Η εκτίμηση για επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων έχει διατυπωθεί πολλές φορές στους τελευταίους μήνες,
ωστόσο πάντοτε υπήρχε κι ο αντίλογος να μετριάζει τις εντυπώσεις, ιδίως
όταν Αμερικανοί επίσημοι και δεξαμενές σκέψεις εξέπεμπαν διθυράμβους
για το ρόλο της Τουρκίας.
Αυτή τη φορά, φαίνεται ότι οι μύθοι έχουν διαλυθεί και βοηθούντων των
αλλοπρόσαλλων κινήσεων του Τούρκου προέδρου, ουδείς στην Ουάσιγκτον
αμφισβητεί ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο
σημείο τους κι οι όποιες συγκρίσεις πρέπει μάλλον να γίνουν με
καταστάσεις της δεκαετίας του ’70.Το χειρότερο για τον Τούρκο ηγέτη Ταγίπ Ερντογάν είναι πως σε αντίθεση με το παρελθόν (πόλεμος του Κόλπου το ’91, εισβολή στο Ιράκ το 2003, εμφύλιος στη Συρία), η Άγκυρα δύσκολα μπορεί να πουλήσει τον αναντικατάστατο ρόλο της, όσο κι αν προσπαθεί.
Μια επίσκεψη που απογύμνωσε τον Ερντογάν
Παρότι από την άνοιξη του 2014 ο Λευκός Οίκος διά στόματος του αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν προειδοποιούσε την Τουρκία για τις γεωστρατηγικές ανακατατάξεις της ευρύτερης περιοχής που επιδείνωναν τη θέση της και ήταν ανάγκη να αλλάξει επειγόντως τους στρατηγικούς της σχεδιασμούς και να αφοσιωθεί στην προστασία των συμφερόντων και των προτεραιοτήτων της συμμαχίας, η τουρκική ηγεσία απέτυχε να αφομοιώσει τα μηνύματα.
Να υπενθυμίσουμε ότι όπως είχε αναλύσει το σκεπτικό της αμερικανικής ανάλυσης, ο ίδιος ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν, σε συνάντησή του με τους ομογενείς τον Ιούνιο του 2014, η Τουρκία περικυκλωμένη από τη Ρωσία με την Κριμαία (απώλεια της Μαύρης Θάλασσας, ενίσχυση ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας την Αρμενία) και την πολιτική της να αποτυγχάνει στο Ιράκ, στη Συρία, στον Αραβικό κόσμο, στο Ισραήλ και με τους Κούρδους να ενισχύονται, θα έπρεπε να αλλάξει πλεύση.
«Δεν μπορεί να κινδυνεύει από τη Ρωσία και να διατηρεί 40.000 στρατού στην Κύπρο», είχε πει ο Μπάιντεν στους ομογενείς.
Παρόλα αυτά, επί δύο χρόνια η Τουρκία επέμενε στην ίδια πολιτική, χωρίς ωστόσο να επιλύει έστω κι ένα από τα προβλήματά της (πχ με το Ισραήλ).
Στη Συρία, άνοιξε νέο μέτωπο με τους Κούρδους και προκάλεσε κρίση με τη Ρωσία, στο Ιράκ ξεσήκωσε με την παρουσία στρατευμάτων της την κυβέρνηση της Βαγδάτης και τους Κούρδους, ενώ παράλληλα απεδείχθη εντελώς αναξιόπιστη στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και πολλοί πλέον μιλούν ανοιχτά για το ρόλο της Τουρκίας στην γιγάντωσή του.
Σε όλα αυτά ήλθαν να προστεθούν τα προβλήματα από την προσπάθεια εξόντωσης του κινήματος του Φετουλά Γκλιουλέν από τον Ερντογάν, που συνοδεύτηκε με παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, τον Τύπο και την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Τουρκία, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος με επιθέσεις και περιορισμούς στο Κουρδικό Κόμμα κέρδισε μεν τις δεύτερες εκλογές, ωστόσο δεν σταμάτησε τις μεθοδεύσεις για να εξασφαλίσει την αναγκαία πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση που θα του επιτρέψει συνταγματική αλλαγή και προεδρικές υπερεξουσίες.
Στις χαμηλού ή λίγο εντονότερου επιπέδου αμερικανικές αντιδράσεις και διαβήματα, η τουρκική ηγεσία απαντούσε με προσωποποίηση των επιθέσεων προς εκείνους τους αμερικανούς αξιωματούχους που παρενέβαιναν.
Όπως τον Αμερικανό πρέσβη στη Αγκυρα, ή τον εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, στις 22 Ιανουαρίου, ήταν θυελλώδης και δύο φορές ο Αμερικανός αντιπρόεδρος δήλωσε έτοιμος να αποχωρήσει, όμως η τουρκική προεδρία προτίμησε να σιωπήσει, αποφεύγοντας την παραμικρή δήλωση.
Παρότι οι κόντρες Ουάσιγκτον – Αγκυρας συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό όλο αυτό το διάστημα (με αφορμή και τις επιθέσεις κατά των Κούρδων της Συρίας), ο Ταγίπ Ερντογάν επένδυε πολύ στην επίσκεψή του στις ΗΠΑ, στα τέλη Μαρτίου, με την ευκαιρία της συνόδου κορυφής για τα πυρηνικά στην Ουάσιγκτον, όπου θα συμμετείχαν 50 διεθνείς ηγέτες, την οποία θα συνδύαζε και με τα εγκαίνια ενός μεγάλου τζαμιού και τουρκικού πολιτιστικού κέντρο στο Μέριλαντ, για την ανέγερση του οποίου λέγεται ότι η Τουρκία προσέφερε 100 εκατομμύρια δολάρια.
Στην πραγματικότητα, η παρουσία του Ταγίπ Ερντογάν στη σύνοδο, κάθε άλλο παρά επιβεβλημένη ήταν.
Ο μόνος λόγος ήταν να αξιοποιήσει την παρουσία του στην Ουάσιγκτον για να εξασφαλίσει συνάντηση με τον πρόεδρο Ομπάμα, η οποία θα του επέτρεπε να δείξει στο εσωτερικό της Τουρκίας πως τα προβλήματα οφείλονται σε χαμηλόβαθμους αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης, ενώ ο ίδιος απολαμβάνει την εκτίμηση και εμπιστοσύνη της ηγεσίας.
Ιδιαίτερα επένδυε στην κοινή παρουσία με τον Μπαράκ Ομπάμα στα εγκαίνια του τεμένους στο Μέριλαντ.
Βασιζόμενος στην πρόσκληση που απεύθυνε πέρυσι τον Απρίλιο ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου – μέσω του κ. Κέρι – προς τον πρόεδρο Ομπάμα και την απάντηση των Αμερικανών ότι ο Αμερικανός πρόεδρος αν μπορεί θα παραστεί, ο Τούρκος πρόεδρος έχτισε έναν ολόκληρο επικοινωνιακό σχεδιασμό, με δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου.
Με τον ίδιο τρόπο έγινε προσπάθεια να εξασφαλίσει εκβιαστικά κατ’ ιδίαν συνάντηση στο Λευκό Οίκο.
Ωστόσο, αυτή τη φορά το κλίμα ήταν τόσο αρνητικό, που δεν βρέθηκε ούτε ένας σύμβουλος του Λευκού Οίκου να υποστηρίξει το αίτημα.
Το αντίθετο, πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι είναι καιρός να σταλεί αυστηρό μήνυμα δυσαρέσκειας προς τον Τούρκο πρόεδρο.
Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό για τα σχέδια του Ταγίπ Ερντογάν, που απέτυχε να εξασφαλίσει έστω κι ένα από τα αιτήματά του, καθώς έλαβε υπόσχεση μόνο για πιθανή ανεπίσημη συνομιλία με τον Ομπάμα και στο τέλος ακόμη κι η συνάντησή του με τον αντιπρόεδρο Μπάιντεν θα γίνει στο ξενοδοχείο του κι όχι στο Λευκό Οίκο.
Επιπρόσθετα είχε και μία σύντομη συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών, Τζον Κέρι.
Το «κερασάκι στην τούρτα» ήταν η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να απομακρύνει τις οικογένειες των Αμερικανών κυβερνητικών υπαλλήλων (ανακοινώθηκε την ημέρα της άφιξης του Ερντογάν στις ΗΠΑ) από τα προξενεία των Αδάνων και της Σμύρνης, λόγω πιθανών τρομοκρατικών απειλών.
Η Ουάσιγκτον προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, λέγοντες ότι συμπτωματικά συνέπεσαν οι ημερομηνίες, όμως οι οργισμένες αντιδράσεις στην Τουρκία που μιλούσαν ακόμη και για απόπειρας των ΗΠΑ να ανατρέψουν τον Ερντογάν, αποδεικνύουν το αντίθετο.
Το παιγνίδι του αναντικατάστατου ρόλου της Τουρκίας
Αφού απέτυχαν οι προσπάθειες να στηθεί ένα επικοινωνιακό σκηνικό πάνω σε κοινές εμφανίσεις με τον Μπαράκ Ομπάμα, ο Ταγίπ Ερντογάν κι ο τουρκικός μηχανισμός προπαγάνδας εστίασε τις προσπάθειές του στο να πείσει για τον αναντικατάστατο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή.
Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε – αν έπειθε – να ισχυριστεί ότι οι αμερικανοί έχουν παραπλανηθεί.
Το βράδυ της Τρίτης οργανώθηκε στο ξενοδοχείο Ritz της Ουάσιγκτον, όπου έχει καταλύσει η αποστολή του Ταγίπ Ερντογάν, δείπνο με καλεσμένους κορυφαίους ακαδημαϊκούς και επικεφαλής των μεγαλύτερων δεξαμενών σκέψης της Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με άρθρο του Foreign Policy, «ο Ερντογάν ανυπομονούσε να ανταποδώσει το σνομπάρισμα του Ομπάμα, μιλώντας απευθείας στους ηγέτες των δεξαμενών σκέψης της Ουάσιγκτον, γιατί η Τουρκία είναι κρίσιμη στην στρατηγική των ΗΠΑ και γιατί η κυβέρνηση Ομπάμα το παίρνει ως δεδομένο».
Σύμφωνα με ένας από τους συμμετέχοντες, «το μεγαλύτερο μήνυμα που άκουσα από τον Ερντογάν ήταν, μας χρειάζεστε. Δεν μπορείτε να κερδίσετε τον πόλεμό σας στη Συρία χωρίς εμάς» και επέρριψε τις ευθύνες στα αμερικανικά ΜΜΕ και ορισμένους δημοσιογράφους που εργάζονται εναντίον των τουρκικών συμφερόντων.
Η Τζούλι Σμιθ της δεξαμενής σκέψης Center for a New American Security, πρώην σύμβουλος του αντιπροέδρου Μπάιντεν για την Τουρκία και Νο 2 της ομάδας εξωτερικής πολιτικής της Χίλαρι Κλίντον (με επικεφαλής τον Τζέικ Σάλιβαν), αφού ανέφερε πως ο Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποίησε τη συνάντηση για να βελτιώσει τη θέση του σε μια δύσκολη στιγμή για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, πρόσθεσε:
«Ο πρόεδρος χρειάζεται περισσότερο από ορισμένων ημερών στοχευμένης εμπλοκής, για να ελπίζει ότι θα τροχοδρομήσει ξανά τις σχέσεις. Η Ουάσιγκτον παραμένει βαθιά ενοχλημένη από τις δραστηριότητες του Ερντογάν στη χώρα του, ειδικά σε σχέση του με τον Τύπο και παραμένει ανήσυχη με κεντρικά στοιχεία της εξωτερικής του πολιτικής».
Κάτι που δεν έχει ακόμη αρχίσει να προβάλλεται ευρέως από τους διαμορφωτές πολιτικής στην Ουάσιγκτον είναι ότι αυτή τη φορά οι ΗΠΑ δεν χρειάζονται τόσο πολύ την Τουρκία, όσο η κυβέρνηση κι ο Ερντογάν νομίζουν.
Η συναντίληψη με την Ρωσία για την αντιμετώπιση της συριακής κρίσης και του Ισλαμικού Κράτους και η επένδυση της Ουάσιγκτον στους Κούρδους του Ιράκ και της Συρίας για την εξάρθρωση του ISIL, έχουν υποβαθμίσει τον τουρκικό ρόλο.
Το Ισλαμικό Κράτος χάνει ραγδαία έδαφος στη Συρία, ενώ οι πληροφορίες από το Ιράκ λένε πως αναμένεται από μέρα σε μέρα ανακατάληψη της Μοσούλης.
Τα στοιχεία που έρχονται συνεχώς στη δημοσιότητα για την ανοχή της Τουρκίας στην άνοδο του ISIL αποτελούν ισχυρό όπλο για την Ουάσιγκτον, με το οποίο μπορεί πλέον να εκβιάζει τον Ερντογάν.
Ξαφνικά από την επίσκεψη αναδείχθηκε το κυπριακό
Την Δευτέρα το απόγευμα, στις κοινές δηλώσεις των υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Τουρκίας, Τζον Κέρι και Μεβλούτ Τσαβούσογλου πριν τη συνάντησή της, προέκυψε από το πουθενά μία αισιόδοξη δήλωση για το κυπριακό.
Ο Τούρκος υπουργός μάλλον αιφνιδίασε τον ομόλογό του Τζον Κέρι, που είχε ήδη κάνει την προσφώνηση, με μία θερμή και αισιόδοξη δήλωση, λέγοντας ότι έχουμε κάποια καλά νέα στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου, στην Κύπρο.
«Ελπίζουμε να φτάσουμε σε μία διευθέτηση του κυπριακού το 2016. Η τουρκική πλευρά είναι έτοιμη, Εξ αιτίας των εκλογών στο νότο υπάρχει κάποια ελαφρά επιβράδυνση, αλλά μετά τις εκλογές ελπίζουμε να φτάσουμε σε μία διευθέτηση. Και οι ΗΠΑ δίνουν την πλήρη τους υποστήριξη στη διαδικασία αυτή, όπως κι η Τουρκία».
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, που είχε ήδη ολοκληρώσει την προσφώνησή του, παρενέβη, συμπληρώνοντας ότι δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει περισσότερο.
«Είμαστε βαθιά δεσμευμένοι και εμπλεκόμενοι στις συνομιλίες για το κυπριακό. ήμουν προσωπικά στην Κύπρο, όπως κι ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν. Συναντηθήκαμε με άτομα και στις δύο πλευρές, όπως και μεμονωμένες χώρες. Θα συνεχίσουμε να πιέζουμε πάρα πολύ σκληρά στην κατεύθυνση μιας επίλυσης της κυπριακής κρίσης. Εχει διαρκέσει πάρα πολύ», κατέληξε ο Τζον Κέρι.
Πολιτικός αναλυτής στην Ουάσιγκτον υποστήριξε ότι το κυπριακό ίσως είναι το μοναδικό θέμα στο οποίο αυτή τη στιγμή υπάρχει κοινός τόπος ΗΠΑ – Τουρκίας, τουλάχιστον σε σχέση με την επιθυμία να υπάρξει λύση εντός του 2016.
Ωστόσο αρκετοί βλέπουν στη σπουδή της τουρκικής πλευράς να μιλήσει για πρόοδο – την στιγμή που στα βασικά ζητήματα (εγγυήσεις, στρατεύματα, εδαφικό) η θέση της παραμένει αμετακίνητη, ως μία προσπάθεια δημιουργίας αντιπερισπασμού και πρόταξης ενός θέματος όπου οι δύο πλευρές έχουν κοινή στάση, όταν σ’ όλα τα άλλα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις υπάρχει χάσμα.
H αναφορά στην ετοιμότητα της Τουρκίας να στηρίξει τη λύση του κυπριακού, θυμίζει εν πολλοίς την δήλωση Ερντογάν το 2004 πως «η Τουρκία θα βρίσκεται μία κίνηση μπροστά από τους Ελληνοκύπριους», ωστόσο τότε ήταν προφανές που είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ουάσιγκτον σε πολλές από τις απαιτήσεις της στο κυπριακό, με ανταλλάγματα το άνοιγμα της βόρειας οδού ενίσχυσης των αμερικανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στο Ιράκ.
Σήμερα που ουσιαστικά δεν υπάρχει κάτι που να χρειάζεται τόσο πολύ η Ουάσιγκτον από την Αγκυρα, ώστε να δώσει ανταλλάγματα, είναι δυνατόν το παιγνίδι στο κυπριακό να παιχτεί με ίσους όρους.
Κατ’ ακρίβεια, η αλλαγή στάσης της Τουρκίας στο κυπριακό ώστε να μπορέσει να υπάρξει συμφωνία και η μεσολάβηση στην αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ είναι δύο ζητήματα που μπορεί πλέον η Ουάσιγκτον να χρησιμοποιήσει ως ανταλλάγματα για την βελτίωση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Αρκεί η Λευκωσία να διατυπώσει εκ νέου ξεκάθαρα τις θέσεις και τις κόκκινες γραμμές της.
Ωστόσο υπάρχει και η πιθανότητα οι κακές σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας να λειτουργήσουν αρνητικά στο κυπριακό, αφού είναι δυνατόν η παράτασή τους να αφαιρέσει κάθε μοχλό πίεσης προς την Τουρκία, η οποία για την ώρα, προτάσσοντας τις βουλευτικές εκλογές στην Κύπρο ως δικαιολογία, αποφεύγει την συζήτηση της ουσίας στα κεντρικά θέματα του κυπριακού.
Ανάλυση του Αποστόλη Ζουπανιώτη από τη Νέα Υόρκη στο Greek News
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου