9 Νοεμβρίου 1866
Είχε πια βραδιάσει και τα περισσότερα γυναικόπαιδα
είχαν συγκεντρωθεί στην πυριτιδαποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης με την πιστόλα
στο χέρι είναι έτοιμος. Εκείνη την στιγμή ειδοποιεί τα γυναικόπαιδα, που βρίσκονται
στο ανώγειο της πυριτιδαποθήκης και των πλησιέστερων κελιών των ιερομονάχων Ζαχαρίου και Νεοφύτου, να
απομακρυνθούν αν ήθελαν, ενώ συγχρόνως φωνάζει προς τους πολιορκουμένους
Χριστιανούς.
–Αποφάσισα να δώσω φωτιά στο μπαρούτι, για να μην πέσομε ζωντανοί
στω σκυλιών τα χέρια. Όσοι θέλουν να βγουν όξω, να βγουν για να μην έχω το κρίμα
τους.
Τότε ακριβώς είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες τούρκοι στην είσοδο της πυριτιδαποθήκης
και προσπαθούσαν να μπουν μέσα να σφάξουν τους Χριστιανούς και κανείς από τους
Κρήτες πολεμιστές δεν μπόρεσε να φτάσει στην πυριτιδαποθήκη αφού η αυλή είχε
γεμίσει από τούρκους. Περιμένει όμως για λίγα δευτερόλεπτα για να συγκεντρωθούν
και άλλοι τούρκοι στην είσοδο, την οποία προσπαθούν έντονα ν’ ανοίξουν. Τότε
ακριβώς ο Γιαμπουδάκης κάνει το σταυρό του και σημαδεύει καλά τα βαρέλια με το
μπαρούτι και κτυπά.
Μια θεόρατη λάμψη φάνηκε και ένα τεράστιος κρότος ακούστηκε.
Το δράμα είχε συντελεστεί. Πέτρες, κορμιά, κεφάλια, βαρέλια και χώματα βρέθηκαν
σ’ ένα παράξενο ανακάτωμα, όπως τονίζει το λαϊκό τραγούδι:
Και μέσα στον
αναβρασμό, που ο χάρος εβρουχάτο,
βροντή, σεισμός εγίνηκε κι ο κόσμος άνω κάτω,
φωθιά, καπνός και κτήρια, κορμιά κομματιασμένα,
άντρες και γυναικόπαιδα στ’ ανέφαλ’
ανεβαίνα.
Τρόχαλος έγιν’ η Μονή κι εσείστ’ ο Ψηλορείτης
κι αντιλαλούνε τα βουνά
κι απ’ ακρ’ ως ακρ’ η Κρήτη.
από:ΕΚΤΑΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου