''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Στήβεν Ράνσιμαν, Η Βυζαντινή Θεοκρατία

       O Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος και οι θρησκευτικές έριδες
 
 Το πορτρέτο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου
Η εξαιρετική απεικόνιση είναι του Δημήτρη Γαρουφαλή
Στήβεν Ράνσιμαν
 
         Η βασιλεία του Μιχαήλ άρχισε ένδοξα. Το 1259 τα στρατεύματα του κέρδισαν μια μεγάλη νίκη στην Πελαγονία της Θεσσαλίας, εναντίον ενός συνασπισμού Φράγκων πριγκίπων, του βασιλιά της Σικελίας και του Δεσπότη της Ηπείρου. Η δύναμη των Αγγέλων καταλύθηκε, και ο Μιχαήλ απέσπασε από τους Φράγκους ένα ορμητήριο στην Πελοπόννησο, πού θα το ενίσχυαν με σταθερό ρυθμό οι διάδοχοι του. Δυο χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1261, ο στρατός του εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, δίνοντας έτσι τέλος στη Λατινική Αυτοκρατορία. Η χαρά πλημμύρισε την Αυτοκρατορία. Ακόμη και ο Αρσένιος, πού είχε αποσυρθεί από τον Πατριαρχικό θρόνο εξαιτίας των υποψιών του Μιχαήλ, δέχθηκε να επιστρέψει στο θρόνο του για να πρωτοστατήσει σε μια καινούρια τελετή στέψεως στην ‘Αγία Σοφία. Οποιεσδήποτε όμως κι αν ήταν οι προσδοκίες του Πατριάρχη, στην τελετή δεν παρευρέθη ο νεαρός Αυτοκράτορας Ιωάννης.  Ο Μιχαήλ, η γυναίκα του και ο μεγαλύτερος γιος του ήταν αυτοί πού επρόκειτο να στεφθούν. Πριν κλείσει ο χρόνος, ο Αρσένιος ανακάλυψε ότι ο Μιχαήλ είχε τυφλώσει τον Ιωάννη, για να τον καταστήσει έτσι για πάντα ανίκανο να καθίσει στο θρόνο. Αυτό παραήταν πολύ. Ο Αρσένιος αφόρισε το Μιχαήλ και του απαγόρεψε να εισέρχεται στο ναό της ‘Αγίας Σοφίας.

             Η κοινή γνώμη στην Αυτοκρατορία διχάστηκε. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ είχε διαπράξει μια τερατώδη πράξη απανθρωπιάς εναντίον ενός παιδιού πού του είχε ανατεθεί ή φροντίδα του, και με αυτή την πράξη του είχε καταλύσει έναν επίσημο όρκο. Ο ευσεβής λαός καταθορυβήθηκε. Η δυσαρέσκεια υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στις ασιατικές επαρχίες, όπου θυμόνταν με αγάπη την παλιά δυναστεία. Πράγματι, δυο άκαρπες εξεγέρσεις έγιναν εκεί στο όνομα του τυφλού και φυλακισμένου νεαρού Αυτοκράτορα. Από την άλλη μεριά όμως, ο Μιχαήλ ήταν ένας εστεμμένος Αυτοκράτορας. Μπορούσε ένας Πατριάρχης να αφορίσει τον Αυτοκράτορα; Ακόμη και ο Νικόλαος Μυστικός δεν είχε τολμήσει να αφορίσει το Λέοντα ΣΤ΄  για την άπατη σχετικά με τον τέταρτο γάμο του, αν και είχε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να κλείσει κατά πρόσωπο στον Αυτοκράτορα τις πόρτες της Αγίας Σοφίας. Επί πλέον, οσοδήποτε μεγάλη κι αν ήταν ή αμαρτία του, ο Μιχαήλ παρουσιαζόταν ως ένας ένδοξος και επιτυχημένος Αυτοκράτορας, πού οι προσπάθειες του φαίνονταν σαφώς ευλογημένες από το Θεό. Κανείς, ούτε από την Κωνσταντινούπολη ούτε από τις ευρωπαϊκές επαρχίες, δεν είχε δει ποτέ το νεαρό θύμα, του όποιου ελάχιστα είχε γίνει αντιληπτή ή ύπαρξη του.

            Τα αισθήματα οξύνονταν. Στη μια πλευρά βρισκόταν ή μοναχική μερίδα, με ηγέτη  τώρα τον ίδιο τον Πατριάρχη, μια μερίδα πού πάντοτε απαιτούσε έναν υψηλό βαθμό ηθικότητας πού έπρεπε ακόμη κι ο Αυτοκράτορας να τον σέβεται, και η οποία ποτέ δεν είχε διστάσει να κατακρίνει τα χαλαρά και πολυτελή ήθη της Αυλής και τους νωχελείς διανοούμενους πού τώρα κατείχαν τόσες πολλές επισκοπικές έδρες. Στην άλλη πλευρά βρισκόταν ή μερίδα της Αυλής, πού ήταν λιγότερο ευσεβής και αυστηρή, αλλά όχι και λιγότερο θρησκευόμενη, ή οποία πίστευε ότι ο Αυτοκράτορας είναι ο Αντιπρόσωπος του Θεού, και ένας Αντιπρόσωπος μάλιστα πού είχε κάνει μεγάλα πράγματα για την Εκκλησία του Θεού. Ίσως είχε αμαρτήσει, άλλα ως Αυτοκράτορας θα έπρεπε να τύχει μιας εξαιρέσεως. Οι μοναχοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν το γεγονός ότι ένας αμαρτωλός, οποιοδήποτε αξίωμα κι αν κατείχε, μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του ότι βρίσκεται πάνω από τους νόμους του Θεού. Η Αυλή όμως νόμιζε ότι οι μοναχοί δεν ανεγνώριζαν το θεμελιώδη και ιερό θεσμό της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας.

          Αυτό το ρήγμα επρόκειτο να διαρκέσει για πολλά χρόνια. Το 1265 ήταν ο χρόνος πού ο Μιχαήλ τόλμησε να καθαιρέσει τον Αρσένιο, με την κατηγορία της συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον του θρόνου. Η κατηγορία αύτη ήταν μια σχεδόν ολοφάνερη άπατη, αφού ο Αρσένιος, αν και μισούσε βαθιά το Μιχαήλ, δεν ήταν ένας πολιτικός συνωμότης. Ο Πατριάρχης πού εγκατέστησε κατόπιν ο Αυτοκράτορας, ο Γερμανός Γ΄ , ήταν ένας ανόητος, πού του έλειπε τελείως η αξιοπρέπεια. Καμιά βοήθεια δεν μπορούσε να προσφέρει στον Αυτοκράτορα, ο όποιος τον ανάγκασε έτσι να παραιτηθεί. Προς το τέλος του 1266, ο Μιχαήλ τοποθέτησε στη θέση του έναν μοναχό, τον Ιωσήφ, ο όποιος μετά από λιγωμένη σοβαρή συζήτηση, δέχτηκε να τον λύσει από την αμαρτία του. Στις 2 Φεβρουαρίου 1267, ο Αυτοκράτορας ασκεπής γονάτισε εμπρός στον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο και εξομολογήθηκε το αμάρτημα του. Σηκώθηκε πλέον από πάνω του η κατάρα της Εκκλησίας.

          Αυτό αποτελούσε ένα θρίαμβο για την Εκκλησία ως φύλακα της ηθικής. Ο Αυτοκράτορας είχε εξαναγκαστεί να παραδεχτεί ότι είχε αμαρτήσει ως άνθρωπος. Αλλά το σχίσμα δεν τέλειωσε. Ο Αρσένιος, πού ζούσε άθλια στην εξορία, παράγγειλε ότι ικανοποιήθηκε μ’ αυτή την πράξη. Αλλά οι Αρσενίτες, οι οπαδοί του Αρσενίου, φάνηκαν λιγότερο επιεικείς. Με την υποστήριξη του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, πολλοί επίσκοποι, πού θα προτιμούσαν να ζουν μάλλον μια άνετη ζωή στην Κωνσταντινούπολη παρά να βρίσκονται υπό μουσουλμανική κατοχή στην Αίγυπτο, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Ιωσήφ ως Πατριάρχη. Μεγάλος αριθμός μοναχών ακολούθησε το παράδειγμα τους. Τα μοναστήρια πήραν εντολή να αποβάλουν τέτοιους επαναστάτες, με αποτέλεσμα οι μοναχοί αυτοί να περιπλανιόνται άστεγοι στην Αυτοκρατορία, κερδίζοντας τη συμπάθεια για τα παθήματα τους. Μερικοί απ’ αυτούς κήρυσσαν εξέγερση όχι μόνον εναντίον του Πατριαρχείου άλλα και εναντίον της Κυβερνήσεως. Δημιούργησαν σημαντική αμηχανία στις αρχές, ιδίως επειδή τους υποστήριζαν γείτονες πού φθονούσαν το Μιχαήλ, όπως ο Ιωάννης ο Νόθος, ένας πρίγκιπας της οικογένειας των  Αγγέλων πού είχε γίνει άρχοντας της Θεσσαλίας. Συγκάλεσε μάλιστα και μια Σύνοδο το 1272 για να τους υποστηρίξει.

          Ο Αυτοκράτορας δεν βελτίωσε τις σχέσεις του με τους μοναχούς με την εξωτερική του πολιτική. Υπήρχε ακόμη ο πολύ πραγματικός κίνδυνος να κάνει η Λατινική Δύση μια δυναμική προσπάθεια για να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, υπό την ισχυρή ηγεσία του Καρόλου του Άνδεγαυικού, Βασιλιά της Σικελίας. Ο Μιχαήλ έφθασε στο σημείο να πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει αυτόν τον κίνδυνο ήταν οι διαπραγματεύσεις για την ένωση της Εκκλησίας του με τη Ρώμη. Δεν ήταν όμως μια εύκολη πολιτική. Πολλοί Πάπες προτιμούσαν την υποταγή της Ελληνικής Εκκλησίας μέσω της κατακτήσεως. Αλλά όταν ο Πάπας Γρηγόριος, ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στην ιδέα της Σταυροφορίας, ανέβηκε στο θρόνο το 1271, η Ρώμη αποφάσισε να ακολουθήσει μια πιο συμβιβαστική γραμμή, χωρίς να εγκαταλείψει την επιμονή της για την αναγνώριση της υπεροχής της. Το 1274 ο Μιχαήλ προσεκλήθη να στείλει απεσταλμένους στη Σύνοδο της Λυών, για να προσφέρει την υποταγή της Εκκλησίας του. Η αποδοχή αυτής της πρόσκλησης κάθε άλλο παρά δημοφιλής ήταν στο Βυζάντιο. Μόνο λίγοι ήταν οι κληρικοί, όπως ο Ιωάννης Βέκκος, Μέγας Χαρτοφύλαξ της Αγίας Σοφίας, πού πίστευαν ότι ήταν νόμιμη αυτή η υπόθεση με τη Ρώμη. Αλλά από ολόκληρο το λαό, μόνο μεταξύ των λαϊκών πού υπηρετούσαν στην Αυλή θα μπορούσαν να βρεθούν υποστηρικτές της ενώσεως• και τα κίνητρα τους ήσαν μάλλον πολιτικά παρά θρησκευτικά. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ δεν συμφωνούσε. Δεν παραιτήθηκε όμως, άλλα προσωρινά τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Τους μόνους κληρικούς πού βρήκε ο Αυτοκράτορας πρόθυμους να πάνε στη Λυών, ήσαν ο ανυπόληπτος πρώην Πατριάρχης Γερμανός και ο Μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης, που δεν ήταν όμως καθόλου ενθουσιασμένος με την ιδέα. Ο Γραμματέας του Αυτοκράτορα, Γεώργιος Ακροπολίτης, ήταν αυτός πού ενεργούσε ως εκπρόσωπος της μερίδας. Η αντιπροσωπεία επιβιβάστηκε σε δυο πλοία. Και δεν έκανε καμία εντύπωση στους ευσεβείς, όταν έμαθαν ότι τα πλοία έπεσαν σε φοβερή καταιγίδα, κατά τη διάρκεια της όποιας το πλοίο πού περιείχε τα δώρα τα προοριζόμενα για τον Πάπα χάθηκε με όλο το περιεχόμενό του.

          Η Ένωση της Λυών υπογράφτηκε τον Ιούλιο του1274. Από πολιτική σκοπιά, πέτυχε το άμεσο αποτέλεσμα πού επιζητούσε ο Μιχαήλ. Αποτράπηκε για τα επόμενα χρόνια η επίθεση του Καρόλου Ανδεγαυικού εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Αλλά η απειλή παρέμεινε, και δεν απομακρύνθηκε εντελώς μέχρι το 1282, όταν, ως αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας που κατά μεγάλο μέρος οργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τα στρατεύματα του Καρόλου σφαγιάστηκαν στην Ιταλία κατά την εξέγερση τη γνωστή ως Σικελικός Εσπερινός. Εν τω μεταξύ οι αντιδικίες στο Βυζάντιο έγιναν αρκετά πικρές. Η πλειονότητα των επισκόπων, υπό την καθοδήγηση του Πατριάρχη Ιωσήφ, αντετίθεντο στην Ένωση. Ο Ιωσήφ καθαιρέθηκε το 1275 και αντικαταστάθηκε από τον ενωτικό Ιωάννη Βέκκο. Ο Μιχαήλ όμως δεν μπορούσε να εκθρονίσει και άλλους επισκόπους, λόγω ελλείψεως υποψηφίων πού θα ήσαν πρόθυμοι να αποδεχθούν την πολιτική του. Μερικοί επίσκοποι θεωρούσαν ότι δεν ήταν αρκετά δυναμική η καταγγελία της Ενώσεως από τον Ιωσήφ, και τον εγκατέλειψαν για να ενωθούν με τους Αρσενίτες — οι όποιοι τώρα χαίρονταν γιατί είχαν ακόμη ένα όπλο μαζί τους στην επίθεση τους εναντίον της κυβερνήσεως, γνωρίζοντας ότι θα έχουν και τη λαϊκή υποστήριξη. Στους κύκλους των λαϊκών επίσης ή Ένωση ήταν γενικά απεχθής, και την αντίδραση την κατεύθυνε ή ίδια ή αδελφή του Αυτοκράτορα, η Ευλογία. Για πρώτη φορά μετά τους Εικονομάχους, ένας Αυτοκράτορας φυλάκιζε και ακόμη βασάνιζε ευσεβείς Χριστιανούς γιατί αρνούνταν να υπακούσουν στη θρησκευτική γραμμή πού υπαγόρευε. Όταν πέθανε ο Μιχαήλ το Δεκέμβριο του 1282, ήταν μισητός από το μεγαλύτερο τμήμα των υπηκόων του επειδή υπέγραψε την Ένωση και προσπάθησε να τους την επιβάλει, ενώ παράλληλα τον είχε αφορίσει και ο Πάπας επειδή απέτυχε να τους κάνει να την αποδεχθούν.

Από: ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου