Η προσπάθεια του Ερντογάν, μετά το πραξικόπημα, να ελέγξει το στράτευμα είναι κάτι περισσότερο από σαφής. Αν το πετύχει, θα διαμορφώσει μια νέα κατάσταση στην Τουρκία, όπου οι δυνάμεις της Ανατολίας θα κυριαρχήσουν και το κοσμικό μέρος της γειτονικής χώρας θα περάσει δύσκολη περίοδο. Αν αποτύχει, δεν θα αποφύγει ένα νέο πραξικόπημα, αυτή τη φορά περισσότερο προσεγμένο.
Ο τουρκικός στρατός έχει μακρά ιστορία ανάμειξης στην πολιτική. Είναι στοιχείο του ιδρυτικού μύθου της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Ο Κεμάλ δεν πειθάρχησε στις εντολές που πήρε από την καταρρέουσα
οθωμανική διοίκηση, ακολούθησε δική του πορεία, και, αφού κέρδισε τον
πόλεμο με την υποστήριξη Δύσης και Ρωσίας, ανέδειξε το στρατό σε εγγυητή
της ακεραιότητας και κοσμικότητας της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Ο ρόλος αυτός του στρατού ήταν αποδεκτός από την τουρκική κοινωνία. Και ο
στρατός γνώριζε καλά πως, για να μπορεί να διατηρεί το προνόμιο του
εγγυητή της πατρίδας και της κοινωνίας, έπρεπε, μετά από κάθε παρέμβασή
του και αφού διαμόρφωνε τις προϋποθέσεις που επιθυμούσε, να παραδίδει
την κυβερνητική διαχείριση στους πολιτικούς.
Αυτό τον προστάτευε από διαιρέσεις στο εσωτερικό του στρατεύματος, και του έδινε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει υπέρ μιας πολιτικής επιλογής με κοσμικά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά.
Ο ρόλος αυτός του στρατού, υπέρ ενός κοσμικού κράτους και χωρίς να ασκεί
ο ίδιος την κυβερνητική εξουσία, προϋπέθετε ότι θα υπάρχει ικανός
κοσμικός πολιτικός φορέας που θα διεκδικούσε και θα κέρδιζε την εξουσία.
Και τούτο, διότι η κοσμική αντίληψη στην Τουρκία ήταν μειοψηφική.
Επιβαλλόταν από το στρατό αλλά έπρεπε κάποιος «δημοκρατικός» πολιτικός
φορέας να τη διαχειριστεί. Κοσμικότητα, όμως, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην
και δημοκρατία.
Το σύστημα λειτούργησε ικανοποιητικά μέχρι την άνοδο του Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία.
Ένα σημαντικό τμήμα της τουρκικής φιλελεύθερης ελίτ πίστεψε στις
υποσχέσεις του, τον ανέδειξε στην εξουσία και ήλπιζε σε περαιτέρω
φιλελευθεροποίηση της πολιτικής ζωής, και ικανοποιητική επίλυση των
τεράστιων προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα.
Η φιλελεύθερη ελίτ, που κουράστηκε από τις αδυναμίες του παλαιού
πολιτικού συστήματος, απογοητεύτηκε από την πολιτική του Τούρκου
προέδρου όταν εδραιώθηκε στην εξουσία, και άρχισε να αναπτύσσει την
πραγματική πολιτική του ατζέντα, η οποία είχε έντονα ισλαμικά
χαρακτηριστικά.
Ο δυναμικός και ρηξικέλευθος χαρακτήρας του Τούρκου ηγέτη έφερε στο
πολιτικό προσκήνιο νέα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα προερχόμενα,
κυρίως, από την Ανατολία, τα οποία είχαν σαφές συμφέρον να «δεθούν» μαζί
του στην εξουσία. Ο κεμαλικός στρατός επιχείρησε να αντιδράσει με το
e-praxikopima του τότε Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Γιασάρ Μπουγιούκανιτ, ο οποίος από
τη σελίδα του τουρκικού στρατού προέτρεψε τον πληθυσμό να κινητοποιηθεί
ενάντια στην υποψηφιότητα για την Προεδρία της Τουρκίας του τότε
υπουργού Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιούλ.
Ο Ερντογάν αντέδρασε με εκλογές, τις κέρδισε και ο κεμαλικός στρατός υπέστη την πρώτη ήττα του.
Τότε, ο στρατός δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει ότι έχασε την πολιτική του
επιρροή· η δύναμή του και η «νομιμοποίηση» που είχε να παρεμβαίνει στο
πολιτικό γίγνεσθαι μειώθηκαν, ενώ οι επεμβάσεις του στην πολιτική θα
περιόριζαν την αξιοπιστία του.
Συμμαχώντας με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, ο Ταγίπ Ερντογάν έκλεισε στη
φυλακή ανώτατα στελέχη του στρατεύματος. Στη συνέχεια, όταν έκρινε ότι
έπρεπε να συγκρουστεί με τον ιεροκήρυκα που τον υποστήριξε να καταλάβει
και να εδραιωθεί στην εξουσία –για εσωτερικούς λόγους ενδοϊσλαμικής
επιρροής και κυριαρχίας–, επιχείρησε να συμμαχήσει με το στρατό
αποδίδοντας τη φυλάκιση της ηγεσίας του στις δολοπλοκίες των
«γκιουλενιστών».
Η έντονη και απροκάλυπτη σύγκρουση με το PKK και το συριακό πρόβλημα
ενίσχυσαν, και πάλι, τη δύναμη του στρατεύματος, και ο Ερντογάν
προσπάθησε να διασφαλίσει ότι οι αντι-Γκιουλέν φατρίες είναι αυτές που
επωφελούνται από την ενίσχυση του ρόλου του στρατού σε ζητήματα
ασφάλειας.
Η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος οδήγησε το στρατό με την πλάτη στον τοίχο.
Είναι η ευκαιρία που ζητούσε ο Ερντογάν για να διαμορφώσει ένα στράτευμα
απολύτως πιστό στον ίδιο και τις αρχές του. Η επιλογή του αυτή, όμως,
είναι πολιτική. Αντί να επιδιώξει να καταστήσει το στρατό ένα θεσμό
ουδέτερο, επιχειρεί να τον χρησιμοποιήσει πολιτικά υπέρ του και υπέρ του
κινήματός του. Αν το πετύχει, θα έχουμε μια νέα, πολύ διαφορετική,
κατάσταση στην Τουρκία, αν και οι βασικές επιλογές δεν πρόκειται να
αμφισβητηθούν διότι αυτό επιτάσσει το συμφέρον της χώρας. Αν αποτύχει,
όμως, τότε δύσκολα θα αποφύγει ένα νέο πραξικόπημα.
Τις ημέρες μετά το πραξικόπημα, στη σελίδα της ρωσικής έκδοσης του
Carnegie δημοσιεύθηκε ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί η Ρωσία δεν κινδυνεύει
από πραξικόπημα». Η κύρια εξήγηση που έδινε ο αρθρογράφος ήταν πως
πραξικόπημα κάνει ο στρατός μιας χώρας όταν η κοινωνικοοικονομική του
κατάσταση είναι ανώτερη από της υπόλοιπης κοινωνίας. Και στη Ρωσία αυτό
έπαψε να συμβαίνει προ πολλού.
Στην Τουρκία ο στρατός είχε μια προνομιούχο θέση. Βρισκόμαστε στο κομβικό σημείο που η θέση αυτή κινδυνεύει να αλλάξει εις βάρος του.
Ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα ο επιθανάτιος ρόγχος της κυριαρχίας του;
Δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Αλλά, όλα μπορούν να συμβούν. Η Τουρκία,
μάλλον, πέρασε την κοινωνικοοικονομική φάση όπου τα πολιτικά ζητήματα
λύνονται με στρατιωτικές παρεμβάσεις. Η εικόνα που δίνει η συμπεριφορά
του λαού της είναι ότι επιζητεί μια «μεσιανική δημοκρατία».
Ωστόσο, το βαθύ τουρκικό κράτος είναι ακόμη ζωντανό. Θα δούμε ποια
πολιτική θα δικαιωθεί. Τίποτε δεν κρίθηκε ακόμη. Κυρίως διότι παράλληλα
με την κοινωνικοοικονομική της αλλαγή διακυβεύονται υψίστης σημασίας
εθνικά της ζητήματα, τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει προς το συμφέρον
της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου