σέ πυκνούς σχηματισμούς, μέ χιλιάδες ἀλεξιπτωτιστές, ρίχτηκαν σά γεράκια πάνω στήν ἑλληνική μεγαλόνησο, τή ράμφισαν ἀνήμερα στό κεφάλι. Ὑπεράσπιζαν τήν Κρήτη, μαζί μέ τούς ἐπί τόπου Ἕλληνες, Νεοζηλανδοί καί Ἄγγλοι. Ἡ ἀφήγηση ὅμως τῆς μάχης ἐκείνης χρειάζεται εἰδική ἐξιστόρηση, πού ξεφεύγει ἀπό τά πλαίσια αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Ἡ Βέρμαχτ πλήρωσε βαρειά σέ αἷμα τήν ἐπιχείρηση τῆς Κρήτης, ἔχασε ἐκεῖ τόν ἀνθό τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν της. Ἔχασε κι᾽ ἄλλο ἕνα δεκαήμερο ἀπό τόν ἀκριβό κιόλας λογαριασμό τοῦ χρόνου πού τῆς εἴταν ἀπαραίτητος γιά τήν ἐξόρμηση κατά τῆς Ρωσίας.
» Μετά τήν κατάληψη τῆς Κρήτης, ὁ πόλεμος πέρασε νοτιώτερα, στήν Ἀφρική, συνεχίστηκε. Ἑλληνικές δυνάμεις, τότε, συγκεντρώθηκαν στή Μέση Ἀνατολή, ὀργανώθηκαν καί πολεμοῦσαν κατά τῆς Γερμανίας.
» Ἐδῶ τελειώνει ἡ ἱστορία τοῦ πολέμου τοῦ 1940-1941 —συνεχίζει ὁ Ἄγγελος Τερζάκης. Εἶναι ἡ τελευταία σύγκρουση στήν Εὐρώπη μέ δυνάμεις, μέσα καί ὅπλα τόσο δυσανάλογα. Ἀπό τή μιά ὁ βαρύς ὁπλισμός τῆς σύγχρονης τεχνοκρατίας, ἀπό τήν ἄλλη μέσα ἀναχρονιστικά στά χέρια ἑνός λαοῦ μικροῦ, πού ἀγωνίζεται γιά τήν ὕπαρξή του καί γιά τίς παραδόσεις του. Στόν ἀγῶνα αὐτόν, ὁ ἑλληνικός λαός ἔδωσε τό προσωπικό του ὕφος, ὅμοιο σέ γενικές γραμμές μέ τοῦ 1821. Ἡ ἀναμέτρηση τοῦ 1940-1941 γίνεται ἀνάμεσα στή λιτότητα καί τό στόμφο, τή φιλοπατρία καί τόν ἰμπεριαλισμό. Ἡ τεχνοκρατία, χάρη στό σιδερένιο της ὄγκο, θά πετύχει γιά μιά στιγμή νά γονατίσει τή μαχόμενη ψυχή. Ἡ ἀντιστροφή ὅμως θά ἔρθει γρήγορα, καί τό μάθημα θά μείνει.
» Περισσότερο κι᾽ ἀπό τήν ὑπόθεση ἑνός ἔθνους πού ἀγωνίζεται γιά τήν ἀνεξαρτησία του, ἡ 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 προβάλλει στή σκηνή τῆς Ἱστορίας ἕναν ἀγώνα γενικώτερο: μιᾶς φυλῆς ἀνθρώπων. Αὐτῆς πού προσδιορίζεται ἀπό τό πάθος τῆς ἐλευθερίας.
» Πέρα ἀπό τόν πάταγο τῶν αὐτοκρατοριῶν πού γκρεμίζονται, θ᾽ ἀπομείνει ν᾽ ἀκούγεται μέσα στόν ἀποκαμωμένο κόσμο, λιανό καί κρυστάλλινο, ἐρημικό κι᾽ ἄτρεμο, τό ἑωθινό πού σήμανε ἡ σάλπιγγα πάνω στόν ἑλληνικό βράχο μιά φθινοπωρινή αὐγή». (Ἀγγέλου Τερζάκη, Ἑλληνική Ἐποποιΐα 1940-1941, Ἀθῆναι, 1964, σ. 223).
Αὐτά λοιπόν τά σπουδαῖα καί ὑψηλά, τότε, ὅταν τό ἀθάνατο κρασί τοῦ ᾽21, κρασί τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγῶνα, τοῦ Παύλου Μελᾶ, κρασί τῶν ἐθνικοαπελευθερωτικῶν πολέμων τοῦ 1912-13, κρασί τοῦ ᾽40, κρασί τοῦ ἀγῶνα τῆς ΕΟΚΑ γιά τήν ἐλευθερία τῆς Κύπρου μας καί ἕνωση μέ τήν μητέρα Ἑλλάδα νοηματοδοτοῦσε τή ζωή μας. «Θέλομεν τήν Ἑλλάδα κι ἄς τρώγωμεν πέτρες» ἔγραφαν τότε οἱ Κύπριοι ἀγωνιστές στούς τοίχους.
Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορική ἀλήθεια γιά τό ἔπος τοῦ ᾽40. Συνοψίζεται στό «Τίποτε γιά μᾶς. Ὅλα γιά τήν Ἑλλάδα». Καί τό ἔθνος πρέπει νά μάθει νά θεωρεῖ ἐθνικόν ὅ,τι εἶναι ἀληθές, σύμφωνα μέ τόν ἐθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό.
Καί σήμερα;
Σήμερα δυστυχῶς τόν τόνο στήν ἐθνική καί κοινωνική μας ζωή τόν δίνουν οἱ ἐθνομηδενιστές καί ἀποδομητές ὅλων τῶν —κατά Κόντογλου— πολυτίμητων τζιβαϊρικῶν τῆς παραδόσεώς μας. Ἄνθρωποι μικροί, ἐμπαθεῖς, δειλοί, ρεβανσιστές, κομπλεξικοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν βαλθεῖ ὅλα νά τά γκρεμίσουν, νά τά ξεθεμελιώσουν. Ἐπιδίδονται σέ μιά προσπάθεια βίαιου πνευματικοῦ ἐξανδραποδισμοῦ καί γενοκτονίας τῆς μνήμης τοῦ λαοῦ καί ἰδιαίτερα τῆς νεολαίας μας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τῆς τακτικῆς τους εἶναι αὐτά πού διαβάζουμε στό ἀποκαλυπτικό ἄρθρο τοῦ ἀγαπητοῦ φίλου δασκάλου Δημήτρη Νατσιοῦ, τό ὁποῖο ἀναφέραμε καί νωρίτερα. Τίτλος του: «Τό ᾽40 στά σχολικά βιβλία Γλώσσας: δειλία, ἡττοπάθεια καί διασυρμός τοῦ Ἔπους!!!». Ἐμπεριέχεται στό βιβλίο τοῦ Δημήτρη Νατσιοῦ Τά ἄθεα γράμματα καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους. Διαβάζουμε ἐκεῖ: «Γιατί σήμερα ἡ βλακεία, ἡ προδοσία καί ἡ δειλία κυριαρχοῦν στά ῾῾περιοδικά ποικίλης ὕλης᾽᾽, πού τά ὀνομάζουν εὐφημιστικῶς βιβλία Γλώσσας! Εἶναι ἡ πρώτη φορά ἀπό ἱδρύσεως τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, πού δέν σέβονται οἱ συγγραφικές ὁμάδες καί παρέες τοῦ ὑπουργείου πρώην ἐθνικῆς καί νῦν ὑποταξικῆς ἐκπαίδευσης τούς ἀγῶνες, τίς ἐπετείους τοῦ λαοῦ μας!!
» Συγκεκριμένα:
» Στήν Γ´ Δημοτικοῦ, στό α´ τεῦχος τοῦ βιβλίου Γλώσσας, σελ. 79, τό ἀφιέρωμα στό Ἔπος τοῦ ᾽40, περιορίζεται στήν ἑξῆς ἀναφορά: ῾῾Ἀπό τό ἡμερολόγιο τῆς Ροζίνας, μιᾶς δεκάχρονης ἑβραιοπούλας ἀπό τή Θεσσαλονίκη. Ὀκτώβριος 1940: Τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940 δέν πήγαμε σχολεῖο. Εἶχε κηρυχθεῖ ὁ Ἑλληνοϊταλικός πόλεμος. Ἀναστατωμένα ἤμασταν ἐμεῖς τά παιδιά. Οἱ Ἰταλοί βομβάρδισαν τή Θεσσαλονίκη. Στό μαγαζί τοῦ πατέρα μου γίνηκαν πολλές καταστροφές’’. Καί τέλος! Τίποτε ἄλλο! Αὐτό μαθαίνουν χιλιάδες Ἑλληνόπουλα γιά τό Σαράντα! Ἀναστάτωση (ὅπως λέμε ῾῾συνωστισμός᾽᾽) καί καταστροφή ἑνός ἑβραϊκοῦ μαγαζιοῦ! Σέ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας, ὅπως στήν Πάτρα, σκοτώθηκαν πολλοί ἄνθρωποι καί παιδιά ἀπό ἰταλικά βομβαρδιστικά. Ἔγραψαν γι᾽ αὐτό οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς. Γιατί[οἱ συγγραφεῖς τοῦ βιβλίου] δέν συμπεριέλαβαν ἕνα τέτοιοι συμβάν;
» Τό ἑπόμενο ὅμως ἀφιέρωμα τῆς Ε´ Δημοτικοῦ εἶναι ἐξοργιστικότατο! Στήν σελίδα 44 τοῦ α´ τεύχους τοῦ βιβλίου Γλώσσας-δηλητηρίασης τῶν παιδιῶν καί μαγαρίσματος τῆς μνήμης περιέχεται κείμενο μέ τίτλο: ῾῾Ἡ Ἰταλία μᾶς κήρυξε τόν πόλεμο!᾽᾽ (καί ὑπότιτλο: ῾῾Κι ἐμεῖς πήγαμε στό ὑπόγειο᾽᾽). Καί ἀφοῦ κρύφτηκαν στό ὑπόγειο, διαμείβονται οἱ ἑξῆς ἄθλιοι διάλογοι:
» ῾῾Μετά γύρισε (ὁ μπαμπάς) στή μαμά καί τῆς εἶπε πώς θά τρέξει στήν τράπεζα νά σηκώσει λεφτά. ῾῾Δέν ἔχουμε δραχμή᾽᾽, εἶπε κι ἔφυγε τρέχοντας στή σκάλα...᾽᾽. Ὅταν ὁ προκομμένος ὁ μπαμπᾶς γύρισε ἀπό τήν τράπεζα ἀπογοητευμένος, γιατί ἡ τράπεζα ἦταν κλειστή καί δέν μπόρεσε ῾῾νά σηκώσει λεφτά᾽᾽, πῆγαν σ᾽ ἕνα ὑπόγειο, ῾῾στῆς κυρίας Γιαννοπούλου, γιατί τό σπίτι της ἔχει ὑπόγειο καί τό λιακωτό της εἶναι τσιμεντένιο καί δέν μποροῦν νά τό τρυπήσουν οἱ μπόμπες᾽᾽. Καί ὁ μπαμπᾶς —πρότυπο ἥρωα— πῆρε στήν ἀγκαλιά του τόν ἀφηγητή, παιδί μικρό καί τοῦ εἶπε:
— ῾῾Ἄκη, ἀπό σήμερα θά γίνεις ἄντρας᾽᾽. Καί ὁ Ἄκης, ἐμπνεόμενος ἀπό τήν ῾῾γενναιότητα᾽᾽ τοῦ πατέρα του, ἀπάντησε:
῾῾Ἐγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δέν ἤθελα νά γίνω σήμερα ἄντρας...᾽᾽.
Καί σχολιάζει ὁ Δημήτρης Νατσιός: Βεβαίως, γιατί οἱ ἄντρες στρατεύονται καί πολεμοῦν! Ἐνῶ ὅσοι δέν θέλουν νά γίνουν ἄντρες, παίρνουν τό Ι5 (γιώτα πέντε) χαρτί ἀπόλυσης καί σπεύδουν στά ὑπόγεια καί ἄσε τά κορόιδα νά κατασκοτώνονται γιά τήν τιμή τῆς πατρίδας!
Καί συνεχίζει ὁ Νατσιός:
» Τί κείμενο εἶναι αὐτό; Ποιό μήνυμα περνᾶ; Πρίν σχολιάσω, νά τονίσω τό ἑξῆς: Ὅλοι οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες πού ἀσχολοῦνται μέ τήν γλῶσσα καί τήν διδασκαλία της, γνωρίζουν ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀθῶα παραμυθάκια καί ὅτι κάθε γλωσσικό κείμενο, ἀκόμα καί ἕνα πρόβλημα μαθηματικῶν, προάγει συγκεκριμένες ἀξίες καί στάσεις ζωῆς, πρότυπα δηλαδή.
» Τί ῾῾προάγει᾽᾽ τό προαναφερόμενο σκουπίδι; Πρῶτον: Τήν δειλία, τήν ἡττοπάθεια, τήν ἀφιλοπατρία, τό ψεῦδος! Γνωρίζουμε ἀπό τά ῾῾ἐπίκαιρα᾽᾽ τῆς ἐποχῆς ὅτι τήν ἡμέρα πού κηρύχθηκε ὁ πόλεμος καί ἡ γενική ἐπιστράτευση ὁ λαός ξεχύθηκε στούς δρόμους πανηγυρίζοντας! Ἔξαρση, ἐνθουσιασμός, φιλοπατρία, πίστη γιά τό δίκαιο τοῦ ἀγώνα, θάρρος, ἕνα πραγματικό γλέντι τοῦ λαοῦ, πού εἶχε ἀπαυδήσει ἀπό τίς προκλήσεις τοῦ ἰταμοῦ καί ὀλιγόνοος Μουσολίνι! Καί οἱ μπαμπάδες δέν κρύβονταν σάν λαγοί στά ὑπόγεια οὔτε ἔτρεχαν στίς τράπεζες! Αὐτά τά σκέφτονται οἱ Γραικύλοι τῆς σήμερον πού γράφουν τά βιβλία! Νά γλιτώσουν τίς καταθέσεις τους καί τά παλιοτόμαρά τους καί ἡ πατρίδα ἄς χαθεῖ! Ἐκεῖνοι οἱ μπαμπάδες, οἱ παποῦδες μας, ντύνονταν στά χακί, καί πήγαιναν, ῾῾μέ τό χαμόγελο στά χείλη᾽᾽, μπροστά στά μαρμαρένα ἁλώνια τοῦ Γένους! Καλά τό γράφει ὁ ποιητής:
Μέ ζῆλο στά σκολειά τῆς προδοσίας
τοῦ σάπιου αἰῶνα σέπεται ἡ γενιά!
(Κ. Βάρναλης, Αἰδώς, Ἀργεῖοι!)
» Σημειωτέον ὅτι στό ἴδιο βιβλίο —λέγει ὁ Νατσιός—τό ἀφιέρωμα γιά τό ῾῾Πολυτεχνεῖο᾽᾽ καλύπτει ἑπτά (7) σελίδες! Τό ἀφιέρωμα στό ᾽40, πέντε (5)![καί τί πέντε, προσθέτουμε ἐμεῖς].
«Τά ἴδια χαμαίζηλα, πονηρόφρονα καί ἀπαράδεκτα κείμενα —πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων— συναντᾶς σ᾽ ὅλα τά βιβλία τοῦ Δημοτικοῦ. Στά δέ δέκα (10) γλωσσικά ἐγχειρίδια τοῦ Γυμνασίου, δέν ὑπάρχει οὔτε γιά δεῖγμα ἕνα ἀφιέρωμα στό Ἔπος τοῦ ᾽40!! Οἱ ἐθνομηδενιστές ἀγνοοῦν πλήρως τήν Ἐπέτειο!! Συκοφάντηση τῆς Ἱστορίας, ἀπαξίωση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, διακωμώδηση τῶν ἀγώνων τοῦ λαοῦ μας γιά λευτεριά: αὐτό εἶναι τό ῾῾Νέο Σχολεῖο᾽᾽ τους... Ἕνα πραγματικό῾῾παιδομάζωμα᾽᾽, πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἱστορική εὐθανασία, στήν ἐξαφάνιση ὡς λαοῦ πού ἦταν κάποτε ῾῾ὁ δάσκαλος τῆς Οἰκουμένης᾽᾽,ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός!!
13.936 Ἀξιωματικοί καί ὁπλῖτες —ὁ ἀνθός τῆς πατρίδας— ἄφησαν τά κόκκαλά τους τά ἱερά στά βουνά καί τούς γκρεμούς τῆς Βορείου Ἠπείρου. Εἶναι ντροπή τέτοια θυσία νά ἀτιμάζεται στά βιβλία τῶν παιδιῶν μας!!
Ποιός θά ἀντιδράσει; Τί πάθηκαν, τί
γίνηκαν τοῦ κόσμου οἱ ἀντρειωμένοι;...
(Κωνσταντῖνος Κανάρης)». (Δημήτρης Νατσιός, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σσ. ).
Αὐτές εἶναι οἱ πικρές διαπιστώσεις, πού συνοψίζει γλαφυρά ὁ Δημήτρης Νατσιός. Καί συμπληρώνουμε ἐμεῖς:
Σήμερα χτυποῦν τήν πίστη, τήν πατρίδα, τίς ἀξίες μας, τό πνεῦμα τοῦ ᾽40, δηλαδή τό ἑλληνορθόδοξο ἦθος μας, γιά νά προωθήσουν τούς δικούς τους ἄνομους σκοπούς τῆς Νέας Τάξης καί τῆς ἰσοπεδωτικῆςπαγκοσμιοποίησης.
Γι᾽ αὐτό προβάλλουν τό μοντέλο τῶν πολυφυλετικῶν, πολυθρη-σκευτικῶν καί πολυπολιτισμικῶν κοινωνιῶν, ὅπως τίς λένε, γιατί θέλουν ἀνθρώπους ἄριζους καί ἀνέστιους μέσα σέ μιά διαλυμένη κοινωνία, ὅπου θά κυριαρχεῖ ἡ μοναξιά, ἡ ἔλλειψη ἐπικοινωνίας, ἡ ἔλλειψη νοήματος, ἡ οἰκονομική καί πνευματική κρίση, ὁ φόβος καί ἡ ἀνασφάλεια.
Μιά πιό ἐκλεπτυσμένη προσπάθεια ἀποδόμησης καί ἀπομείωσης τῆς ἱστορικῆς μνήμης καί τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας εἶναι καί αὐτό πού παρατηροῦμε τόν τελευταῖο καιρό. Προσπαθοῦν νά προβάλουν τήν ἡμέρα λήξεως τοῦ Β´ Παγκοσμίου πολέμου καί τήν ἡμέρα ἀπαλλαγῆς τῆς Ἀθήνας ἀπό τά γερμανικά στρατεύματα στίς 12 Ὀκτωβρίου 1944 εἰς βάρος ὅμως τῆς ἐπετείου τοῦ ΟΧΙ (28η Ὀκτωβρίου 1940). Αὐτό βεβαίως εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Ἤδη προσπαθοῦν καί μέσα ἀπό τά σχολεῖα νά ἐπιμορφώσουν (παραμορφώσουν) δασκάλους καί καθηγητές μέ σεμινάριο πού ἔχει τίτλο «Πόλεμος-Κατοχή-Ἀντίσταση-Ἀπελευθέρωση: Προτάσεις γιά ἐναλλακτικούς τρόπους διδασκαλίας τῆς περιόδου 1940-1944» Σ᾽ αὐτό οἱ δάσκαλοι ἐπιμορφώνονται στό ἐπίμαχο ζήτημα: «Νά γιορτάσουμε τήν ἀπελευθέρωση καί ὄχι τήν κήρυξη τοῦ πολέμου. Πῶς προσεγγίζουμε τραυματικά καί δύσκολα θέματα».
Οἱ ἐκπαιδευτικοί πού σέβονται τόν ἑαυτό τους καί τιμοῦν τούς ἀθάνατους νεκρούς τοῦ ᾽40, χάρη στή θυσία τῶν ὁποίων εἴμαστε ἐμεῖς ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα ἐλεύθερη (διότι ἡ καθυστέρηση τῶν Γερμανῶν στήν Ἑλλάδα ἔκρινε κατά μέγα μέρος τήν ἔκβαση τοῦ πολέμου ὑπέρ τῶν συμμάχων) καλοῦνται νά ἀντιδράσουν σ᾽ αὐτή τήν ὕπουλη προσπάθεια νά παραμερισθεῖ ἡ ἐπέτειος τοῦ ΟΧΙ καί νά ἀντικατασταθεῖ σιγά-σιγά ἀπό τήν ἐπέτειο τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Ἀθηνῶν. Καί ὅπως ἔχει σωστά παρατηρηθεῖ, οἱ Γάλλοι μέ τό πουρκουά (γιατί, δηλαδή, νά πολεμήσουμε;) καί οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι πλήν Ἐγγλέζων, πού παρεδόθησαν σχεδόν ἀμαχητί στούς Γερμανούς, ἔχουν κάθε λόγο νά γιορτάζουν τήν ἀπελευθέρωσή τους —ἐλέῳ συμμάχων— ἀπό τούς Γερμανούς, ἀφοῦ δέν ἔχουν ἐπέτειο τοῦ «ΟΧΙ», γιά τήν ὁποία νά εἶναι ἐθνικά ὑπερήφανοι. Ἐμεῖς ὅμως;
Καί γιά νά ὁδηγήσουμε τόν λόγο στό τέλος.
Ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν γιά τό πνεῦμα τοῦ ᾽40 καί γιά τή σύγκριση τῆς τότε ἔνδοξης ἐποποΐας μέ τό σήμερα, ἴσως ὁδηγηθοῦν ὁρισμένοι σέ σκέψεις ἀπαισιόδοξες. Πόσο εἶναι τό πνεῦμα τοῦ ᾽40 ζωντανό σήμερα; Τόν τόνο σήμερα τόν δίνουν αὐτοί πού γκρεμίζουν καί ὄχι αὐτοί πού χτίζουν.
Ὅμως στά μύχια τῆς ψυχῆς τοῦ Ἕλληνα ὑπάρχει ἡ σπίθα. Ἕνα σπίρτο θέλει γιά ν᾽ ἀνάψει. Ὅπως ἀπό τήν ταπεινωμένη Ἑλλάδα τοῦ ἀτυχοῦς ἑλληνοτουρκικοῦ πολέμου τοῦ 1897 ἦρθε τό ἡρωικό 1904-1908 τοῦ Μακεδονικοῦ μας Ἀγῶνα καί ὅπως δεκαοκτώ μόλις χρόνια μετά τή Μικρασιατική καταστροφή τοῦ 1922 ἦρθε τό ἀνεπανάληπτο ΟΧΙ τοῦ ᾽40-᾽41 πού φώτισε τήν οἰκουμένη, ἔτσι καί σήμερα ὅσοι ζωντανοί, ὅσοι Ἕλληνες πατριῶτες Ὀρθόδοξοι πρέπει νά σφίξουμε τά δόντια καί νά ἀγωνισθοῦμε. Ὅπως μᾶς διαβεβαιώνουν οἱ ἅγιοί μας, τά πράγματα θ᾽ ἀλλάξουν. «Θά σέ πιάνουν ἀπό τό μανίκι καί θά σοῦ ζητοῦν νά τούς μιλήσεις γιά τόν Χριστό» ἔλεγε ὁ ἀγαπημένος ἀπό τόν λαό μας καί ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία θά λάμψει καί πάλι. Θά πάρουμε τήν Πόλη τῶν ὀνείρων μας, τή Βασιλεύουσα.
Ἄς εἴμαστε λοιπόν αἰσιόδοξοι καί ἀγωνιστικοί.
«Σέ τοῦτα ᾽δῶ τά μάρμαρα κακιά σκουριά δέν πιάνει
μηδέ ἁλυσίδα τοῦ Ρωμιοῦ καί στοῦ ἀγεριοῦ τό πόδι ...»
μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Γιάννης Ρίτσος, σέ ἕνα ἀπό τά «16 λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας».
Ὅμως «γιά νά γυρίσει ὁ ἥλιος θέλει δουλειά πολλή, θέλει νεκρούς χιλιάδες νά ᾽ναι στούς τροχούς, θέλει κι οἱ ζωντανοί νά δίνουν τό αἷμα τους» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης).
Καί μήν ξεχνοῦμε τίς ὁδηγίες τοῦ δεύτερου ἐθνικοῦ μας ποιητῆ, τοῦ μεγάλου μας Κωστῆ Παλαμᾶ, ἀπό τό ποίημά του «Πατέρες»:
[...] Παιδί, τό περιβόλι μου πού θά κληρονομήσης,
ὅπως τό βρῆς κι ὅπως τό δῆς νά μήν τό παρατήσης.
Σκάψε το ἀκόμα πιό βαθιά καί φράξε το πιό στέρεα
καί πλούτισε τή χλώρη του καί πλάτυνε τή γῆ του.
κι ἀκλάδευτο ὅπου πλέκεται νά τό βεργολογήσης
καί νά τοῦ φέρνης τό νερό τό ἁγνό τῆς βρυσομάνας,
κι ἄν ἀγαπᾶς τ᾽ ἀνθρωπινά κι ὅσα ἄρρωστα δέν εἶναι,
ρίξε ἁγιασμό καί ξόρκισε τά ξωτικά, νά φύγουν,
καί τή ζωντάνια σπεῖρε του μ᾽ ὅσα γερά, δροσάτα.
Γίνε ὀργότομος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι ἄν εἶναι
κι ἔρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ὀργισμένοι,
κι ὅσα πουλιά, μισέψουνε σκιασμένα, κι ὅσα δέντρα
γιά τίποτ᾽ ἄλλο δέ φελᾶν παρά γιά μετερίζια,
μή φοβηθῆς τό χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε τό περιβόλι, κόφ᾽ το,
καί χτίσε κάστρο ἀπάνου του καί ταμπουρώσου μέσα,
γιά πάλεμα, γιά μάτωμα, γιά τήν καινούργια γέννα,
π᾽ ὅλο τήν περιμένουμε κι ὅλο κινάει γιά νά ᾽ρθη,
κι ὅλο συντρίμμι χάνεται στό γύρισμα τῶν κύκλων.
Φτάνει μιά ἰδέα νά στό πῆ, μιά ἰδέα, νά στό προστάξη,
κορώνα ἰδέα, ἰδέα σπαθί, πού θά εἶν᾽ ἀπάνου ἀπ᾽ ὅλα. [...]
(ἐν: Σπύρου Κοκκίνη, Σχολική Ποιητική Ἀνθολογία, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ι.Δ. Κολλάρου καί Σίας Α.Ε., Ἀθῆναι 1973, σ. 59).
Χρόνια Πολλά.
Ζήτω τό ἀθάνατο «ΟΧΙ» τοῦ ᾽40!
Ζήτω τό Ἔθνος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου