Να ξέραμε τί τρέξιμο κάνουν μέρα- νύχτα οί Αγιοι γιά να μάς βοηθήσουν! Ότι
δίνει κανείς μέ τό χέρι του, ό,τι κάνει μέ ευλογία, οτιδήποτε κάνει καί
αγωνίζεται, μετάνοιες θά κάνη γιά τον άλλο, κομποσχοινάκια, όλα θά τά
βρή στον ουρανό, ιδίως όταν κάνουμε γιά τούς κεκοιμημένους, άλλά καί γιά
όλους
Ό Γέροντας Ιωσήφ τό πρωί πού σηκωνόταν έπιανε τό εργόχειρο, αφού έκανε όλη την νύχτα αγρυπνία. Μετά έτρωγε λίγο καί μετά πάλι τό εργόχειρο. ’Έκανε σταυρούς σκαλιστούς καί μάς έστελνε παλαιότερα καί πουλούσαμε κι όλας. Κάποια σταυρουδάκια πολύ ωραία! Έκανε αυτό τό έργοχειράκι. Καί μου τό έλεγε ό Γέροντας, ότι μετά την αγρυπνία πρώτα ήθελε νά πιάνη τό εργόχειρο, γιατί μέσα στο εργόχειρο έβλεπε τον Θεό. Σέ μάς έρχεται άμέλεια καί οκνηρία, γιατί ό διάβολος περισσότερο πολεμάει στην οκνηρία. Φέρνει τούς λογισμούς καί άρχίζουμε νά παρατηρούμε, γιατί έκείνη έτσι καί γιατί εκείνη άλλιώς.
Όσα βήματα κάνει κανείς γιά τον Θεό καί όσο έργάζεται γιά τον Θεό, τόσο Εκείνος τον ανταμείβει. Μία αδελφή πού αδιαφορεί καί λέει, ας τό κάνη ή άλλη, όταν θάρθή ή ώρα της ούτε αποσκευές θάχη ούτε τίποτε. Ότι κανείς εργάζεται, θά τό παρουσιάση στον Θεό. Ότι δίνουμε, όλα τά δέχεται, τίποτε δεν πάει χαμένο. Όλα τά δέχεται, όπως μάς έλεγε καί της αδελφής Ευπραξίας ή νονά. Είχε δει μία οπτασία. Είδε ότι πέθανε καί ένας Άγγελος της έδειχνε διάφορα πράγματα πού είχε δώσει. Εκείνη κάποτε είχε δώσει ένα κουβαράκι σε ένα παιδάκι, γιά νά τού φτιάξη ή μητέρα του τις φτέρνες στις κάλτσες του πού ήταν τρύπιες. Όταν πήγε στον ουρανό, Άγγελος Κυρίου την πήρε καί της είπε: «"Ελα ’δώ, πήγε τίποτε χαμένο άπό ό,τι έδωσες; Όλα, νά τα!». Κοίταζε αύτή, νά τά σπίρτα, νά τό κρεμμύδι, νά τό ψωμί, νά τό άλλο, νά τά παπλώματα, νά τά στρώματα, ήταν ένας σωρός εκεί. «Αυτά δικά σου δέν είναι;». «Δικά μου». «Πήγε τίποτε χαμένο;». «Όχι».
Μετά της ξαναείπε: «Ελα νά δής τά εκκλησάκια πού τά καθάριζες καί τά βόλευες καί άναβες τά καντηλάκια, έλα να τά δής, αναμμένα σε περιμένουν». Όπως τά έφτιαχνε, έτσι τά είδε όλα στον ουρανό. Οι ψυχούλες πού τούς έδινε ψωμάκι, πού τούς τάιζε κουρκουτίτσα στην πείνα, παρουσιαστήκανε μέ τις λαμπαδούλες αναμμένες καί την ύποδεχόντουσαν. «Να, αύτοί είναι πού τούς έδινες να φάνε». Δέν πάει χαμένο τίποτε- γιά ένα νεράκι ψυχρό πού θά δώσουμε σε ένα άνθρωπο, έκατονταπλάσια θά λάβουμε. ’Άν διαβάζουμε τό Εύαγγέλιο καί τό μελετούμε, τό τηρούμε καί τό εφαρμόζουμε, θά πετάμε όταν θά βλέπουμε ένα άνθρωπο να έρχεται, γιά να τού δώσουμε ένα νεράκι, να τον κεράσουμε, να τον περιποιηθούμε- πόση χαρά θά μάς δίνη!
Ότι δίνει κανείς μέ τό χέρι του, ό,τι κάνει μέ ευλογία, οτιδήποτε κάνει καί αγωνίζεται, μετάνοιες θά κάνη γιά τον άλλο, κομποσχοινάκια, όλα θά τά βρή στον ουρανό, ιδίως όταν κάνουμε γιά τούς κεκοιμημένους, άλλά καί γιά όλους. Οί νεκροί περιμένουν καί ό κόσμος έχει τόση άνάγκη γιά προσευχή πού δέν λέγεται! Να ξέραμε τί τρέξιμο κάνουν μέρα- νύχτα οί Αγιοι γιά να μάς βοηθήσουν! Εμείς πάμε να διαβάσουμε ένα όνομα, να προσευχηθούμε γιά ένα άνθρωπο, πάμε να ενωθούμε μέ τον Θεό, να βοηθήσουμε τις ψυχούλες; Πόσοι κεκοιμημένοι είναι μέσα στήν Κόλασι, πόσοι είναι μέσα στήν φωτιά καί τά σκοτάδια, όπως μελετούσαμε σήμερα τον άγιο Μακάριο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ
Ό Γέροντας Ιωσήφ τό πρωί πού σηκωνόταν έπιανε τό εργόχειρο, αφού έκανε όλη την νύχτα αγρυπνία. Μετά έτρωγε λίγο καί μετά πάλι τό εργόχειρο. ’Έκανε σταυρούς σκαλιστούς καί μάς έστελνε παλαιότερα καί πουλούσαμε κι όλας. Κάποια σταυρουδάκια πολύ ωραία! Έκανε αυτό τό έργοχειράκι. Καί μου τό έλεγε ό Γέροντας, ότι μετά την αγρυπνία πρώτα ήθελε νά πιάνη τό εργόχειρο, γιατί μέσα στο εργόχειρο έβλεπε τον Θεό. Σέ μάς έρχεται άμέλεια καί οκνηρία, γιατί ό διάβολος περισσότερο πολεμάει στην οκνηρία. Φέρνει τούς λογισμούς καί άρχίζουμε νά παρατηρούμε, γιατί έκείνη έτσι καί γιατί εκείνη άλλιώς.
Όσα βήματα κάνει κανείς γιά τον Θεό καί όσο έργάζεται γιά τον Θεό, τόσο Εκείνος τον ανταμείβει. Μία αδελφή πού αδιαφορεί καί λέει, ας τό κάνη ή άλλη, όταν θάρθή ή ώρα της ούτε αποσκευές θάχη ούτε τίποτε. Ότι κανείς εργάζεται, θά τό παρουσιάση στον Θεό. Ότι δίνουμε, όλα τά δέχεται, τίποτε δεν πάει χαμένο. Όλα τά δέχεται, όπως μάς έλεγε καί της αδελφής Ευπραξίας ή νονά. Είχε δει μία οπτασία. Είδε ότι πέθανε καί ένας Άγγελος της έδειχνε διάφορα πράγματα πού είχε δώσει. Εκείνη κάποτε είχε δώσει ένα κουβαράκι σε ένα παιδάκι, γιά νά τού φτιάξη ή μητέρα του τις φτέρνες στις κάλτσες του πού ήταν τρύπιες. Όταν πήγε στον ουρανό, Άγγελος Κυρίου την πήρε καί της είπε: «"Ελα ’δώ, πήγε τίποτε χαμένο άπό ό,τι έδωσες; Όλα, νά τα!». Κοίταζε αύτή, νά τά σπίρτα, νά τό κρεμμύδι, νά τό ψωμί, νά τό άλλο, νά τά παπλώματα, νά τά στρώματα, ήταν ένας σωρός εκεί. «Αυτά δικά σου δέν είναι;». «Δικά μου». «Πήγε τίποτε χαμένο;». «Όχι».
Μετά της ξαναείπε: «Ελα νά δής τά εκκλησάκια πού τά καθάριζες καί τά βόλευες καί άναβες τά καντηλάκια, έλα να τά δής, αναμμένα σε περιμένουν». Όπως τά έφτιαχνε, έτσι τά είδε όλα στον ουρανό. Οι ψυχούλες πού τούς έδινε ψωμάκι, πού τούς τάιζε κουρκουτίτσα στην πείνα, παρουσιαστήκανε μέ τις λαμπαδούλες αναμμένες καί την ύποδεχόντουσαν. «Να, αύτοί είναι πού τούς έδινες να φάνε». Δέν πάει χαμένο τίποτε- γιά ένα νεράκι ψυχρό πού θά δώσουμε σε ένα άνθρωπο, έκατονταπλάσια θά λάβουμε. ’Άν διαβάζουμε τό Εύαγγέλιο καί τό μελετούμε, τό τηρούμε καί τό εφαρμόζουμε, θά πετάμε όταν θά βλέπουμε ένα άνθρωπο να έρχεται, γιά να τού δώσουμε ένα νεράκι, να τον κεράσουμε, να τον περιποιηθούμε- πόση χαρά θά μάς δίνη!
Ότι δίνει κανείς μέ τό χέρι του, ό,τι κάνει μέ ευλογία, οτιδήποτε κάνει καί αγωνίζεται, μετάνοιες θά κάνη γιά τον άλλο, κομποσχοινάκια, όλα θά τά βρή στον ουρανό, ιδίως όταν κάνουμε γιά τούς κεκοιμημένους, άλλά καί γιά όλους. Οί νεκροί περιμένουν καί ό κόσμος έχει τόση άνάγκη γιά προσευχή πού δέν λέγεται! Να ξέραμε τί τρέξιμο κάνουν μέρα- νύχτα οί Αγιοι γιά να μάς βοηθήσουν! Εμείς πάμε να διαβάσουμε ένα όνομα, να προσευχηθούμε γιά ένα άνθρωπο, πάμε να ενωθούμε μέ τον Θεό, να βοηθήσουμε τις ψυχούλες; Πόσοι κεκοιμημένοι είναι μέσα στήν Κόλασι, πόσοι είναι μέσα στήν φωτιά καί τά σκοτάδια, όπως μελετούσαμε σήμερα τον άγιο Μακάριο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου