Εὐαγγέλου Στ. Πονηροῦ
Δρ. Θεολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Μs Φιλοσοφίας
ὁ
τελευταῖος μας αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ὁμιλεῖ γιὰ
τελευταία φορὰ πρὸς τὸν λαὸ τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων Κωνσταντινουπόλεως,
ἡ ὁποία σὲ λίγο δὲν θὰ εἶναι πιὰ ἐλεύθερη. Δίνει τὶς τελευταῖες ὁδηγίες
στὸν λαὸ καὶ στοὺς στρατιῶτες του, προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐμψυχώσει, τοὺς
ἀποκαλεῖ «ἀπογόνους Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων», ὀνομάζει τὴν Κωνσταντινούπολη
«ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν
τοῦ ἡλίου ἀνατολήν (1)». Τοὺς προτρέπει νὰ προτιμήσουν τὸν τιμημένο
θάνατο ἀπὸ τὴ ζωή.
Ἂς
διαβάσουμε τὰ αὐθεντικὰ λόγια του, ὅπως μᾶς τὰ διασώζει ὁ χρονογράφος
Γεώργιος Φραντζῆς: «καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα
ὀφειλέται κοινῶς ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν,
πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς Πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς
Πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὡς χριστοῦ κυρίου καὶ τέταρτον
ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς
ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων
ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι. ἐὰν διὰ
τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς
πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο,
κινδυνεύομεν· ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ
τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; δεύτερον πατρίδα περίφημον
τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. τρίτον βασιλείαν τήν ποτε
μὲν περιφανῆ νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ὠνειδισμένην καὶ ἐξουθενημένην
ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. τέταρτον δὲ καὶ
φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα (2)».
Τελειώνει
τὸν λόγο του καὶ σύσσωμος ὁ λαὸς καὶ ὁ στρατός του τοῦ ἀπαντοῦν
συγκινημένοι: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος ἡμῶν
(3)». Ἡ Πόλη πέφτει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ὁ γενναῖος Αὐτοκράτορας
πέφτει μαχόμενος, ὅμως τὸ μήνυμά του ἔχει δοθεῖ, ὁ λαὸς τὸ ἔχει λάβει
ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη τῆς σκλαβωμένης Πατρίδας, γι᾿ αὐτὸ διατηρεῖ τὴν ψυχή
του ἀδούλωτη, γι᾿ αὐτὸ ἀγωνίζεται, γι᾿ αὐτὸ ἐπαναστατεῖ, γι᾿ αὐτὸ δὲν
ἀφήνει ποτὲ τὸν βάρβαρο κατακτητὴ ἥσυχο.
Δὲν
γνωρίζουμε ἂν θὰ ὑπάρξει σοβαρὸς ἱστορικός, ὁ ὁποῖος θὰ ὑποστηρίξει ὅτι
ὁ ἑλληνικὸς λαὸς κατὰ τὴν περίοδο τῆς σκλαβιᾶς εὐημεροῦσε. Ἂν συνέβαινε
κάτι τέτοιο, τότε πρὸς τί οἱ ἀλλεπάλληλες ἐπαναστάσεις, οἱ ὁποῖες
ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ 1463; Πρὸς τί οἱ χιλιάδες Κλέφτες καὶ Ἁρματωλοί,
ἀδούλωτοι γιὰ πάντα στὰ ἀπάτητα ἑλληνικὰ βουνά; Πρὸς τί ὅλα αὐτά; Ἐπειδὴ
οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν γνώριζαν νὰ διακρίνουν μεταξὺ εὐημερίας καὶ
δυστυχίας;
Κι
ἐρχόμαστε στὸ 1821, στὴν περίφημη προκήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως τῆς 24ης
Φεβρουαρίου. Στὴν προκήρυξη αὐτὴ προτάσσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης τὴν
προτροπὴ «μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος (4)». Ἔχει δὲ διαπιστωθεῖ ἀπὸ
τὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη, ὅτι «ἡ προτροπὴ αὐτὴ περιέχει τὸν γνωστὸν σκοπὸν
τοῦ ἀγῶνος, τὸν πλειστάκις ἐπαναλαμβανόμενον εἰς τὰ κείμενα τοῦ ἀγῶνος
(5)». Οἱ ἐπαναστατημένοι πρόγονοί μας, οἱ ἱδρυτὲς τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ
κράτους κατὰ τὴν Α΄ Ἐθνικὴ Συνέλευση τοῦ 1822, ὁρίζουν στὸ πρῶτο
Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, ὅτι «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς
Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσὶν Ἕλληνες (6)», θέτουν δηλαδὴ ὡς
βάση δημιουργίας τοῦ κράτους αὐτοῦ τὴν εἰς Χριστὸν πίστη.
Ἀκολουθοῦν
τὰ λοιπὰ ἐπαναστατικὰ συντάγματα, στὰ ὁποῖα «τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν νομικὸ καὶ
πολιτικὸ κριτήριο γιὰ τὸν ὁρισμὸ τοῦ Ἕλληνα πολίτη δὲν συγκροτεῖται ἀπὸ
τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα […] οὔτε ἀπὸ τὴν ἐθνοτικὴ προέλευση. Ἀποφασιστικὸ
κριτήριο γιὰ τὴν πρόσκτηση τῆς ἰδιότητας τοῦ Ἕλληνα πολίτη στὰ
ἐπαναστατικὰ Συντάγματα […] καθίσταται ἡ «χριστιανικὴ πίστη (7)». Ὁ
ἀγῶνας τελειώνει, μὲ τεράστιες θυσίες στέφεται ἀπὸ ἐπιτυχία, καὶ λίγα
χρόνια ἀργότερα, τὸ 1838, ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ ἀγῶνα Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης στὸν περίφημο λόγο του πρὸς τοὺς νέους στὴν Πνύκα
διακηρύσσει τὴν ἴδια αὐτὴ ἀλήθεια: «Ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα, εἴπαμε
πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος (8)».
Ἡ
ἴδια αὐτὴ ἀρχή, ἡ ἀφοσίωση στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Πατρίδα,
κράτησε τοὺς Ἕλληνες ζωντανούς, ἐλεύθερους, ἀδούλωτους ἐδῶ καὶ 191
χρόνια, ὅσα πέρασαν ἀπὸ τὴ μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Ἡ ἴδια αὐτὴ ἀρχὴ
ἀπελευθέρωσε τὰ Ἑπτάνησα, τὴ Θεσσαλία, τὴν Ἤπειρο, τὴ Μακεδονία, τὴν
Κρήτη, τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, τὴ Θράκη, τὰ Δωδεκάνησα. Κι ὅμως κάποιοι,
ὅταν ἀκούουν γιὰ Πίστη καὶ Πατρίδα, ἐπιχειροῦν νὰ μᾶς πείσουν πὼς
πρόκειται πιὰ γιὰ «ξεπερασμένα πράγματα». Στὴ θέση τους θέτουν ὅ,τι τοὺς
φαίνεται κάθε φορὰ πρόσφορο καὶ μάλιστα ἰδέες ἀντίθετες μεταξὺ τους,
ἄλλοτε τὸν ἀτομισμὸ καὶ ἄλλοτε τὸν κοσμοπολιτισμό. Σ᾿ αὐτοὺς πρέπει ὁ
κάθε Ἕλληνας νὰ ἀπαντᾶ: Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο ἐπέτυχε ὁ ἀτομισμός εἶναι ἡ
αὐτοαπομόνωση ὅποιου τὸν πρεσβεύει. Ἡ δὲ ταυτότητά μας δὲν ξεπερνιέται
ποτέ. Κανένας λαὸς τῆς γῆς δὲν δέχεται νὰ ἀποκαλοῦν «ξεπερασμένη» τὴν
ταυτότητά του, τὸν πολιτισμό του. Ἂν τολμήσουμε νὰ ποῦμε στὸν
ὁποιονδήποτε κάτοικο τῆς ὁποιασδήποτε χώρας «περιφρόνησε τὴν πατρίδα, τὴ
γλῶσσα, τὴ θρησκεία, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά σου», ἔχουμε κερδίσει ἕναν
ἐχθρό.
Ἐμεῖς
γιατί πρέπει νὰ δεχόμαστε τέτοιου εἴδους προσβολές; Ἐπειδὴ μερικοὶ
θέλουν νὰ εἶναι ἀπάτριδες; Ἢ μήπως νομίζει κανεὶς ὅτι περιφρονώντας τὴν
Πατρίδα του καὶ τὸν πολιτισμό του ἔχει γίνει πολίτης τοῦ κόσμου καὶ
δείχνει τὶς καλές του προθέσεις στοὺς ἄλλους λαούς; Ὅποιος μισεῖ τὴν
Πατρίδα του, τὴν Πίστη καὶ τὸν πολιτισμό του μισεῖ τελικὰ ὅλη τὴ γῆ, ὅλη
τὴν ἀνθρωπότητα. Δὲν γίνεται πολίτης τοῦ κόσμου, δὲν πρεσβεύει καμμία
συναδέλφωση κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, μόνο καταντᾶ μισάνθρωπος καὶ βάρβαρος.
1. Γεώργιος Φραντζῆς, Χρονικόν, 61.2. Γεώργιος Φραντζῆς, Χρονικόν, 60.
3. Γεώργιος Φραντζῆς, Χρονικόν, 61.
4. Κείμενα πίστεως καὶ Ἐλευθερίας, (αὐθεντικαὶ μαρτυρίαι ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων Ἑλλήνων περὶ τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821), Ἐπιμέλεια Ἠλ. Β. Οἰκονόμου, ἔκδ. Περιοδικοῦ «Ἐκκλησία», Ἀθῆναι 1985, σ. 59.
5. Ἒνθ. ἀνωτέρω, σ. 62.
6. Ἒνθ. ἀνωτέρω, σ. 97.
7. George Vlachos, βλ. Γιῶργος Καραμπελιᾶς, Κοινωνικὲς συγκρούσεις καὶ διαφωτισμὸς στὴν προεπαναστατικὴ Σμύρνη (1788-1820), Κοραῆς καὶ Γρηγόριος Ε΄, Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις, Ἀθῆνα 2009, σ. 165.
8. Νίκος Γιαννόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ἡ πολυτάραχη ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ ἡγέτη τῆς ἐπανάστασης, Οἱ μονογραφίες τοῦ περιοδικοῦ «Στρατιωτικὴ ἱστορία», ἔκδ. Περισκόπιο, Ἀθήνα 2001, σ. 157.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου