''Εἰ ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν, οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.''

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Θωρηκτό Αβέρωφ Πάσχα 1941 - Πως φτάσαμε σώοι στην Αλεξάνδρεια [Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου 1941]

Την περίοδο 1941-1944 η Ελλάδα τέθηκε υπό ξένη κατοχή. Είναι αναρίθμητες οι περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι αντιμετώπισαν τα χρόνια αυτά όχι μοιρολατρικά αλλά με το ρίσκο που πάντοτε εμπεριέχει το πνεύμα της αντίστασης απέναντι σε κάθε κατακτητή. Πολλές είναι οι περιπτώσεις κληρικών και Αρχιερέων οι οποίοι με αυταπάρνηση στάθηκαν δίπλα στον λαό, αγνοώντας τον κίνδυνο ακόμα και για την ίδια τη ζωή τους. 
Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο μετέπειτα Ιεράρχης και τότε Αρχιμανδρίτης Διονύσιος, που έγραψε με τη γενναία στάση του μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού. Ας δούμε τι έχει καταγραφεί από την ημέρα αυτή, που συνέπεσε με τη Μεγάλη Πέμπτη του 1941.

Το πολυθρύλητο θωρηκτό του Πολεμικού Ναυτικού “Γ. ΑΒΕΡΩΦ”, πού είχε κατατροπώσει τον τουρκικό στόλο στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, βρίσκεται τώρα αραγμένο στα νερά της Ελευσίνας, περιτριγυρισμένο από συρματοπλέγματα, για να ασφαλισθεί από τις τορπίλες των εχθρικών υποβρυχίων. Η διαταγή του Γ.Ε.Ν. (Γενικού Επιτελείου Ναυτικού) απόλυτα αυστηρή: Απαγορεύεται ο απόπλους του. Όμως, η δόξα των Ελληνικών θαλασσών κινδυνεύει από κατάληψη των εχθρών ή αυτοβύθιση…




Τότε όλοι οι ναύτες και οι αξιωματικοί είπαν: “Παπά, θα κάνουμε ό,τι μας πεις”.

Και συνέχισε ο π. Διονύσιος: “Πρέπει να πάρουμε το “Αβέρωφ” και να φύγουμε. Πρέπει να σώσουμε τη τιμή του”.
Το πλήρωμα συμφώνησε απόλυτα. Όμως συνέχισε ο ιερέας:

“Μα, πρέπει να είμαστε και εξηγημένοι. Θα λάβετε υπ’ όψιν σας ότι πεντακόσια τα εκατό έχουμε να βουλιάξουμε περνώντας το ναρκοπέδιο. Αν ο Θεός μας περάσει από κει χωρίς να πάθουμε κακό, έχουμε τριακόσια τα εκατό να βουλιάξουμε στο φράγμα της Ψυτάλλειας. Αν κι εκείνο μας βοηθήσει ο Θεός να περάσουμε, έχουμε διακόσια τα εκατό να βουλιάξουμε στο δρόμο από τις βόμβες των αεροπλάνων. Αν και αυτό τον κίνδυνο περάσουμε, τότε θα σώσουμε την τιμή του “Αβέρωφ” και του Ναυτικού μας. Αν – ο Θεός φυλάξοι – βουλιάξουμε, τότε εμείς μεν θα πάμε όλοι δοξασμένοι στον ουρανό να βρούμε αιώνια ανάπαυση, η τιμή δε του Ναυτικού μας θα μείνει πάντα στην ελληνική ιστορία ένας θρύλος. Τι λέτε, έπειτα από αυτά, παιδιά”.

Και όλοι με δάκρυα φώναξαν: “Θα φύγουμε, Παπά, με το “Αβέρωφ” και ό,τι πει ο Θεός ας γίνει”.




Ο ιερέας έκανε το σημείο του σταυρού λέγοντας “Ευλογητός ο Θεός” και σκουπίζοντας τα δάκρυά του συνέχισε: “Είδα σήμερα όραμα, παιδιά! Ένας γέρος ασπρομάλλης παρουσιάσθηκε εμπρός μου. Ενόμισα ότι ήταν ο γέρος πατέρας μου πεθαμένος εδώ και λίγα χρόνια σε ηλικία εκατό χρόνων. Πατέρα -του είπα- πού βρέθηκες εδώ; Και εκείνος μου είπε ήρεμος:”Δεν είμαι ο πατέρας σου. Είμαι ο Άγιος Νικόλαος και ήρθα να σου πω ότι θα είμαι μαζί σας” Οι ναύτες ανατριχιασμένοι έκαναν το Σταυρό τους και εφώναξαν: “Ο Θεός μαζί μας” και έτρεξαν όλοι να ετοιμάσουν το καράβι, ο παπάς επήγε στο Εκκλησάκι του καραβιού και άρχισε την Ακολουθία των Παθών του Κυρίου.

Και ενώ οι ναύτες ετοίμαζαν το καράβι, ο π. Διονύσιος άρχισε την ακολουθία των Αγίων Παθών. Αργά τη νύχτα περιέφερε τον Εσταυρωμένο σε όλα τα διαμερίσματα του πλοίου, στα κανόνια, στην αποθήκη των πυρομαχικών και τέλος Τον στερέωσε στον Πύργο της πρώρας και φώναξε: “Παιδιά μου, έχουμε κυβερνήτη τον Χριστό. Μη φοβάσθε. Θα νικήσουμε…”.

Σε λίγο άνοιγαν δίοδο στα συρματοπλέγματα. Το καράβι πέρασε το ναρκοπέδιο χωρίς να αγγίξει τις νάρκες. Στην Ψυττάλεια έκοψαν το φράγμα με το πρώτο κτύπημα σαν να’ταν κλωστή. Μετά ανέπτυξαν ταχύτητα προς την Τσακωνιά. Και τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής βρέθηκαν στα ήσυχα νερά της Κυνουρίας. Και ασφαλίσθηκαν στις ακτές της κάτω από τις σκιές των πανύψηλων βουνών της. Κανένα βομβαρδιστικό των Γερμανών δεν αντιλήφθηκε το κρυμμένο αυτό δοξασμένο καράβι.

Με τα φώτα σβησμένα μόλις νύκτωσε, το “Αβέρωφ” κατευθύνθηκε με την πιο δυνατή ταχύτητα προς την Κρήτη. Και ενώ διέσχιζε ατρόμητα τα νερά του Αιγαίου, ο π. Διονύσιος είχε βγάλει τον Επιτάφιο και έψελναν όλοι μαζί τα Εγκώμια μέσα σε ατμόσφαιρα ουράνιας μυσταγωγίας.

Πρωί πρωί έφθασαν στη Σούδα. Και από εκεί, μετά λίγες μέρες, το θωρηκτό με το πιστό του πλήρωμα και εμψυχωτή τον ιερέα του Διονύσιο Παπανικολόπουλο έφθανε στην Αλεξάνδρεια!

Σήμερα το δοξασμένο θωρηκτό “Αβέρωφ” αναπαύεται στις ακτές του Παλαιού Φαλήρου. Είναι το μοναδικό πολεμικό πλοίο που δεν έχει υποστείλει ποτέ την ελληνική σημαία στα 104 χρόνια που υπάρχει και δεν έχασε ποτέ καμία μάχη. Επίσης, μια μοναδικότητα ακόμα του “Αβέρωφ” αφορά στο ότι είναι το μοναδικό πολεμικό πλοίο που στο κατάστρωμά του φιλοξενεί Ιερό Ναό προς τιμήν του προστάτη των ναυτικών Αγίου Νικολάου.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ

Απρίλιο του 1941, ο ασυρματιστής του «Αβέρωφ» έγραφε στο ημερολόγιό του:

«Έχουμε φτάσει στον όρμο για να καλύψουμε με τα πυροβόλα μας το αεροδρόμιο και τον ναύσταθμο. Σαν ασυρματιστής, δεν είχα μάχιμη θέση αλλά, όταν οι άλλοι πολεμούσαν, εγώ χωνόμουν κάτω από το γραφείο, παρέα με τον ασύρματο, μια και πια είχα αποκτήσει ‘‘τοίχο με θέα’’. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις 16 του μήνα, Μεγάλη Τετάρτη, ήρθε ένα μήνυμα που μόνο καλό δεν ήταν. Να βυθίσουμε το σκαρί μας, να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Να ’ναι καλά ο (σημαιοφόρος) Ηλιομαρκάκης και ο ιερέας που ξεσήκωσαν το πλήρωμα να μη γίνει δεκτή η εντολή. Ο Ηλιομαρκάκης με διέταξε να στείλω μήνυμα στην αγγλική κορβέτα ‘‘Salvia’’ να μας βοηθήσει (να διαφύγουμε), μιας κι ήταν κοντά».

Η εντολή να καταβυθισθεί ο «Αβέρωφ» ήρθε ως μοναδική λύση καθώς οι Γερμανοί είχαν ποντίσει μαγνητικές νάρκες στον δίαυλο καθιστώντας ανέφικτη την έξοδο. Ορισμένοι όμως αξιωματικοί, ο ιερέας του πλοίου αρχιμανδρίτης Παπανικολόπουλος κι ένα μέρος του πληρώματος που ξεσήκωσε ο σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης, αρνήθηκαν να εκτελέσουν την διαταγή. Επέμεναν ότι ο «Αβέρωφ» μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο.


Μεγάλη Πέμπτη, 17 Απριλίου, και ήμουν εκεί: Ο κυβερνήτης, πλοίαρχος Ι. Βλαχόπουλος, πετάχτηκε στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού να δει, τι γινόταν. Ήταν περίεργος άνθρωπος. Στον «Αβέρωφ» διατηρούν ακόμα τα σακιά με το «χώμα από την πατρίδα». Έφερνε ένα τέτοιο σακί κάθε φορά που ο «Αβέρωφ» ήταν να αποπλεύσει. Στον γυρισμό, το άδειαζε σ’ ένα μεγάλο κιβώτιο στ’ αμπάρι. Έφερνε καινούριο χώμα στο επόμενο ταξίδι. Σήμερα, μάλλον τα είχε χαμένα. Κι όσο έλειπε, ο «Αβέρωφ» έμελλε να γνωρίσει την πιο πρωτότυπη στα παγκόσμια χρονικά ανταρσία: Οι αντάρτες ήθελαν να πολεμήσουν!

Παρακολουθούσα τη «γενική συνέλευση» στο 1ο υπόστρωμα. Το καρέ των αξιωματικών ξεχείλιζε κόσμο που έφτανε ως μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματος του ναυάρχου. Δεν πίστευα στα μάτια και τ’ αφτιά μου.
«Αυτό λέγεται ανταρσία», ούρλιαζε ο ύπαρχος.

«Εσείς κάνετε ανταρσία: Εναντίον της πατρίδος», φώναζε ο σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης.
«Λες προδότη τον ναύαρχο;», αντέτεινε ο ύπαρχος.
«Όχι. Εκείνος θέλει να μας σώσει. Εμείς διαλέγουμε να πεθάνουμε».
«Είναι αυτοκτονία να βγείτε. Θα πέσετε στις νάρκες».
«Έτσι, θα βυθιστούμε και θα έχει εκτελεστεί η εντολή του ναυάρχου», μπήκε στη μέση ο ιερέας.
«Αν βγείτε, οι Γερμανοί θα σας αιχμαλωτίσουν».
«Κανένας δεν αιχμαλωτίζει τον ‘‘Αβέρωφ’’. Μας προστατεύει ο Κουντουριώτης», απάντησε σταθερά ο πλωτάρχης Δαμηλάτης.
«Και ο Ύψιστος», συμπλήρωσε ο ιερέας.



Οι ζητωκραυγές έπεισαν τον ύπαρχο ότι ματαιοπονούσε. «Ο απόπλους είναι καθαρή αυτοκτονία», μουρμούρισε. Πήρε μαζί του υπαξιωματικούς και ναύτες που δεν ήθελαν να παραμείνουν κι αποβιβάστηκε. Στο 1ο υπόστρωμα, ο ενθουσιασμός περίσσευε.
«Σήμα από το ‘‘Salvia’’», ανέφερε ο ασυρματιστής.
Του Ηλιομαρκάκη γελούσαν και τα μουστάκια, καθώς το διάβασε φωναχτά:
«Δίαυλος, επί του παρόντος, ελεύθερος από νάρκες».

Χειροκροτήματα και ζητωκραυγές κάλυψαν τα λόγια του. Χύθηκαν στις θέσεις τους περιμένοντας το σκοτάδι. Άναστρη νύχτα ήχησε ο σαλπιγκτής αναχώρηση. Μέσα σε καπνούς και τις ανταύγειες των βομβών, με πλήρη συσκότιση, ο σκούρος όγκος του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ», κινιόταν πάλι προς τη δόξα. Ο σαλπιγκτής εξακολουθούσε να σαλπίζει:
«Εις τάξιν απάρσεως».

Ο ασυρματιστής δούλευε υπερωρίες. Το ένα μετά το άλλο κατέφθαναν τα σήματα από τη στεριά να σταματήσουμε. Ο Ηλιομαρκάκης τα διάβαζε και τα έδινε για αρχειοθέτηση. Στη γέφυρα, ο κυβερνήτης της ανάγκης, πλωτάρχης πυροβολικού Παναγιώτης Δαμηλάτης, είχε ζητήσει να τον ενοχλήσουν μόνο αν κάποιο σήμα ήταν διαφορετικό. Ναύσταθμος, Πέραμα, Ψυτάλλεια έμειναν πίσω. Ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. Πρέπει να είμαστε κοντά στις Φλέβες, όταν σημειώθηκε αναταραχή μες στο σκοτάδι. Ανέβηκα να δω.

«Μηχανές κράτει».
Μια βενζινάκατος μας πλησίαζε. Ο πλωτάρχης Δανηλάτης άφησε τη γέφυρα και κατέβηκε στο κατάστρωμα. Η ματιά του έδειχνε αδιόρατη ανησυχία αλλά οι κινήσεις του ήταν σταθερές και αποφασιστικές. Ο Βλαχόπουλος! Ναι. Ο πλοίαρχος Βλαχόπουλος ερχόταν να διεκδικήσει το πλοίο του. Ο πλωτάρχης Δανηλάτης στάθηκε προσοχή μπροστά του. Τον χαιρέτησε με σεβασμό. Και του παρέδωσε το ξίφος του απολογούμενος:
«Έπραξα το καθήκον μου, όπως η συνείδησή μου το επέβαλλε».

Ο Βλαχόπουλος γέλασε:
«Κράτα το. Έφερα καινούριο χώμα από την πατρίδα. Κατεύθυνσις Σούδα».
Πανζουρλισμός. Ζητωκραυγές στο σκοτάδι από αλαλάζοντες αντάρτες, νόμιμους πια. Πρωί Μεγάλης Παρασκευής πιάσαμε Σούδα.
«Ένα λιμάνι χωρίς λιμάνι», έγραφε ο ασυρματιστής.

Ήταν κι άλλα πλοία εκεί.

Μεγάλο Σάββατο, 19 Απριλίου του 1941, μια τεράστια νηοπομπή ξεκίνησε από τη Σούδα. Ο αγέρωχος «Αβέρωφ» προστάτευε τη μια πλευρά της, το αγγλικό καταδρομικό «Carlisle» την άλλη. Η καταγραφή στο ημερολόγιο γέφυρας αναφέρει:

«Δεχόμεθα συνεχείς επιθέσεις βομβαρδιστικών αεροσκαφών και τορπιλοπλάνων τας οποίας αποκρούομεν δια των πυροβόλων μας».

Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου του 1941, φτάσαμε σώοι στην Αλεξάνδρεια. Ως την Πρωτομαγιά, είχαν μαζευτεί εκεί 17 ελληνικά πλοία: 210 αξιωματικοί, 2.944 ναύτες.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη 
 
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου