Ο ιερομόναχος Μάξιμος Καρυώτης, συνεχίζοντας τη διήγησή του, μας λέει:
Οι μοναχοί, κ. Μελινέ, έχουν αναγάγει την προσευχή σ’ επιστήμη, διότι ξέρουν ότι χωρίς προσευχή δεν έχει νόημα η ζωή τους ούτε γεμίζει ο χρόνος ούτ’ έρχεται στην καρδιά τους η ευλογία του Θεού, δηλαδή δεν αισθάνονται καμιά δύναμη και χαρά. Αλλά η προσευχή είναι απαραίτητη μόνο για τους μοναχούς;
Θα ήταν αυτή η αλήθεια, αν μπορούσε να μας βεβαιώσει κανείς ότι οι εν
τω κόσμω πιστοί, για να ζήσουν και να σωθούν, δεν έχουν ανάγκη την
ευλογία του Θεού, την πληρότητα και ανάπαυση που προσφέρει ο Θεός μόνο
διά της προσευχής.Οι μοναχοί, κ. Μελινέ, έχουν αναγάγει την προσευχή σ’ επιστήμη, διότι ξέρουν ότι χωρίς προσευχή δεν έχει νόημα η ζωή τους ούτε γεμίζει ο χρόνος ούτ’ έρχεται στην καρδιά τους η ευλογία του Θεού, δηλαδή δεν αισθάνονται καμιά δύναμη και χαρά. Αλλά η προσευχή είναι απαραίτητη μόνο για τους μοναχούς;
Δεν έχει σημασία πόσο τέλεια και καθαρή προσευχή μπορεί να κάνει κανείς αλλά η καλή του διάθεση και προσπάθεια. Αλλιώς, δεν θα συνιστούσε ο Κύριος στον καθένα να εισέλθει στο ιδιαίτερο δωμάτιό του και, αφού κλείσει την πόρτα του για να μη τον βλέπει κανείς, να προσευχηθεί μυστικά στον ουράνιο Πατέρα του. Ως προς το θέμα τι να προτιμά κανείς -την ανάγνωση των καθιερωμένων εκκλησιαστικών προσευχών ή την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»-, μπορούμε ν’ απαντήσουμε με τον λόγο του αποστόλου: «Δοκιμάσατε και τα δύο και κρατήσατε ό,τι σας αναπαύει». Πάντως, σύμφωνα με το παράδειγμα αγίων Πατέρων και εκ της ταπεινής πείρας μου, γνωρίζω ότι με την «ευχή» που προστίθεται στις σύντομες προσευχές της Εκκλησίας και με κάποια αυτοσχέδια λόγια μπορεί κανείς να αισθανθεί μέσα του περισσότερη ευλογία και ανάπαυση, παρά με την άμετρη πολυλογία, ιδίως αν δεν την κατανοεί.
Το κομποσκοίνι είναι ένα πρακτικό εργαλείο που εξυπηρετεί τον προσευχόμενο για να μην απασχολεί τον νου του στο μέτρημα των ευχών, αλλά να προσηλώνεται στο νόημα των λέξεων. Επειδή ο Θεός είναι ο «διδούς ευχήν τω ευχομένω», φρονούμε ταπεινά ότι δεν έχει πρακτικήν αξία καμία τεχνική για τη μεταφορά του νοός στην καρδιά. Οποιος θέλει να μάθει την προσευχή πρέπει ν’ αγωνίζεται για να κατακτήσει όλο και περισσότερο την αρετή και να προσεύχεται καθημερινά, ιδίως μετά τη σωματική του ανάπαυση, οπότε είναι ξεκούραστος και ο νους.
Η μακροχρόνια προσευχή θα διδάξει και τη σωστή προσευχήν. Οι πολλοί σταυροί, όσοι και οι κόμποι του κομποσκοινιού -ενώ τα λόγια λέγονται σε αργότερο ρυθμό-, βοηθούν στη συγκέντρωση του νου. Εκτός αυτών κι εκτός της προσευχής, με πολλές μικρές και μεγάλες «μετάνοιες» μπορεί να βοηθηθεί κανείς, αν ένα μέρος του «κανόνα» του το κάνει λέγοντας την ευχή νοερά, παρακολουθώντας και την αναπνοήν έτσι ώστε στην εισπνοή να λέει «Κύριε Ιησού Χριστέ» και στην εκπνοήν «ελέησόν με».
Πάντως, είναι απαραίτητο να συμβουλευθεί ο ενδιαφερόμενος τον Πνευματικό του, διότι, όταν δεν υπάρχει ταπείνωση και αρετή, αντί για τη χάρη του Θεού, έρχεται ο διάβολος, σε σημείο που πολλοί Πατέρες -λόγω του κινδύνου αυτού- αποτρέπουν τους πιστούς από τη συστηματική και βαθιά προσευχή με το κομποσκοίνι.
Κάποια φορά μου είπε ο Γέρων Παΐσιος:
«Ηταν ένας νέος στην Αθήνα ο οποίος ζούσε ζωή αμαρτωλή, αλλά έδωσε ο Θεός και μετενόησε. Πήγε να εξομολογηθεί σ’ έναν Πνευματικό και αυτός του όρισε κανόνα προσευχής και μετανοιών. Με προθυμία δέχθηκε ο νέος την πρόταση, αλλά έπειτα από λίγες γονυκλισίες πόνεσε η μέση του τόσο που του ερχόταν η ιδέα να σταματήσει την άσκηση αυτή. Ομως με ανδρεία επιβλήθηκε στον εαυτό του, κάνοντας τον εξής συλλογισμό: “Ταλαίπωρε, όσο επιδιδόσουν στις αμαρτίες δεν σκεπτόσουν τίποτε άλλο παρά μόνο το πώς θα ικανοποιήσεις την επιθυμία σου. Τώρα που έδωσε ο Θεός να δείξεις τη μετάνοιά σου με μερικές γονυκλισίες δεν μπορείς να κάνεις λίγην υπομονήν; Εμπρός, συνέχισε αυτήν τη μικρή άσκηση και μην ψάχνεις να βρεις δικαιολογίες”. Χάρη σ’ αυτή την απόφασή του, ο Θεός τον αξίωσε μεγάλης ευλογίας και θείου φωτισμού, τόσο που πήγε να το αναφέρει στον Πνευματικό. Εκείνος του είπε με ταπείνωση: “Παιδί μου, εγώ ξέρω λίγα πράγματα για την προσευχή και την άσκηση, αλλά δεν ξέρω από τέτοια χαρίσματα. Γι’ αυτό πήγαινε καλύτερα στο Αγιον Ορος και ζήτησε τη συμβουλή του Γέροντος Παϊσίου”».
– Μ.Μ.: Πάτερ Μάξιμε, καταγράφουμε με μεγάλη προσοχή όλα όσα μας λέτε. Τις θέσεις και τις εξίσου παιδαγωγικές αντιθέσεις... Σ’ αυτό το σημείο που βρίσκεται η συζήτηση -εδώ στον χώρο της ασκήσεως και του αγώνος σας- χρήσιμο, νομίζω, θα είναι να μας μιλήσετε για την πλάνην η οποία ελλοχεύει κάθε στιγμή, πάντα και παντού, για να μας αποτρέψει να γευθούμε τη θεία χάρη.
– Ιερομ. Μ.: Ο διάβολος, που πάντοτε μισεί το καλό και το κάλλος (γι’ αυτό λέγεται μισόκαλλος), δεν μένει αργός στην προσπάθειά μας για την αιώνια σωτηρία. Διακρίνεται σε τρεις φάσεις ο αγώνας του: Πρώτα φροντίζει να μην επιτρέψει να πιστέψει ο άνθρωπος στην Αλήθεια. Γι’ αυτό τον κρατά στην αθεΐα, στη σατανολατρία, στις άλλες θρησκείες ή και στις αιρέσεις. Διευκολύνει μάλιστα τους πλανεμένους σε μερικά προβλήματά τους, ακόμη και στην... αρετή! Σε δεύτερη φάση -αν χάσει στο προηγούμενο στάδιο κι έλθει κάποιος στην Ορθοδοξίαν- ο διάβολος τον σπρώχνει να πέσει στις αμαρτίες, σε πτώσεις προς τ’ «αριστερά». Γι’ αυτό υπάρχουν πιστοί οι οποίοι συνεχώς αγωνίζονται, αλλά δυσκολεύονται στον πνευματικό τους αγώνα. Ομως, εφόσον είναι μέλη της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας κι εφόσον αγωνίζονται ισοβίως, σώζονται διά της μετανοίας και των Μυστηρίων. Σε τρίτη φάση, αν κάποιος καταφέρει να νικήσει τα πάθη του, τότε ο διάβολος προσπαθεί να τον πείσει ότι έγινε τέλειος, ότι δεν έχει ανάγκη κανένα συνάνθρωπό του και τον σπρώχνει έτσι στην υπερηφάνεια. Μάλιστα του εμφανίζεται και σαν «άγγελος φωτός», σαν «Παναγία» και σαν «Χριστός»!
Αυτή είναι η εκ δεξιών πλάνη. Κι επειδή η πτώση αυτή έρχεται βαθμιαία, πρέπει -ο θέλων να σωθεί- πάση θυσία να κρατιέται από την ασφαλή άγκυρα της ολόψυχης ταπεινοφροσύνης και της άτεγκτης αυτομεμψίας, αλλά και χωρίς να φθάνει στην απόγνωση.
Αντιθέτως, όποιος με τη χάρη του Θεού καταφέρει να νικήσει τον αόρατον εχθρό και στις τρεις φάσεις του πολέμου του είναι όντως ταπεινόφρων και θεωρεί τον εαυτό του μεγάλον αμαρτωλό. Βεβαιώνει και ομολογεί πως ό,τι καλό έχει πάνω του είναι της χάριτος του Θεού. Ενώ έφθασε στην ύψιστη τελειότητα, όμως δεν πιστεύει ότι «έβαλε αρχή» και παρακαλεί τον Θεό να παρατείνει τη ζωή του για να προλάβει να μετανοήσει, όπως έπραξε ο αββάς Σισώης!
Επειτα από ασκητικόν αγώνα, πολλή αρετή και προσευχή και προπαντός με σταθερή ταπεινοφροσύνην, ο άνθρωπος του Θεού αξιώνεται θείων και μεγάλων χαρισμάτων, για να διευκολύνεται το έργο της σωτηρίας των πολλών. Τέτοια χαρίσματα είναι π.χ. της θαυματουργίας και θεραπείας ασθενών, της διοράσεως, προοράσεως κ.λπ. Ο άγιος αυτός «θεώνεται», γίνεται κατά χάριν θεός, του αποκαλύπτονται θεία μυστήρια και βλέπει το άκτιστο φως του Μεταμορφωθέντος Ιησού.
Ομως αυτές οι άκτιστες ενέργειες του Θεού δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μόνο των τελείων. Ολοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί -ανάλογα με τον αγώνα και την πνευματική μας κατάσταση- μπορούμε ν’ απολαύσουμε τη θεία πρόνοια και τις ευλογίες του Θεού, όπως είναι η αγάπη, η ειρήνη, η χαρά, η πίστις, η ελπίδα. Τις λέμε δε «άκτιστες», διότι δεν είναι σαν τα κτιστά δημιουργήματα του Θεού -που είπε κι έγιναν- αλλά περιβάλλουν την ουσία του Θεού, χωρίς να πει π.χ. «θέλω να δημιουργηθεί η αγάπη». Να, όπως λ.χ. από τον ήλιο πηγάζουν η θέρμη και το φως... Σ’ αυτή την τελειότητα καλούνται προπαντός οι μοναχοί και όσοι αγαπούν το πρότυπο της μοναχικής ζωής, σηκώνοντας τον προσωπικό σταυρό τους. Με την καθοδήγηση των εμπείρων περί τα πνευματικά, χαρισματούχων, πορεύεται η Εκκλησία και όχι μόνο σώζει τα μέλη της από τις οποιεσδήποτε πλάνες αλλά και τ’ ασφαλίζει στη στερεά πέτρα, τον Χριστόν, ώστε να ζουν από τώρα -από αυτήν τη ζωή- τη μακαριότητα του παραδείσου.
Μανώλης Μελινός
Θεολόγος συγγραφέας,
διευθυντής Βιβλιοθήκης της Ι. Συνόδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου