Κάθε ανάλυση της γένεσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης συνδέεται άμεσα με την εθνική συνείδηση των Βυζαντινών από την οποία πηγάζει. Οι Βυζαντινοί αποκαλούντο Ρωμαίοι και η χώρα τους Ρωμανία και Ρωμαΐς γη, διότι η αυτοκρατορία τους αποτελούσε συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο επίσημος τίτλος του βυζαντινού αυτοκράτορα ήταν αυτοκράτωρ και βασιλεύς των Ρωμαίων. Ο όρος Βυζαντινός δήλωνε αποκλειστικά τον κάτοικο της Κωνσταντινούπολη, όπως μετονομάστηκε η αρχαία ελληνική αποικία Βυζάντιο στη θέση όπου ιδρύθηκε η Βασιλεύουσα. Παράλληλα, οι όροι Έλλην και ελληνικός είχαν προσλάβει θρησκευτική σημασία από τους Πατέρες της Εκκλησίας: Έλληνες ήταν οι ειδωλολάτρες.
Ο Χριστιανισμός ήταν ο κυριότερος από τους τρεις θεμέλιους λίθους του βυζαντινού πολιτισμού, ο δεύτερος ήταν η ρωμαϊκή πολιτική θεωρία και το ρωμαϊκό δίκαιο, και ο τρίτος η ελληνική παιδεία και γλώσσα. Γλώσσα των πεπαιδευμένων ήταν η ελληνική, που από τον 6ο αιώνα καθιερώνεται ως η επίσημη γλώσσα της νομοθεσίας και της διοίκησης, ενώ η λατινική εγκαταλείφθηκε.
Η ελληνική γλώσσα στην παιδεία και στη φιλολογία πρόσφερε τη σύνδεση με τη γραμματεία και τις πολιτιστικές αξίες του αρχαίου κόσμου. Κατά τη διάρκεια της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί μελετούσαν και σχολίαζαν τα αρχαία κείμενα, η αυθεντία των οποίων είχε αναγνωριστεί ως πρότυπο μίμησης και πηγή έμπνευσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κείμενα της μέσης και ύστερης βυζαντινής εποχής, στα οποία οι λόγιοι προσδιορίζουν τους συγχρόνους τους ως Έλληνες ως προς το γένος λόγω της ελληνικής παιδείας και γλώσσας τους. Τον 14ο αιώνα ο Θεόδωρος Μετοχίτης μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν δηλώνει ότι οι σύγχρονοί του Βυζαντινοί ανήκαν σ το ίδιο γένος και είχαν την ίδια γλώσσα με τους Έλληνες. Σύμφωνα με τον Μετοχίτη, η συνείδηση της εθνικής και πολιτισμικής συνέχειας ήταν δυνατή διότι φορέας της ήταν η ίδια γλώσσα.
Η ελληνικότητα των Βυζαντινών
Η ελληνικότητα των Βυζαντινών και του βυζαντινού πολιτισμού ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των αρχαίων Ελλήνων, διότι είχε διαμορφωθεί με βάση το χριστιανισμό και πολιτισμικά στοιχεία ανατολικής προέλευσης. Ωστόσο η σύνδεση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό είχε ήδη καθιερωθεί ιδεολογικά από τους Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας. Αργότερα, η σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με την Ορθοδοξία προσδιορίστηκε ρητά στα βυζαντινά κείμενα: τα ελληνικά ήταν ο φορέας της Ορθοδοξίας, δεδομένου ότι χωρίς αυτά το δόγμα δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό. Η Ορθοδοξία μαζί με την ελληνική γλώσσα έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία της εθνικής συνείδησης των Βυζαντινών. Ταυτόχρονα, το Βυζάντιο ως πολυεθνικό κράτος, τις χρησιμοποίησε ως εργαλεία για τον εκχριστιανισμό, εξελληνισμό και αφομοίωση ξένων εθνοτήτων εντός και εκτός των συνόρων του.
Η γένεση του ελληνοβυζαντινού πατριωτισμού και της εθνικής συνείδησης τοποθετείται στον 10ο και 11ο αιώνα, την εποχή της επέκτασης και ακμής του βυζαντινού κράτους. Η δημιουργία της ελληνοβυζαντινής εθνικής συνείδησης οφείλεται και στο ενδιαφέρον για την αρχαιότητα που παρατηρείται από τον 10ο αιώνα και εξής. Αυτοκράτορες όπως ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, και διαπρεπείς λόγιοι, όπως Ιωάννης Μαυρόπους και ο Μιχαήλ Ψελλός τον 11ο αιώνα, προωθούν τη μελέτη των κειμένων της αρχαίας γραμματείας. Την ίδια εποχή, ο όρος Έλλην χρησιμοποιείται στα βυζαντινά κείμενα για να δηλώσει όχι μόνο τους ειδωλολάτρες, αλλά και τους αρχαίους Έλληνες και τον πολιτισμό τους. Η έννοια της ειδωλολατρίας, που είχε παλιότερα δοθεί στον όρο Έλλην, έκρυβε θρησκευτική αντιπαλότητα και καχυποψία. Αντίθετα, η εξέλιξη που παρατηρείται στη χρήση του όρου κατά τον 10ο και 11ο αιώνα φανερώνει θετική αντιμετώπιση της αρχαιότητας και ουσιαστικότερη αντιμετώπιση τους από τους Βυζαντινούς.
Τον 10ο αιώνα, σε μια επιστολή που ο επίσκοπος Κυζίκου Κωνσταντίνος απευθύνει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο βρίσκουμε μία από τις πρώτες ενδείξεις για την αναγνώριση της εθνικής συνάφειας των Βυζαντινών με τους Αρχαίους. Ο επίσκοπος αναφέρεται στην πόλη της Κυζίκου και στα ερειπωμένα μνημεία της , η ομορφιά των οποίων μαρτυρούσε τη λαμπρότητα της αρχαίας πόλης. Σε σύγκριση με την αρχαία, η σύγχρονη βυζαντινή πόλη έμοιαζε φτωχή και άθλια. Και το χειρότερο, παρατηρούσε ο επίσκοπος ότι οι κάτοικοι της βυζαντινής Κυζίκου ήταν απαίδευτοι και δεν είχαν καμιά από τις αρετές των αρχαίων Ελλήνων, μολονότι διακήρυσσαν ότι ήταν άποικοι από την Ελλάδα.
Η χρήση του όρου Έλλην
Η σημαντικότερη έκφραση της ελληνοβυζαντινής εθνικής συνείδησης, όπως διαμορφώνεται στα κείμενα μετά τον 10ο αιώνα, είναι η νέα χρήση του όρου Έλλην. Έλληνες δεν ήταν πλέον μόνο οι αρχαίοι, αλλά και οι βυζαντινοί. Από τον 11ο αιώνα, οι βυζαντινοί λόγιοι, χρησιμοποιούσαν τον όρο Έλλην για να δηλώσουν την εθνική τους καταγωγή (το γένος) στη θέση του όρος Ρωμαίος. Ο Μιχαήλ Ψελλός αναφέρεται σε έναν βυζαντινό που δεν ήταν «ελληνικής καταγωγής» και τον 12ο αιώνα ο Ιωάννης Τζέτζης εξηγεί ότι ήταν Γεωργιανός από την πλευρά της μητέρας του, αλλά «καθαρός Έλληνας» από την πλευρά του πατέρα του. Στην εξέλιξη του όρου και στη δημιουργία της εθνικής συνείδησης συνέβαλαν και οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της εποχής: το σχίσμα των Εκκλησιών, τα εμπορικά προνόμια που παραχωρήθηκαν στις ιταλικές πόλεις και η οικονομική διείσδυσή τους στις βυζαντινές αγορές, καθώς και οι Σταυροφορίες που, ενώ απέβλεπαν στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, κατέληξαν στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Από τον 11ο αιώνα και εξής, οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να επαναπροσδιορίσουν τον πολιτισμό τους και το παρελθόν τους εξαιτίας του ανταγωνισμού τους με τη Δύση. Ο βυζαντινός πολιτισμός άρχισε τότε να καθορίζεται σε σχέση με την ιστορική παράδοση του Βυζαντίου και ο βυζαντινός εθνικισμός με βάση τα πολιτισμικά του χαρακτηριστικά. Έτσι, αντιμετωπίζοντας την εχθρική Δύση, οι Βυζαντινοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο Έλλην για να δηλώσουν τους συγχρόνους τους, σε αντίθεση με τους Δυτικούς που χρησιμοποιούσαν τον όρο Graeci. Στα έργα των λογίων προωθείται η ιδέα ότι η ελληνικότητα των βυζαντινών εκφραζόταν με την ελληνική γλώσσα και ότι η εθνική τους καταγωγή προσδιοριζόταν όχι σε σχέση με την πολιτική κληρονομιά της Ρώμης, αλλά σε σχέση με τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης.
Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορία, οι λόγιοι τόνιζαν εντονότερα τη συνάφειά τους με τους αρχαίους, στηριζόμενοι πάντα στην κοινή γλώσσα και στον κοινό πολιτισμό. Ο νεοελληνικός πατριωτισμός και η νεοελληνική εθνική συνείδηση βρίσκουν την έκφρασή τους στα έργα των ανθρωπιστών λογίων της παλαιολόγειας εποχής που αναζητούν λύσεις για την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας μέσα από την ελληνική αρχαιότητα. Σε λόγο του προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο , ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, που χρησιμοποίησε τον Πλάτωνα ως πρότυπο για την ανασύσταση του Δεσποτάτου του Μυστρά, εκφράζει την ελληνική πια εθνική συνείδηση των Βυζαντινών με αυτά τα λόγια: Εσμέν γαρ… Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Ο ιστορικός της Άλωσης Λαόνικος Χαλκοκονδύλης χρησιμοποιεί τον όρο Ρωμαίος, όχι πια για τους Βυζαντινούς αλλά για τους Δυτικούς. Για τους Βυζαντινούς χρησιμοποιεί τον όρο Έλληνες και ερμηνεύει την χρήση των όρων αυτών στο Βυζάντιο ιστορικά: οι Έλληνες συγκατοίκησαν με τους Ρωμαίους στην Κωνσταντινούπολη, διατήρησαν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους διότι ήταν περισσότεροι από τους Ρωμαίους, αλλά άλλαξαν τον εθνικό τους όνομα με αυτό των Ρωμαίων.
Τις τελευταίες στιγμές της αυτοκρατορίας, ακόμη και οι ανθενωτικοί που εξέφραζαν κυρίως τις θέσεις της Εκκλησίας, πρόβαλαν τη συνάφεια με τους αρχαίους: o Γεώργιος Σοχλάριος, ηγέτης των Ανθενωτικών, χρησιμοποιεί τον όρο ελληνισμός για να δηλώσει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και μιλά για την προγονική αρετή του. Για πρώτη φορά τότε η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του μεσαιωνικού ελληνισμού, στην οποία οι Βυζαντινοί είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους, ταυτίστηκε με το σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την Αθήνα. Ο κύκλος που είχε οδηγήσει στην ταύτιση του μεσαιωνικού ελληνισμού με τους Αρχαίους μέσω της γλώσσας και της παιδείας είχε πια ολοκληρωθεί.
Από: ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου