Παίζοντας εκ του ασφαλούς, καταφέρνει να επιβάλλει τους όρους
του και να αποκομίζει τεράστια κέρδη, ενδεδυμένος τις περισσότερες φορές
το μανδύα του ευεργέτη και του προστάτη.
Αν γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν, θα ανακαλύψουμε ότι οι σημερινές περιπέτειες της χώρας δεν είναι πρωτόγνωρες. Αυτό όμως που είναι πραγματικά εντυπωσιακό, εστιάζεται στις πρακτικές που ακολουθούν οι δανειστές. Τα «κόλπα» με τις προμήθειες, η κερδοσκοπία με τα «ξεχασμένα» ομόλογα και η παρακράτηση από τα νέα δάνεια των τοκοχρεωλυσίων των παλαιότερων δανείων, είναι πρακτικές που ακολούθησαν με ζήλο, υπομονή και επιμονή και οι πρόγονοι των σημερινών δανειστών.
Τρείς ιστορίες από το παρελθόν δείχνουν, ότι οι σημερινοί δανειστές δεν είναι ούτε καν πρωτότυποι. Δείχνουν επίσης ότι ακόμα και ο σκληρός Σόιμπλε δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ακολουθήσει τους εκβιασμούς του Βίσμαρκ σχεδόν 135 χρόνια πρίν.
1η ιστορία:
Με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1832, η Ελλάδα πήρε ένα δάνειο 60 εκατ. φράγκων και τον … Όθωνα. Οι δανειστές εξασφάλισαν τα χρήματά τους, καθώς ο Όθωνας συμφώνησε ότι από τα δημόσια ταμεία θα έβγαιναν πρώτα τα χρήματα για τις αποπληρωμές των χρεολυσίων και μετά θα πληρώνονταν κάθε άλλη δημόσια δαπάνη, μηδέ των μισθών εξαιρουμένων.
Αλλά ακολουθώντας τις γνωστές από τα δάνεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας πρακτικές, αφαίρεσαν από το ποσό των 60 εκατ., περίπου 33 εκατ. και έτσι στην Ελλάδα έφτασαν μόνον τα 27 εκατ. Με αυτά τα 33 εκατ. πληρώθηκαν 2 εκατ. από προηγούμενες οφειλές, προμήθειες, ενώ δόθηκαν και περί τα 11 εκατ. στον Σουλτάνο, για την αγορά της Φθιώτιδας, της Φωκίδας και της Εύβοιας, που ήταν ήδη ελεύθερες περιοχές. Στους όρους του δανείου προβλέπονταν επίσης να πληρωθούν τα έξοδα της Αντιβασιλείας και οι μισθοί των βαυαρών μισθοφόρων της. Έτσι στο τέλος, το ζεστό χρήμα που μπήκε στα δημόσια ταμεία ήταν 2,7 εκατ. φράγκα!
2η ιστορία:
Το 1879, μετά από έναν πολυετή αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές, συνήφθη ένα νέο δάνειο. Για να γίνει εφικτή η υπογραφή του, η Ελλάδα ήρθε σε συμβιβασμό με τους δανειστές της, παλαιούς και νέους. Τότε ήταν που ο γερμανός καγκελάριος Βίσμαρκ, απείλησε να μπλοκάρει τη συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας αν δεν εξοφλούνταν άμεσα οι Βαυαροί κάτοχοι ομολόγων. Με το συμβιβασμό αυτό, η Ελλάδα ανέλαβε να εξοφλεί τους «θεσμικούς επενδυτές» του 1832 και τους ιδιώτες ομολογιούχους των δανείων της ανεξαρτησίας.
Αρκετοί από αυτούς είχαν αγοράσει από την ελεύθερη αγορά ομόλογα ονομαστικής αξίας 100 δρχ. μέχρι και 5 δρχ. Γενικά, όσοι επένδυσαν στη μακρά διάρκεια και αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά τα χρεόγραφα, ιδίως την περίοδο 1827-1847, προφανώς σε εξευτελιστικές τιμές, είδαν (όχι οι ίδιοι αλλά οι κληρονόμοι τους), το κεφάλαιό τους έως και να εξαπλασιάζεται, μετά το συμβιβασμό του 1878-1879. Και τούτο διότι, ως το 1930 –δηλαδή πάνω από έναν αιώνα μετά τη σύναψη του πρώτου δανείου- ο συμβιβασμός υποχρέωνε το ελληνικό κράτος να καταβάλει αδιαλείπτως στους ομολογιούχους 2,5% επί του κεφαλαίου.
3η ιστορία:
Σε 14 χρόνια (από το 1879 έως το 1893), η Ελλάδα δανείστηκε σχεδόν 640 εκατ. γαλλικά φράγκα και πλήρωσε για τόκους, χρεολύσια και μεσιτικά, περίπου 536. Από τα 640 εκατ. μόνο τα 38 πήγαν για επενδύσεις. Το δημόσιο χρέος της χώρας από 60% του ΑΕΠ που ήταν το 1876, έφθασε να διπλασιαστεί το 1884 και να τετραπλασιαστεί το 1887. Το 1893, τη χρονιά της επίσημης χρεοκοπίας, είχε εκτιναχτεί στο επταπλάσιο και αντιστοιχούσε στο 230% του ΑΕΠ .
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι από κάποια στιγμή κι έπειτα, τα νέα δάνεια εξυπηρετούσαν ουσιαστικά την εξυπηρέτηση των παλαιών τοκοχρεολυσίων. Επίσης λόγω των επαχθών όρων σύναψής τους, εκδίδονταν όλα κάτω του αρτίου. Έτσι, από το ονομαστικό κεφάλαιο των περίπου 640 εκατ. έφθασαν τελικά στα ελληνικά θησαυροφυλάκια μόνο τα 459 εκατ. Όταν ακούστηκε το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» , οι δανειστές επέβαλλαν τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (το 1898) επιβάλλοντας …δημοσιονομική πειθαρχία.
Από
tilegrafima
Αν γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν, θα ανακαλύψουμε ότι οι σημερινές περιπέτειες της χώρας δεν είναι πρωτόγνωρες. Αυτό όμως που είναι πραγματικά εντυπωσιακό, εστιάζεται στις πρακτικές που ακολουθούν οι δανειστές. Τα «κόλπα» με τις προμήθειες, η κερδοσκοπία με τα «ξεχασμένα» ομόλογα και η παρακράτηση από τα νέα δάνεια των τοκοχρεωλυσίων των παλαιότερων δανείων, είναι πρακτικές που ακολούθησαν με ζήλο, υπομονή και επιμονή και οι πρόγονοι των σημερινών δανειστών.
Τρείς ιστορίες από το παρελθόν δείχνουν, ότι οι σημερινοί δανειστές δεν είναι ούτε καν πρωτότυποι. Δείχνουν επίσης ότι ακόμα και ο σκληρός Σόιμπλε δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ακολουθήσει τους εκβιασμούς του Βίσμαρκ σχεδόν 135 χρόνια πρίν.
1η ιστορία:
Με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1832, η Ελλάδα πήρε ένα δάνειο 60 εκατ. φράγκων και τον … Όθωνα. Οι δανειστές εξασφάλισαν τα χρήματά τους, καθώς ο Όθωνας συμφώνησε ότι από τα δημόσια ταμεία θα έβγαιναν πρώτα τα χρήματα για τις αποπληρωμές των χρεολυσίων και μετά θα πληρώνονταν κάθε άλλη δημόσια δαπάνη, μηδέ των μισθών εξαιρουμένων.
Αλλά ακολουθώντας τις γνωστές από τα δάνεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας πρακτικές, αφαίρεσαν από το ποσό των 60 εκατ., περίπου 33 εκατ. και έτσι στην Ελλάδα έφτασαν μόνον τα 27 εκατ. Με αυτά τα 33 εκατ. πληρώθηκαν 2 εκατ. από προηγούμενες οφειλές, προμήθειες, ενώ δόθηκαν και περί τα 11 εκατ. στον Σουλτάνο, για την αγορά της Φθιώτιδας, της Φωκίδας και της Εύβοιας, που ήταν ήδη ελεύθερες περιοχές. Στους όρους του δανείου προβλέπονταν επίσης να πληρωθούν τα έξοδα της Αντιβασιλείας και οι μισθοί των βαυαρών μισθοφόρων της. Έτσι στο τέλος, το ζεστό χρήμα που μπήκε στα δημόσια ταμεία ήταν 2,7 εκατ. φράγκα!
2η ιστορία:
Το 1879, μετά από έναν πολυετή αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές, συνήφθη ένα νέο δάνειο. Για να γίνει εφικτή η υπογραφή του, η Ελλάδα ήρθε σε συμβιβασμό με τους δανειστές της, παλαιούς και νέους. Τότε ήταν που ο γερμανός καγκελάριος Βίσμαρκ, απείλησε να μπλοκάρει τη συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας αν δεν εξοφλούνταν άμεσα οι Βαυαροί κάτοχοι ομολόγων. Με το συμβιβασμό αυτό, η Ελλάδα ανέλαβε να εξοφλεί τους «θεσμικούς επενδυτές» του 1832 και τους ιδιώτες ομολογιούχους των δανείων της ανεξαρτησίας.
Αρκετοί από αυτούς είχαν αγοράσει από την ελεύθερη αγορά ομόλογα ονομαστικής αξίας 100 δρχ. μέχρι και 5 δρχ. Γενικά, όσοι επένδυσαν στη μακρά διάρκεια και αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά τα χρεόγραφα, ιδίως την περίοδο 1827-1847, προφανώς σε εξευτελιστικές τιμές, είδαν (όχι οι ίδιοι αλλά οι κληρονόμοι τους), το κεφάλαιό τους έως και να εξαπλασιάζεται, μετά το συμβιβασμό του 1878-1879. Και τούτο διότι, ως το 1930 –δηλαδή πάνω από έναν αιώνα μετά τη σύναψη του πρώτου δανείου- ο συμβιβασμός υποχρέωνε το ελληνικό κράτος να καταβάλει αδιαλείπτως στους ομολογιούχους 2,5% επί του κεφαλαίου.
3η ιστορία:
Σε 14 χρόνια (από το 1879 έως το 1893), η Ελλάδα δανείστηκε σχεδόν 640 εκατ. γαλλικά φράγκα και πλήρωσε για τόκους, χρεολύσια και μεσιτικά, περίπου 536. Από τα 640 εκατ. μόνο τα 38 πήγαν για επενδύσεις. Το δημόσιο χρέος της χώρας από 60% του ΑΕΠ που ήταν το 1876, έφθασε να διπλασιαστεί το 1884 και να τετραπλασιαστεί το 1887. Το 1893, τη χρονιά της επίσημης χρεοκοπίας, είχε εκτιναχτεί στο επταπλάσιο και αντιστοιχούσε στο 230% του ΑΕΠ .
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι από κάποια στιγμή κι έπειτα, τα νέα δάνεια εξυπηρετούσαν ουσιαστικά την εξυπηρέτηση των παλαιών τοκοχρεολυσίων. Επίσης λόγω των επαχθών όρων σύναψής τους, εκδίδονταν όλα κάτω του αρτίου. Έτσι, από το ονομαστικό κεφάλαιο των περίπου 640 εκατ. έφθασαν τελικά στα ελληνικά θησαυροφυλάκια μόνο τα 459 εκατ. Όταν ακούστηκε το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» , οι δανειστές επέβαλλαν τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (το 1898) επιβάλλοντας …δημοσιονομική πειθαρχία.
Τα έσχατα
- Από Desk Ekklisiaonline
Επισκόπου Κάλλιστου Γουέαρ
Για τον χριστιανό δεν υπάρχουν παρά δύο έσχατες επιλογές: ο ουρανός και η κόλαση.
Η Εκκλησία προσδοκά την τελική ολοκλήρωση, που στην Ελληνική θεολογία αποκαλείται αποκατάστασις, όταν ο Χριστός θα επιστρέψει «εν δόξη» για να κρίνει «ζώντας και νεκρούς».
Για τον χριστιανό δεν υπάρχουν παρά δύο έσχατες επιλογές: ο ουρανός και η κόλαση.
Η Εκκλησία προσδοκά την τελική ολοκλήρωση, που στην Ελληνική θεολογία αποκαλείται αποκατάστασις, όταν ο Χριστός θα επιστρέψει «εν δόξη» για να κρίνει «ζώντας και νεκρούς».
Η τελική αποκατάσταση περιλαμβάνει τη λύτρωση και τον δοξασμό της ύλης:
κατά την Εσχάτη Ημέρα οι δίκαιοι θα εγερθούν εκ των νεκρών και θα
ξαναβρούν τα σώματά τους, όχι όπως αυτά είναι τώρα, αλλά μεταμορφωμένα
και «πνευματικά», στα οποία η εσωτερική αγιότητα θα εκχέεται προς τα
έξω. Δεν θα μεταμορφωθούν δε μόνο τα σώματά μας, αλλ’ ολόκληρη η υλική
τάξη της κτίσης: ο Θεός θα δημιουργήσει «καινούς ουρανούς και καινήν
γην».
Αλλ’ η κόλαση υπάρχει όσο και ο ουρανός. Πρόσφατα πολλοί χριστιανοί, όχι μόνο στη Δύση, αλλά κατά καιρούς και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έφταναν στο σημείο να πιστεύουν πως η ιδέα της κόλασης είναι ασυμβίβαστη με την πίστη σ’ ένα Θεό που αγαπά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός φανερώνει μια θλιβερή και επικίνδυνη «σύγχυση φρενών». Ενώ βεβαίως αληθεύει πως ο Θεός μάς αγαπά με μια άπειρη αγάπη, είναι εξίσου αληθές πως μάς προίκισε μ’ ελεύθερη βούληση. Και εφόσον διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, έχουμε τη δυνατότητα ν’ απορρίψουμε τον Θεό. Αν αρνηθούμε την κόλαση, αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση. «Ουδείς ούτως αγαθός και οικτίρμων, ως ο Θεός», γράφει ο Μάρκος ο Μοναχός ή Ερημίτης (αρχές 5ου αιώνα), «τω δε μη μετανοούντι, ουδέ αυτός αφίησι». Ο Θεός δεν μάς υποχρεώνει να Τον αγαπάμε, επειδή η αγάπη δεν είναι αγάπη αν δεν είναι ελεύθερη. Πώς λοιπόν μπορεί ο Θεός να συμφιλιωθεί μ’ αυτούς που αρνούνται κάθε συμφιλίωση;
Δεν υπάρχει φυσικά καμιά τρομοκρατία στην Ορθόδοξη περί Θεού διδασκαλία. Οι Ορθόδοξοι δεν σκύβουν δουλικώς μπροστά στον Θεό από φόβο, αλλά Τον θεωρούν ως φιλάνθρωπο, «εραστή του ανθρώπου». Δεν ξεχνούν όμως πως ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα έρθει ως κριτής.
Η κόλαση δεν είναι τόσο ένας τόπος όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, όσο ένας τόπος τον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη θέλησή τους, διαλέγουν για να φυλακίσουν τον εαυτό τους. Ακόμη και στην κόλαση οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού, αλλ’ αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανα, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής. «Η αγάπη του Θεού θα είναι ένα ανυπόφορο βάσανο γι’ αυτούς που δεν την έχουν αποκτήσει μέσα τους».
Η κόλαση υπάρχει ως τελική δυνατότητα, αλλ’ αρκετοί Πατέρες πιστεύουν, παρ’ όλα αυτά, πως στο τέλος όλοι θα συμφιλιωθούν με τον Θεό. Είναι αιρετικό το να λέμε πως όλοι υποχρεούνται να σωθούν, επειδή μ’ αυτό αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Είναι όμως θεμιτό να ελπίζουμε πώς όλοι ίσως σωθούν. Μέχρι να έρθει η Έσχατη Ημέρα, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε για τη σωτηρία κανενός, και επιβάλλεται να προσευχόμαστε και να επιθυμούμε τη συμφιλίωση των πάντων χωρίς εξαίρεση. Κανείς δεν πρέπει να διαφεύγει από τις πρεσβείες της αγάπης μας. «Τι εστιν καρδιά που καίει με αγάπη για ολόκληρη την κτίση, για τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα θηρία, για τους δαίμονες, για όλα τα δημιουργήματα». Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει πως είναι θεμιτό οι χριστιανοί να ελπίζουν ακόμη και για τη λύτρωση του διαβόλου.
Η Βίβλος καταλήγει σε μια φράση έντονης προσδοκίας: «Ναι έρχομαι ταχύ. Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Με το ίδιο πνεύμα έντονης ελπίδας οι πρώτοι χριστιανοί συνήθιζαν να προσεύχονται, «Η χάρις ελθέτω και ο κόσμος παρελθέτω». Από κάποια άποψη όμως οι πρώτοι χριστιανοί είχαν άδικο: φαντάζονταν πως το τέλος του κόσμου θα συνέβαινε σχεδόν αμέσως, ενώ στην πραγματικότητα έχουν περάσει δύο χιλιετίες και το τέλος δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν ανήκει σε μάς να γνωρίζουμε τους χρόνους και τους καιρούς, και ίσως η παρούσα τάξη να διαρκέσει για πολύ περισσότερες χιλιετίες.
Από κάποια όμως άλλη άποψη, η αρχαία Εκκλησία είχε δίκιο. Επειδή όποτε κι αν έρθει το τέλος, νωρίς ή αργά, είναι πάντοτε επικείμενο, πνευματικά βρίσκεται διαρκώς κοντά μας, κι όταν ακόμη δεν βρίσκεται χρονικά κοντά μας. Η ημέρα του Κυρίου θα έλθει «ως κλέπτης εν νυκτί», την ώρα που δεν την περιμένουμε. Συνεπώς οι χριστιανοί, όπως στους αποστολικούς χρόνους, έτσι και σήμερα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμοι, γεμάτοι αναμονή. Ένα από τα πιο ενθαρρυντικά σημεία ανανέωσης στη σύγχρονη Ορθοδοξία είναι η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη Δευτέρα Παρουσία και τη σημασία της. «Όταν κάποιος πάστορας, που βρισκόταν σ’ επίσκεψη στη Ρωσία, ρώτησε ποιο είναι το πιο καυτό πρόβλημα της Ρωσικής Εκκλησίας, ένας ιερέας του απάντησε χωρίς δισταγμό: η Δευτέρα Παρουσία».
Όμως η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι απλώς ένα γεγονός του μέλλοντος, επειδή στη ζωή της Εκκλησίας ο Μέλλοντας Αιώνας έχει ήδη προβάλει μέσα στον παρόντα αιώνα. Για τα μέλη της Εκκλησίας, οι «Έσχατοι Χρόνοι» έχουν ήδη τεθεί σε ενέργεια, καθότι εδώ και τώρα οι χριστιανοί απολαμβάνουν τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού. Ναι, έρχου, Κύριε Ιησού. Έχει ήδη έρθει, στη θεία Λειτουργία και στη λατρεία της Εκκλησίας.
Αλλ’ η κόλαση υπάρχει όσο και ο ουρανός. Πρόσφατα πολλοί χριστιανοί, όχι μόνο στη Δύση, αλλά κατά καιρούς και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έφταναν στο σημείο να πιστεύουν πως η ιδέα της κόλασης είναι ασυμβίβαστη με την πίστη σ’ ένα Θεό που αγαπά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός φανερώνει μια θλιβερή και επικίνδυνη «σύγχυση φρενών». Ενώ βεβαίως αληθεύει πως ο Θεός μάς αγαπά με μια άπειρη αγάπη, είναι εξίσου αληθές πως μάς προίκισε μ’ ελεύθερη βούληση. Και εφόσον διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, έχουμε τη δυνατότητα ν’ απορρίψουμε τον Θεό. Αν αρνηθούμε την κόλαση, αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση. «Ουδείς ούτως αγαθός και οικτίρμων, ως ο Θεός», γράφει ο Μάρκος ο Μοναχός ή Ερημίτης (αρχές 5ου αιώνα), «τω δε μη μετανοούντι, ουδέ αυτός αφίησι». Ο Θεός δεν μάς υποχρεώνει να Τον αγαπάμε, επειδή η αγάπη δεν είναι αγάπη αν δεν είναι ελεύθερη. Πώς λοιπόν μπορεί ο Θεός να συμφιλιωθεί μ’ αυτούς που αρνούνται κάθε συμφιλίωση;
Δεν υπάρχει φυσικά καμιά τρομοκρατία στην Ορθόδοξη περί Θεού διδασκαλία. Οι Ορθόδοξοι δεν σκύβουν δουλικώς μπροστά στον Θεό από φόβο, αλλά Τον θεωρούν ως φιλάνθρωπο, «εραστή του ανθρώπου». Δεν ξεχνούν όμως πως ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα έρθει ως κριτής.
Η κόλαση δεν είναι τόσο ένας τόπος όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, όσο ένας τόπος τον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη θέλησή τους, διαλέγουν για να φυλακίσουν τον εαυτό τους. Ακόμη και στην κόλαση οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού, αλλ’ αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανα, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής. «Η αγάπη του Θεού θα είναι ένα ανυπόφορο βάσανο γι’ αυτούς που δεν την έχουν αποκτήσει μέσα τους».
Η κόλαση υπάρχει ως τελική δυνατότητα, αλλ’ αρκετοί Πατέρες πιστεύουν, παρ’ όλα αυτά, πως στο τέλος όλοι θα συμφιλιωθούν με τον Θεό. Είναι αιρετικό το να λέμε πως όλοι υποχρεούνται να σωθούν, επειδή μ’ αυτό αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Είναι όμως θεμιτό να ελπίζουμε πώς όλοι ίσως σωθούν. Μέχρι να έρθει η Έσχατη Ημέρα, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε για τη σωτηρία κανενός, και επιβάλλεται να προσευχόμαστε και να επιθυμούμε τη συμφιλίωση των πάντων χωρίς εξαίρεση. Κανείς δεν πρέπει να διαφεύγει από τις πρεσβείες της αγάπης μας. «Τι εστιν καρδιά που καίει με αγάπη για ολόκληρη την κτίση, για τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα θηρία, για τους δαίμονες, για όλα τα δημιουργήματα». Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει πως είναι θεμιτό οι χριστιανοί να ελπίζουν ακόμη και για τη λύτρωση του διαβόλου.
Η Βίβλος καταλήγει σε μια φράση έντονης προσδοκίας: «Ναι έρχομαι ταχύ. Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Με το ίδιο πνεύμα έντονης ελπίδας οι πρώτοι χριστιανοί συνήθιζαν να προσεύχονται, «Η χάρις ελθέτω και ο κόσμος παρελθέτω». Από κάποια άποψη όμως οι πρώτοι χριστιανοί είχαν άδικο: φαντάζονταν πως το τέλος του κόσμου θα συνέβαινε σχεδόν αμέσως, ενώ στην πραγματικότητα έχουν περάσει δύο χιλιετίες και το τέλος δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν ανήκει σε μάς να γνωρίζουμε τους χρόνους και τους καιρούς, και ίσως η παρούσα τάξη να διαρκέσει για πολύ περισσότερες χιλιετίες.
Από κάποια όμως άλλη άποψη, η αρχαία Εκκλησία είχε δίκιο. Επειδή όποτε κι αν έρθει το τέλος, νωρίς ή αργά, είναι πάντοτε επικείμενο, πνευματικά βρίσκεται διαρκώς κοντά μας, κι όταν ακόμη δεν βρίσκεται χρονικά κοντά μας. Η ημέρα του Κυρίου θα έλθει «ως κλέπτης εν νυκτί», την ώρα που δεν την περιμένουμε. Συνεπώς οι χριστιανοί, όπως στους αποστολικούς χρόνους, έτσι και σήμερα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμοι, γεμάτοι αναμονή. Ένα από τα πιο ενθαρρυντικά σημεία ανανέωσης στη σύγχρονη Ορθοδοξία είναι η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη Δευτέρα Παρουσία και τη σημασία της. «Όταν κάποιος πάστορας, που βρισκόταν σ’ επίσκεψη στη Ρωσία, ρώτησε ποιο είναι το πιο καυτό πρόβλημα της Ρωσικής Εκκλησίας, ένας ιερέας του απάντησε χωρίς δισταγμό: η Δευτέρα Παρουσία».
Όμως η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι απλώς ένα γεγονός του μέλλοντος, επειδή στη ζωή της Εκκλησίας ο Μέλλοντας Αιώνας έχει ήδη προβάλει μέσα στον παρόντα αιώνα. Για τα μέλη της Εκκλησίας, οι «Έσχατοι Χρόνοι» έχουν ήδη τεθεί σε ενέργεια, καθότι εδώ και τώρα οι χριστιανοί απολαμβάνουν τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού. Ναι, έρχου, Κύριε Ιησού. Έχει ήδη έρθει, στη θεία Λειτουργία και στη λατρεία της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου